14ο Νηπιαγωγείο Αθηνών – Χριστουγεννιάτικη παράσταση
Ακολουθεί το κείμενο της παράστασης που ανεβάσαμε στο Νηπιαγωγείο μας – Χριστούγεννα 2009
Η ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΊΑ και οι ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
Ένα παραμύθι των αδελφών Κατσιμίχα
http://www.youtube.com/watch?v=X8-SKSfT4qg
Προσαρμογή κειμένου: Μάγδα Παπαδάκη
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια πολιτεία,
Απ’ όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα
Μια πολιτεία όμορφη μα πάντα λυπημένη
Οι άνθρωποι αγέλαστοι κακοί και μουτρωμένοι
Δεν ξέρανε χαμόγελο και αγάπη τι σημαίνει
Της βγήκε και το όνομα: ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΊΑ
Την πολιτεία αυτή διάλεξαν να επισκεφτούν φέτος οι καλικάντζαροι
Μα ποιοι είναι οι καλικάντζαροι;
ΧΑ!!! Οι καλικάντζαροι είναι κάτι μικρά πλασματάκια, γελαστά και χαρούμενα, τρελά και σκανταλιάρικα, που ζούνε στο κέντρο της γης.
Και ποια είναι η μοίρα τους; Όλη τη χρονιά κόβουν το δέντρο της γης!
Όταν έρθουν τα Χριστούγεννα βγαίνουν στη γη και κάνουν χίλιες τρέλες.
Όταν πάλι περάσουν τα Χριστούγεννα, κατεβαίνουν στο κέντρο της Γης αλλά εκεί, ΤΙ ΝΑ ΔΟΥΝ (!!!), ΣΥΜΦΟΡΑ ΤΟΥΣ (!!!) το δέντρο της γης έχει θρέψει!!! Κι άιντε πάλι την πριόνα απ’ την αρχή, κι άιντε πάλι οι «μαύροι»…
Ποιον όμως να βγουν να πειράξουν φέτος οι καλικάντζαροι; Τους βρήκαν όλους μαζεμένους στην Αγέλαστη Πολιτεία
Την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων, πέταξαν τα πριόνια, καβάλησαν τις άσπρες χήνες τους και ξεκίνησαν για τον επάνω κόσμο…
Νύχτα, σκοτάδι, η πράσινη κοιλάδα κάτασπρη απ’ το χιόνι, κάτασπρη και η αγέλαστη πολιτεία. Σε μια πλαγιά, σ’ ένα ξέφωτο του δάσους έκαιγε μεγάλη φωτιά. Πάνω στη φωτιά ένα μαύρο στρογγυλό τσουκάλι, και μέσα στο τσουκάλι έβραζε σιγά σιγά … το μαγικό βοτάνι. Οι καλικάντζαροι κάτι ετοίμαζαν, πήγαιναν ερχόντουσαν, πήγαιναν ερχόντουσαν, και τραγουδούσανε…
Όσο πέρναγε η ώρα, το ξέφωτο γέμιζε καλικάντζαρους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους, έρχονταν συνεχώς καινούριοι πάνω στις άσπρες χήνες τους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους χόρευαν γύρω από τη φωτιά. Κι ο αρχηγός τους, ο Μανδρακούλος, συντόνιζε τη φάση.
Στην αγέλαστη πολιτεία οι άνθρωποι … μακριά νυχτωμένοι! Κανένας δεν πήρε χαμπάρι τους καλικάντζαρους. Μόνο τα παιδιά από τα ανοιχτά παράθυρά τους, είδανε στον ουρανό τις άσπρες χήνες και κατάλαβαν πως κάτι τρέχει. Ανέβηκαν λοιπόν στις άσπρες χήνες και πέταξαν προς το ξέφωτο (ενώ αφηγείται μοιράζει χήνες)
Κι όταν έφτασαν τα παιδιά στο ξέφωτο ο Μανδρακούλος, έδωσε το σύνθημα για το μεγάλο γλέντι! (μόλις το πει μαζεύει χήνες)
Όμως η ώρα περνούσε και το βοτάνι έβραζε. Κάποια στιγμή το ξέφωτο άναψε σαν χρυσάφι. Η ώρα είχε φτάσει. Τότε οι καλικάντζαροι είπαν τα τελευταία μαγικά τους λόγια…
Βοτάνι βοτανάκι εννιά φορές να βράσεις
να γίνεις συννεφάκι στον ουρανό να φτάσεις
Επάνω από την πόλη να πας και να σταθείς
και πριν να ξημερώσει βροχούλα να γενείς
Ένα μαγικό σύννεφο σηκώθηκε από το ξέφωτο και πήγε και στάθηκε πάνω από την πόλη. Και το σύννεφο έγινε πολύχρωμη βροχή, και η βροχή πέρασε μέσα από τα κεραμίδια και τις σκεπές, κύλισε από τους φεγγίτες και τις καμινάδες, τρύπωσε μέσα στα σπίτια και τις κάμαρες, κι έπεσε επάνω στους ανθρώπους, και τους μάγεψε, κι έγιναν γελαστοί, και χαρούμενοι. Ναι! Τα πάνω ήρθαν κάτω! Κι έπιασαν όλοι το χορό! Χαμός στο ίσωμα!!!
