Η Βιβλιοθήκη μας σε συνεργασία με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης διοργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα με θέμα τον Κυκλαδικό Πολιτισμό, για μαθητές Γ΄ Δημοτικού, στο χώρο της Βιβλιοθήκης, από την Παρασκευή 7 Μαΐου μέχρι και την Παρασκευή 21 Μαΐου 2010. Την ευθύνη των προγραμμάτων έχει η εκπαιδευτικός κ. Χαρά Χαρχαρίδου.
Ο Κυκλαδικός πολιτισμός άνθισε στα νησιά του κεντρικού Αιγαίου κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης διατηρεί μια από τις σημαντικότερες και πληρέστερες συλλογές κυκλαδικών αρχαιοτήτων στον κόσμο, με αντιπροσωπευτικά δείγματα μαρμάρινων ειδωλίων και αγγείων, χάλκινων όπλων και εργαλείων καθώς και κεραμικής όλων των φάσεων της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου.
Τον όρο «Κυκλαδικός Πολιτισμός» χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας για να περιγράψει την «εικόνα του πανάρχαιου νησιωτικού πολιτισμού» που αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, δηλαδή περίπου μεταξύ του 3.200 π.Χ. και του 2.000 π.Χ.
Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακές εξελίξεις σε ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο: ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, ένταση των θαλάσσιων μεταφορών, εμφάνιση πρώιμων αστικών πυρήνων και σημαντικές αλλαγές στην οικονομία και τη τεχνολογία, σημαντικότερη εκ των οποίων είναι η χρήση μετάλλων, ιδιαίτερα του χαλκού, για την κατασκευή όπλων και εργαλείων. Οι επιπτώσεις των αλλαγών αυτών στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη μπορούν να ανιχνευθούν στις μεταβολές που σημειώθηκαν στην κατανομή και την αρχιτεκτονική των οικισμών, την αγροτική παραγωγή, την κοινωνική οργάνωση, το εμπόριο και τη θρησκεία.
Στις Κυκλάδες ωστόσο, που πρωτοκατοικήθηκαν κατά την ύστερη Νεολιθική εποχή, αυτό που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει την Πρώιμη Χαλκοκρατία (ή αλλιώς Πρωτοκυκλαδική περίοδο) είναι η εντυπωσιακή ανάπτυξη της λιθοτεχνίας και ιδιαίτερα της μαρμαρογλυπτικής. Η κατεργασία του μαρμάρου, που αφθονεί στη Νάξο και την Πάρο, έφθασε σε αξιοζήλευτα επίπεδα δεξιοτεχνίας κατά τη κατασκευή αγγείων και ειδωλίων. Τα λίθινα αγγεία μιμούνται πήλινα πρωτότυπα και χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως ταφικά κτερίσματα, πιθανόν ευκατάστατων νησιωτών. Τα μαρμάρινα ειδώλια, που απεικονίζουν γυναικείες κυρίως μορφές, χαρακτηρίζονται από θαυμαστή λιτότητα και αφαιρετικότητα, που δε συναντάμε ξανά παρά μόνο στην τέχνη του 20ου αιώνα. Ως επί το πλείστον έχουν βρεθεί σε τάφους, αν και πολλά προέρχονται από λαθρανασκαφές και είναι αβέβαιης προέλευσης. Ποια ήταν η σημασία τους; Ήταν απεικονίσεις θεοτήτων ή λατρευτών; Ήταν λατρευτικά αντικείμενα, φυλακτά, τάματα ή απλώς παιχνίδια; Ποτέ δε θα μάθουμε, μια κι οι Κυκλαδίτες δεν άφησαν γραπτές μαρτυρίες. Το μυστήριο που τα περιβάλλει όμως, σε συνδυασμό με την υψηλή αισθητική τους, θα κρατά πάντα ζωντανό το ενδιαφέρον και θα εξάπτει τη φαντασία κοινού και επιστημόνων.