Τι είναι η διάσπασης προσοχής και υπερκινητικότητας;
Τα παιδιά που πάσχουν από τη διαταραχή αυτή βρίσκονται διαρκώς σε υπερδιέγερση και κίνηση και η προσοχή τους διασπάται συνεχώς. Η διαταραχή αυτή είχε ονομασθεί παλιότερα ελάσσων εγκεφαλική δυσλειτουργία (Minimal Brain Dysfunction) και υπερκινητικό σύνδρομο. Είναι πολύ πιο συχνή στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια. Το 3% ως 5% των παιδιών της σχολικής ηλικίας παρουσιάζουν τη διαταραχή.
Τα παιδιά αυτά μπορεί να παρουσιάζουν και άλλες δυσκολίες όπως:
- καθυστέρηση ομιλίας
- αδεξιότητα στις κινήσεις
- δυσκολία στην εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής
- δυσκολίες στην αντίληψη και την κατανόηση εννοιών, σχημάτων και μορφών
- αδυναμία προσανατολισμού στο χώρο
Πως θα καταλάβει ο γονιός ότι το παιδί του πάσχει από την διαταραχή αυτή;
Η εικόνα του παιδιού με την διαταραχή αυτή ποικίλει και εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού και αν υπάρχουν άλλα προβλήματα.
Τα νήπια που έχουν την διαταραχή συνήθως τρέχουν από τη μια μεριά του δωματίου στην άλλη, μιλούν συνέχεια, σε διακόπτουν, σπάζουν και χάνουν τα παιγνίδια τους. Αδυνατούν να ακολουθήσουν τη σειρά τους σε παιχνίδι με άλλα παιδιά, είναι απείθαρχα, ανεβαίνουν στα έπιπλα, δεν κάθονται σ’ ένα μέρος, πηδούν από τη μια ασχολία στην άλλη, κοιμούνται αργά και ξυπνούν νωρίς.
Στην σχολική ηλικία δεν μπορούν να εστιάσουν την προσοχή τους στο μάθημα, είναι συνεχώς αφηρημένα, σηκώνονται από τη θέση τους και η προσοχή τους διασπάται με το παραμικρό. Ξεχνούν τα βιβλία τους και τα μολύβια τους, απαντούν στον δάσκαλο χωρίς να περιμένουν τη σειρά τους ή χωρίς να ερωτηθούν. Μιλούν ακατάπαυστα, δεν περιμένουν στη γραμμή για να μπουν στην τάξη, δεν ακολουθούν τους κανόνες της τάξης και αδυνατούν να ακολουθήσουν κανόνες σε ομαδικό παιχνίδι. Τα παιδιά με τη διαταραχή συχνά εμφανίζουν εκρήξεις θυμού, ανυπομονησία, ευμετάβλητο συναίσθημα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, υφίστανται απόρριψη και έχουν χαμηλή επίδοση στα μαθήματα.
Καθώς τα παιδιά ωριμάζουν, τα συμπτώματα γίνονται λιγότερο εμφανή, ώστε στην εφηβεία η όλη υπερκινητικότητα – παρορμητικότητα παρουσιάζεται συνήθως σαν εξωτερική και εσωτερική ανησυχία.
Που οφείλεται η διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητας;
Η αιτιολογία της διαταραχής δεν είναι γνωστή .Είναι γνωστό όμως, ήδη ότι η διαταραχή είναι πιο συχνή στους βιολογικούς συγγενείς πρώτου βαθμού παιδιών με τη διαταραχή. Ακόμα, διάφορες έρευνες αναφέρουν την ύπαρξη σε μερικά από τα άτομα ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης, λοιμώξεων (π.χ. εγκεφαλίτιδα), δηλητηρίασης από μόλυβδο, προγεννητικών (π.χ. χρήση ουσιών, αλκοόλ ή κάπνισμα της μητέρας) ή περιγεννητικών (π.χ. χαμηλό βάρος στη γέννηση) προβλημάτων, μειωμένων μεταβολιτών νορεπινεφρίνης και ντοπαμίνης. Επίσης φαίνεται ότι οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες των παιδιών επηρεάζουν την εγκεφαλική λειτουργία. Τα τελευταία χρόνια ενοχοποιήθηκαν διάφορες τοξίνες και χημικά συστατικά τροφών, όπως τεχνητές χρωστικές ουσίες, συντηρητικά και ζάχαρη. Ωστόσο οι δίαιτες που προτάθηκαν απαλλαγμένες από αυτές τις τοξικές ουσίες δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Πως γίνεται η διάγνωση του συνδρόμου;
Αρχικά, προέχει η έγκαιρη αναγνώριση της υπερκινητικής διαταραχής από γονείς και δασκάλους. Μετά την αναγνώριση των συμπτωμάτων πρέπει να εκτιμηθεί το παιδί από ειδικό παιδίατρο.