Σιγά σιγά άρχισε να ξημερώνει. Οι άνθρωποι, ζαλισμένοι απ’ τον τρελό χορό, έγειραν κι αποκοιμήθηκαν. Οι καλικάντζαροι άρχισαν να μαζεύουν άρον άρον τα πράγματά τους για να φύγουν. Γιατί έτσι και τους πιάνανε… αλίμονό τους!!!
Την άλλη μέρα, χιόνιζε πάνω απ’ τον σιωπηλό κόσμο, χιόνιζε στις καρδιές των μοναχικών ανθρώπων. Στην αγέλαστη πολιτεία οι Άνθρωποι δεν θυμόντουσαν τίποτε. Κάποιοι περαστικοί που τους είχαν δει την προηγούμενη νύχτα να χορεύουν, διέδωσαν πως στην αγέλαστη πολιτεία… κάηκε το πελεκούδι!!!!
Μα δε βαριέσαι, δεν αλλάζουν έτσι εύκολα οι άνθρωποι, δεν αλλάζει σε μια νύχτα ο κόσμος!!!
Εμείς για αυτά δεν είμαστε, τ’ αφτί μας δεν ιδρώνει,
εδώ τσαλίμια και γιορτές και τρέλες δεν σηκώνει.
Οι ξένοι ονειρευτήκανε, και λένε παραμύθια,
κι αν τύχει και τους πιάσουμε, θα κλάψουνε στ’ αλήθεια
Εσύ να πάψεις δάσκαλε και να μην επιμένεις
και στα παιδιά άλλη φορά τραγούδια μη μαθαίνεις.
Εσένα σε επήραμε να μάθεις στα παιδιά μας
να γράφουν να διαβάζουνε να ‘ρθουν στα βήματά μας
κι όχι τραγούδια να τους λες και χαζοπαραμύθια
βοτάνια καλικάντζαρους και τέτοια κολοκύθια!
Αλλά εμείς τους είδαμε ο δάσκαλος δεν φταίει,
ορίστε τον εκάνατε τον άνθρωπο να κλαίει.
Έχουν αφτάρες και μαλλιά και ξέρουν τραγουδάκια,
πετάνε με τις χήνες τους σαν αεροπλανάκι.
Έχουνε κι έναν αρχηγό που μοιάζει σαν μπαούλο,
να ζήσεις Μανδρακούλο μας, να ζήσεις Μανδρακούλο
Κύλισε ο καιρός σιγά σιγά ο καιρός σαν το ροδάνι του μύλου που ποτέ δεν σταματάει, και το περίεργο όνειρο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξαναμίλησε πια για αυτό στην Αγέλαστη Πολιτεία
Όμως που και που τα πρωινά, όταν ο ήλιος έλαμπε ζεστός και τα παιδιά παίζανε στην αυλή του σχολείου, ο γέρο δάσκαλος τα άκουγε ξαφνιασμένος, να τραγουδούν και να χορεύουνε κάτι παράξενα τραγούδια. Κι όποτε εκείνα πιασμένα σε κύκλους τραγουδούσαν, ο ουρανός ψηλά γέμιζε άσπρες χήνες. Χόρευαν και τραγουδούσαν τα παιδιά, κι αντιλαλούσε απ’ τις φωνές όλη η πράσινη κοιλάδα, κι αντιλαλούσε γλυκά απ’ τα γέλια τους όλη… η Αγέλαστη Πολιτεία!!!