«Ένα βιβλίο σε περιμένει. Βρες το!»
Μάθαμε να παίζουμε και να τραγουδάμε προτού μάθουμε να διαβάζουμε. Στον τόπο μου, εμείς τα παιδιά τραγουδούσαμε αυτό το τραγούδι προτού καταφέρουμε να συλλαβίσουμε. Πιανόμασταν σ’ έναν κύκλο στο δρόμο και οι φωνές μας παράβγαιναν με κείνες των τζιτζικιών, καθώς τραγουδούσαμε ξανά και ξανά για το μικρό καράβι και τον καημό του που ήταν αταξίδευτο.
Καμιά φορά, φτιάχναμε χάρτινα καραβάκια, τα ρίχναμε στους νερόλακκους και τ’ αφήναμε να βουλιάξουν χωρίς ποτέ να φτάσουν στη στεριά.
Έμοιαζα κι εγώ με μικρό καράβι αραγμένο στους δρόμους της γειτονιάς μου. Περνούσα τ’ απογεύματα πάνω σε μια στέγη, κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα, έκανα όνειρα για το μέλλον -χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνω αν έψαχνα στο άπειρο ή μέσα στην καρδιά μου -και φανταζόμουν έναν κόσμο πανέμορφο, που δε γινόταν ακόμα να τον αντικρίσω.
Πίσω από κάτι κουτιά, σε μια αποθήκη του σπιτιού μου, ήταν ένα βιβλίο που ήταν κι αυτό αταξίδευτο, αφού κανείς δεν το είχε διαβάσει. Έτσι, ποτέ δεν του είχα δώσει σημασία, δεν είχα προσέξει καν πως ήταν εκεί. Ένα χάρτινο καραβάκι, κολλημένο στη λάσπη. Ένα μοναχικό βιβλίο, κρυμμένο σ’ ένα ράφι, πίσω από χαρτόκουτα…
Μια μέρα, καθώς έψαχνα κάτι, το χέρι μου άγγιξε τη ράχη του βιβλίου. Αν ήμουν βιβλίο, έτσι θα μιλούσα για κείνη τη στιγμή: «Μια μέρα, το χέρι ενός παιδιού άγγιξε το κάλυμμα μου κι εγώ ένιωσα τα πανιά μου ν’ ανοίγουν, άρχισα να ταξιδεύω!».
Τι έκπληξη, όταν η ματιά μου έπεσε τελικά επάνω του! Ήταν ένα μικρό βιβλίο με κόκκινο κάλυμμα και χρυσά γράμματα. Το άνοιξα με λαχτάρα, λες κι ανακάλυψα ένα σεντούκι με θησαυρό κι ανυπομονούσα να δω τι είχε μέσα. Δεν απογοητεύτηκα. Μόλις άρχισα να το διαβάζω, κατάλαβα πως μου υποσχόταν περιπέτειες. Τα κατορθώματα του ήρωα, οι καλοί και οι κακοί, οι εικόνες με τις φράσεις από κάτω που τις κοίταζα πάλι και πάλι, οι κίνδυνοι, οι εκπλήξεις… όλα με ταξίδευαν σ’ έναν κόσμο άγνωστο και συναρπαστικό.
Έτσι έγινε κι ανακάλυψα πως πίσω από το σπίτι μου ήταν ένα ποτάμι, και πίσω από το ποτάμι μια θάλασσα, και σ’ εκείνη τη θάλασσα ένα καράβι ετοιμαζόταν να σαλπάρει. Το πρώτο εκείνο καράβι το έλεγαν Ισπανιόλα, μα θα μπορούσε να λεγόταν και «Ναυτίλος», «Ροσινάντε», καράβι του Σεβάχτου Θαλασσινού ή Μεγάλο Καράβι του Χάκελμπερι… Όλ’ αυτά, όσο κι αν περνάει ο καιρός, θα βρίσκονται πάντα εκεί, περιμένοντας μια παιδική ματιά, κάποιο παιδί να τα προσέξει, για ν’ ανοίξουνε πανιά και να σαλπάρουν…
Μην περιμένεις άλλο, λοιπόν! Τρέξε και διάλεξε ένα βιβλίο. Διάβασε το και θ’ ανακαλύψεις ότι, όπως ακριβώς λέει εκείνο το τραγούδι που τραγουδούσα όταν ήμουνα παιδί, δεν υπάρχει καράβι, όσο μικρό κι αν είναι, που κάποτε δεν έρχεται ο καιρός να μάθει να ταξιδεύει.
Μετάφραση: Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου