Η Φιλική Εταιρεία
Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας
Το 1814 στην Οδησσό, συναντούνται τρεις Έλληνες και αποφασίζουν τη σύσταση μιας αυστηρά συνωμοτικής οργάνωσης, η οποία θα προετοίμαζε τον ξεσηκωμό όλων των Ελλήνων και την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους. Πρόκειται για τον Νικόλαο Σκουφά, 35 χρόνων, από το Κομπότι της Άρτας, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, 42 χρόνων, από την Πάτμο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, 26 χρόνων, από τα Γιάννενα. Και οι τρεις έχουν ήδη γίνει κοινωνοί των επαναστατικών ιδεών και του εταιρισμού. Ο Σκουφάς είχε ιδιαίτερες επαφές με τον Κωνσταντίνο Ράδο, ο οποίος ήταν μυημένος στον Καρμποναρισμό. Ο Ξάνθος είχε μυηθεί σε τεκτονική Στοά της Λευκάδας («Εταιρεία των Ελεύθερων Κτιστών», της Αγίας Μαύρας), ενώ ο Τσακάλωφ είχε υπάρξει ιδρυτικό μέλος του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου.
Σκοπός της Φιλικής Εταιρείας είναι η γενική επανάσταση των Ελλήνων για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Ξάνθος. Και σημειώνει στα «Aπομνημονεύματά» του: ..δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως από πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων».
Η πορεία ανάπτυξης της Φιλικής είναι εντυπωσιακή. Το διάστημα 1814-1816 τα μέλη της αριθμούν περίπου 20. Ως τα μέσα του 1817 αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ των Ελλήνων της Ρωσίας και της Μολδοβλαχίας, αλλά και πάλι τα μέλη της δεν υπερβαίνουν τα 30. Όμως, από το 1818 σημειώνονται αθρόες μυήσεις. Κατά το 1820 εξαπλώνεται σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας και τις περισσότερες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Χιλιάδες υπολογίζονται οι μυημένοι, μολονότι είναι γνωστά μόνο 1096 ονόματα. Τους πρώτους μήνες του 1821 τα μέλη της αριθμούν δεκάδες χιλιάδες. Η οργάνωση είχε υπερβεί τα ίδια της τα όρια.
Στις γραμμές της συσπειρώνονται κυρίως έμποροι και μικροαστοί, αλλά και Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες και κληρικοί, πρόσωπα που θα διαδραματίσουν αγωνιστικό ρόλο (θετικό ή αρνητικό) στον αγώνα για την ανεξαρτησία, όπως οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης, οι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι μεγαλοκoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά.
Η όλη διάρθρωση της Φιλικής Εταιρείας στηρίχθηκε στα οργανωτικά πρότυπα των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων. Η ηγετική της ομάδα απεκαλείτο «η Αόρατος Αρχή» και περιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή με τέτοια μυστική αίγλη, ώστε να πιστεύεται ότι συμμετείχαν σε αυτήν πολλές σημαντικές προσωπικότητες, όχι μόνον Έλληνες μα και ξένοι, όπως ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα, τον πρώτο καιρό ήταν μόνο οι τρεις ιδρυτές της. Κατόπιν, από το 1815 έως το 1818, προστέθηκαν άλλοι πέντε και μετά το θάνατο του Σκουφά προστέθηκαν άλλοι τρεις. Το 1818 η Αόρατη Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε Απόστολος επωμίστηκε την ευθύνη μιας μεγάλης περιφέρειας.
Η όλη δομή ήταν πυραμιδοειδής και στην κορυφή δέσποζε η «Αόρατος Αρχή». Κανείς δε γνώριζε ούτε είχε δικαίωμα να ρωτήσει ποιοι την αποτελούσαν. Οι εντολές της εκτελούνταν ασυζητητί, ενώ τα μέλη δεν είχαν δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις. Η Εταιρεία απεκαλείτο «Ναός» και είχε τέσσερις βαθμίδες μύησης: α) οι αδελφοποιητοί ή βλάμηδες, β) οι συστημένοι, γ) οι ιερείς[1] και δ) οι ποιμένες. Οι Ιερείς ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μύησης στους δύο πρώτους βαθμούς. Όταν ο Ιερέας πλησίαζε κάποιον, σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του και τον κατηχούσε πλάγια στους σκοπούς της εταιρείας, οπότε το τελευταίο στάδιο ήταν να ορκιστεί. Ο όρκος, ελαιογραφία του Δ. Τσόκου (1849).
Τότε τον πήγαινε σε κάποιον κληρικό—κάτι καθόλου εύκολο αν ο ιερέας δεν ήταν ήδη μυημένος. Πήγαινε και έβρισκε τον ιερέα και του έλεγε ότι ήθελε να ορκίσει κάποιον για προσωπική τους υπόθεση, προκειμένου να διαπιστώσει ότι λέει την αλήθεια. Ο κληρικός φορούσε το πετραχήλι και έπαιρνε το Ευαγγέλιο, οπότε ο κατηχητής έπαιρνε παράμερα τον υποψήφιο και του υπαγόρευε ψιθυριστά τον «μικρό όρκο», τον οποίο έπρεπε να τον επαναλαμβάνει ο κατηχούμενος χαμηλόφωνα τρεις φορές.
Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας
Ο Νικόλαος Σκουφάς καταγόταν από την Ήπειρο, συγκεκριμένα από το Κομπότι της Άρτας. Γεννήθηκε το 1779 και έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Άρτα, όπου αρχικά ασχολήθηκε με τη βιοτεχνία σκούφων, απ’ όπου πήρε και το όνομά του.
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772. Eκεί ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα και ύστερα από τις μάλλον μέτριες επιδόσεις του στο σχολείο της πατρίδας του, μετανάστευσε στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην Τεργέστη, όπου και δούλεψε ως υπάλληλος σε εμπορική επιχείρηση.
Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ ήταν ηπειρώτης, γεννημένος στα Ιωάννινα. Αναγκάστηκε νέος να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να μεταναστεύσει στη Ρωσία στον πατέρα του. Ένα μικρό διάστημα βρέθηκε στο Παρίσι για σπουδές, όπου μάλιστα συμμετείχε στην ίδρυση του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου», σωματείου με εκπαιδευτικούς και πατριωτικούς στόχους.
- Αθανάσιος Τσακάλωφ
- Εμμανουήλ Ξάνθος
- Νικόλαος Σκουφάς
- Ο όρκος των Φιλικών (1814-1821)
- Ζάλογγο
Οι πληροφορίες είναι από http://www.mathima.gr
Ο ΟΡΚΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
τα παιδιά του 17ου ολοήμερου ζωγραφίζουν τον όρκο των ηρώων
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, ύστερα από πολυετείς και αιματηρές μάχες, το ηρωικό Σούλι έπεσε στα χέρια του Αλή πασά. Όσοι δεν άντεξαν, εξαντλημένοι από την πείνα και τις κακουχίες, παραδόθηκαν με τον όρο να αποσυρθούν με τα όπλα τους ελεύθεροι εκεί όπου θα επιθυμούσαν. Την ίδια ημέρα, ο καλόγερος Σαμουήλ, αρνούμενος να εγκαταλείψει τον τόπο, του έβαλε φωτιά και ανατίναξε την αποθήκη τροφίμων και πολεμοφοδίων στο Κούγκι. Ο πασάς θεωρώντας από το γεγονός αυτό αποδεσμευμένο τον εαυτό του από τους όρους της συνθήκης, διέταξε να κυκλωθούν τα μέρη απ’ όπου θα περνούσαν οι οικογένειες των Σουλιωτών.
Η πρώτη ομάδα που κατευθυνόταν προς την Πάργα υπό τις οδηγίες του Φώτη Τζαβέλα και του Δήμου Δράκου, κάπου 2.000 άτομα, κατάφερε πολεμώντας σκληρά να φθάσει στον προορισμό της. Όμως, οι εκατό και πλέον οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο αντιμετώπισαν και πάλι τη μανία των Αλβανών. Ένα σώμα 160 ανδρών από τον Κίτσο Μπότσαρη πέτυχε να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών, οι υπόλοιποι όμως βρήκαν τον θάνατο ή αιχμαλωτίστηκαν.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1866, 57 γυναίκες με τα παιδιά τους αποφάσισαν να γκρεμιστούν στο βάραθρο από το υψηλότερο μέρος του Ζαλόγγου παρά να χάσουν την ελευθερία τους. Ο Χορός του Ζαλόγγου, στις 18 Δεκεμβρίου του 1803, αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτίμησε τον θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία, δίνοντας νέα ώθηση στους αγώνες των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Οι εικόνες των γυναικών με τα βρέφη στην αγκαλιά και οι ηρωικές στιγμές τους έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στις μνήμες κάθε Έλληνα κι έχουν εμπνεύσει τη δημοτική μας ποίηση:
τα παιδιά του 17ου ολοήμερου ζωγραφίζουν το Ζάλογγο





















































































































Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.