Η εκτίμηση αφορά ερωτηματολόγια αξιολόγησης της συμπεριφοράς προς γονείς και δασκάλους, ειδικά ψυχομετρικά τεστ, αξιολόγηση λόγου και μαθησιακών ικανοτήτων. Η φυσική εξέταση του παιδιού είναι απαραίτητη για να αποκλεισθούν νευρολογικές ασθένειες. Ίσως χρειαστούν εργαστηριακές εξετάσεις. Η κλινική εκτίμηση του παιδιού απαιτεί την εξέτασή του περισσότερο από μία φορά. Η υπερκινητική συμπτωματολογία μπορεί να μην είναι σταθερή και να ποικίλλει ανάλογα με το περιβάλλον.
Παιδιά με υπερκινητική διαταραχή, συχνά παρουσιάζουν αναπτυξιακή καθυστέρηση σε διάφορους τομείς, όπως ο λόγος, η γραφή και ο οπτικοκινητικός συντονισμός. Η διαφορική διάγνωση του συνδρόμου της υπερκινητικότητας πρέπει να γίνει καταρχάς από τις αγχώδεις ή καταθλιπτικές διαταραχές. Οι διάχυτες διαταραχές της ανάπτυξης μπορούν να παρουσιάσουν συμπτωματολογία υπερκινητικού συνδρόμου. Διαφοροποιούνται όμως λόγω των χαμηλών νοητικών ικανοτήτων, των δυσκολιών στην κοινωνική επαφή, την παρουσία έντονων προβλημάτων στο λόγο και των στερεοτυπικών συμπεριφορών. Ορισμένα συμπτώματα του υπερκινητικού συνδρόμου μπορούν να παρατηρηθούν σε παιδιά που παρουσιάζουν νοητική καθυστέρηση (μέτρια ή σοβαρή). Αναφέρεται αυξημένη συχνότητα συνύπαρξης τικ και υπερκινητικής διαταραχής.
Πως παρεμβαίνουμε στο σύνδρομο;
Η αντιμετώπιση της διάσπασης προσοχής και υπερκινητικότητας απαιτεί συντονισμένη παρέμβαση σε διάφορους τομείς. Αυτό αφορά την εξατομικευμένη παρέμβαση, την παρέμβαση στο σπίτι , στο σχολείο και στις κοινωνικές δραστηριότητες του παιδιού.
Η εξατομικευμένου παρέμβαση αφορά τη βοήθεια του παιδιού μαθησιακά. Η παρέμβαση αυτή αντιμετωπίζει τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες του κάθε παιδιού.
Η παρέμβαση στο σπίτι με την εφαρμογή κανόνων συμπεριφοράς απλών και κατανοητών βοηθούν τα παιδιά με τη διαταραχή . Το ημερήσιο πρόγραμμα πρέπει να είναι δομημένο έτσι ώστε το παιδί να μπορεί να οργανώσει σωστά το χρόνο του.
Στο σχολείο οι δάσκαλοι πρέπει να ενημερωθούν για τις δυσκολίες του παιδιού και τον τρόπο αντιμετώπισης. Τα τμήματα καλό είναι να είναι ολιγομελή. Το παιδί να κάθεται στα πρώτα θρανία. Να του απευθύνονται απλές ερωτήσεις και να το επιβραβεύουμε κάθε φορά. Ο δάσκαλος να κάνει τις ασχολίες ενδιαφέρουσες και να ενημερώνει το παιδί για τη σειρά που θα ακολουθηθεί στο μάθημα.
Η παρέμβαση πολλές φορές είναι απαραίτητη και στις κοινωνικές συναναστροφές του παιδιού. Χρειάζεται βοήθεια να μάθει να περιμένει τη σειρά του και να ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού μαζί με τα άλλα παιδιά .
Πολλές φορές χρειάζεται να χορηγήσουμε και φάρμακα. Τα φάρμακα αυτά είναι συνήθως διεγερτικά του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ) και μπορούν να βοηθήσουν κάποια προσεκτικά επιλεγμένα παιδιά με τη διαταραχή. Βελτιώνουν την προσοχή και μειώνουν τη φυσική ανησυχία των παιδιών, επηρεάζοντας μέρη του εγκεφάλου τα οποία μας επιτρέπουν να ελέγχουμε πώς να δίνουμε προσοχή στο τι συμβαίνει γύρω μας. Αυτό κάνει το παιδί πιο ικανό στη μάθηση του ελέγχου της σκέψης και της συμπεριφοράς. Το αν θα χορηγήσουμε αγωγή σε ένα παιδί είναι μια σοβαρή υπόθεση και πρέπει να γίνεται με πολλή μεγάλη προσοχή.
Προσοχή στη διατροφή του παιδιού. Τα συντηρητικά, τα χημικά των τροφών και η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης φαίνεται ότι επιδεινώνουν τα συμπτώματα της διαταραχής.
Συμπληρώματα διατροφής και ωμέγα 3 λιπαρά οξέα έχουν χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση παιδιών με τη διαταραχή.
Το σημαντικότερο που χρειάζονται αυτά τα παιδιά είναι κατανόηση, αγάπη και αποδοχή από τους γύρω τους. Όλα αυτά μαζί με την πρώιμη παρέμβαση μπορούν να βοηθήσουν σε μέγιστο βαθμό.
Παιδίατρος: Κοντούλη Καλλιόπη
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.