Το ταξίδι μας με συνταξιδιώτη τον κ. 2Π (Παγκόσμιος Πολίτης) συνεχίζεται… χώρες μακρινές, χώρες διαφορετικές (Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Κένυα, Γκάνα, Τσέτσερε Σιέρα Λεόνε…) Κάθε χώρα ένα μυστικό… μικρό και ταυτόχρονα μεγάλο… τοπικό και συνάμα παγκόσμιο… άνθρωποι διαφορετικοί, άνθρωποι ξεχωριστοί, γλώσσες και συνήθειες διαφορετικές, εμπειρίες μοναδικές… είναι ωραίο να κάνεις φίλους, είναι ωραίο να σε βάζουν οι άλλοι στην παρέα τους. “ΕΓΩ – ΕΜΕΙΣ – ΟΛΟΙ” Όλα τόσο διαφορετικά, όλα τόσο μοναδικά και ξεχωριστά… Όλος ο πλανήτης είναι ένα μικρό χωριό που όλα αλληλοσυνδέονται κι εμείς πολίτες αυτού του κόσμου που πρέπει να βρούμε τη θέση μας, το ρόλος μέσα σ’ αυτόν. “ΑΔΙΚΙΑ – ΠΕΙΝΑ – ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ – ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ -ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ” Τι μπορούμε να κάνουμε γι αυτά;
![]() |
![]() |
Photo slideshow created with Smilebox |
Διαβάσαμε το Παραδοσιακό Παραμύθι Νοτίου Αφρικής με τίτλο: “Ο Τυφλός και ο Κυνηγός”
«Γιατί βλέπει με τα αφτιά του και ακούει με την καρδιά του»…
“Ο Τυφλός και ο Κυνηγός”
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τυφλός που ζούσε με την αδερφή του σε μια καλύβα στο δάσος. Ο τυφλός ήταν πολύ έξυπνος και γνώριζε πολύ περισσότερα πράγματα για τον κόσμο από αυτούς που είχαν αετίσια μάτια. Οι άνθρωποι πήγαιναν να τον συμβουλευτούν και όλα όσα τους έλεγε ήταν πάντα σωστά. Κι όλοι κουνούσαν το κεφάλι τους με έκπληξη και έλεγαν, «τυφλέ πως γίνεται να είσαι τόσο σοφός;». Κι ο τυφλός χαμογελούσε κι έλεγε: «Γιατί βλέπω με τα αφτιά μου και ακούω με την καρδιά μου».
Κάποτε η αδερφή του τυφλού ερωτεύτηκε έναν κυνηγό και σύντομα τον παντρεύτηκε. Ο κυνηγός ήρθε να ζήσει στην καλύβα, αλλά δεν είχε χρόνο για τον αδερφό της γυναίκας του. «Τι αξία έχει ένας άνθρωπος που δεν βλέπει» έλεγε και η γυναίκα του, του απαντούσε: «κι όμως άντρα μου ξέρει περισσότερα για τον κόσμο απ’ αυτούς που βλέπουν».
Ο τυφλός ζητούσε συχνά απ’ τον κυνηγό να τον πάρει μαζί του στο κυνήγι, αλλά εκείνος πάντοτε αρνιόταν. Μια μέρα γύρισε στο σπίτι με κέφια και μεγάλο θήραμα. Είπε τότε στον τυφλό πως την άλλη μέρα θα τον έπαιρνε μαζί του. Ξεκίνησαν την επόμενη, με τα βέλη και τα ακόντια και ο κυνηγός οδηγούσε τον τυφλό από το χέρι. Εκεί που περπατούσαν λέει ο τυφλός… «σςςςς, ένα λιοντάρι, υπάρχει ένα λιοντάρι, αλλά δεν θα μας πειράξει, έχει φάει και κοιμάται βαθιά». Πιο κάτω συνάντησαν το λιοντάρι να κοιμάται και δεν τους πείραξε. Περπάτησαν λίγο ακόμα και ξαφνικά σταματά ο τυφλός, «σςςςς, ένας ελέφαντας, βρίσκεται μέσα σε μια λίμνη κι έτσι δεν θα μας πειράξει». Προχώρησαν και είδαν τον ελέφαντα. «Πως ήξερες για το λιοντάρι και τον ελέφαντα;» ρώτησε ο κυνηγός. «Γιατί βλέπω με τα αφτιά μου και ακούω με την καρδιά μου» απάντησε ο τυφλός.
Έφτασαν μετά από ώρα στο μέρος που θα έβαζαν τις παγίδες. Τις έστησαν και γύρισαν στην καλύβα. Το επόμενο πρωί πήραν το δρόμο για να πάνε στις παγίδες. Ο τυφλός προχωρούσε μόνος και το πόδι του δεν πιάστηκε ούτε σε ένα κλαδί. Μόλις έφτασαν, ο κυνηγός είδε πως στην δική του παγίδα είχε πιαστεί ένα μικρό γκρίζο πουλί ενώ στην παγίδα του τυφλού ένα όμορφο με κόκκινα πράσινα και χρυσαφιά φτερά πουλί. Τότε πήρε το όμορφο πουλί, έδωσε στον τυφλό το μικρό γκρίζο πουλί και πήραν τον δρόμο του γυρισμού.
Περπατούσαν και κάποια στιγμή ο κυνηγός είπε: «Αν είσαι τόσο έξυπνος και βλέπεις με τα αφτιά σου, απάντησε μου σ’ αυτό. Γιατί υπάρχει τόσος θυμός και τόσο μίσος στον κόσμο;» Και ο τυφλός απάντησε: «Γιατί ο κόσμος είναι γεμάτος με ανθρώπους σαν εσένα που παίρνουν ότι δεν τους ανήκει» Και ξαφνικά ο κυνηγός αισθάνθηκε ντροπή, πήρε το μικρό γκρι πουλί και έδωσε στον τυφλό το όμορφο πρασινοκόκκινο χρυσαφί πουλί. «Συγγνώμη» του είπε και συνέχισαν να περπατούν. Τότε ο κυνηγός είπε: «Αν είσαι τόσο έξυπνος και βλέπεις με τα αφτιά σου απάντησε μου στο εξής. Γιατί υπάρχει τόση αγάπη και ευγένεια στον κόσμο;» «Γιατί ο κόσμος είναι γεμάτος με ανθρώπους σαν εσένα, που μαθαίνουν από τα λάθη τους» απάντησε ο τυφλός.
Από εκείνη την ημέρα αν ο κυνηγός άκουγε κάποιον να ρωτά πως γίνεται ο τυφλός να είναι τόσο σοφός, έβαζε το χέρι του γύρω από τους ώμους του τυφλού και έλεγε:
«Γιατί βλέπει με τα αφτιά του και ακούει με την καρδιά του»…