Οσο να ‘ναι, όταν περιμένεις να μιλήσεις με έναν πρίγκιπα, ακόμη κι αν αυτός έχει αποποιηθεί τον ρόλο αυτό και έχει κάνει μια επιτυχημένη καριέρα συγγραφέα κάμποσων ιστορικών μπεστ σέλερ, που έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα στη Γαλλία, νιώθεις κάπως άβολα. Ο ίδιος, όμως, ο Michel de Grece ή πρίγκιπας Μιχαήλ της Ελλάδος, έτσι όπως μας αυτοσυστήθηκε από την άλλη άκρη του τηλεφώνου από το Παρίσι, ως «Μιχαήλ» σκέτο, έγινε αμέσως ένας οικείος συνομιλητής.

Ο λόγος της επικοινωνίας μας ήταν γιατί κυκλοφόρησε στα ελληνικά το μυθιστόρημά του «Ο Βουρβώνος Μαχαραγιάς» (εκδ. Φερενίκη), ένα έργο που βασίζεται σε ιστορικά στοιχεία και δείχνει πώς ένας απόγονος των Βουρβώνων του 16ου αιώνα, έπειτα από πολλές περιπέτειες, κατέληξε στο Μποπάλ της Ινδίας, όπου υπάρχουν ακόμη τα τρισέγγονά του, μακρινοί εξάδελφοι του συγγραφέα, αφού φέρουν το οικογενειακό όνομα της Γαλλίδας μητέρας του, της Φραγκίσκης ντε Γκιζ, αδελφής του Ερρίκου, κόμη των Παρισίων.

Αν και είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τους κορμούς, τα κλαδιά και τα παρακλάδια των παλιών βασιλικών οικογενειών, εν τούτοις ο τρόπος που τα διηγείται ο Michel de Grece (γιος του πρίγκιπα Χριστόφορου, γιου του βασιλιά Γεωργίου Α’) σε κερδίζει αμέσως. Η ικανότητα στη μυθοπλασία είναι το γερό χαρτί του. Δεν είναι τυχαίο πως από τη δεκαετία του ’80 στη Γαλλία τον αποκαλούσαν «συγγραφέα των αεροπορικών μπεστ σέλερ», γιατί δεν υπήρχε επιβάτης αεροπλάνου που να μην είχε μαζί του το μυθιστόρημά του «La nuit du serail» (στα ελληνικά «Μια νύχτα στο σεράι», «Κάκτος»). Είναι αλήθεια πως ξέρει να σε ταξιδεύει.

– Διαβάζοντας τον «Βουρβώνο Μαχαραγιά» είχα την αίσθηση ότι αυτοβιογραφείστε. Πρόκειται για τον γόνο μιας βασιλικής οικογένειας που δεν μεγάλωσε σε παλάτι, αλλά στην κοινωνία ως κοινός θνητός.

«Θα ευχόμουν να είχα την ίδια ζωή. Η δική μου, όμως, ήταν πολύ πιο ταπεινή».

– Βασίζεστε σε υπαρκτά ιστορικά στοιχεία;

«Δεν υπήρχαν πολλά στοιχεία για τη ζωή του. Υπήρχαν μόνο, ενδείξεις και χρειαζόταν πολλή δουλειά για να μπορέσω να καταλάβω ποιος ήταν αυτός ο Βουρβώνος. Είχα ακούσει ότι υπήρχαν κάποιοι Βουρβώνοι στις Ινδίες. Ποιοι όμως ήταν αυτοί, πού ακριβώς βρίσκονταν, δεν ήξερα. Οταν, όμως, προ τριετίας έφτασα στην πόλη του Μποπάλ, με περίμενε μια έκπληξη στο ξενοδοχείο. Μου έδωσαν την Bourbon suite. Πάω λοιπόν στη ρεσεψιόν και ρωτάω: “Μα, γιατί δώσατε αυτό το όνομα;”. Οι Βουρβώνοι είναι μία από τις εξέχουσες οικογένειες της πόλης, μου λένε. “Υπάρχουν ακόμη;”. “Πώς δεν υπάρχουν”. “Μπορώ να τους συναντήσω;”. “Βεβαίως”. Και παίρνει τηλέφωνο κάποιον και του λέει ότι θα ήθελα να τους συναντήσω. Σε μία ώρα βρισκόμουν στο σπίτι τους. Πήγα και τους είπα: “Μήπως είμαστε συγγενείς;”. Με κοιτάζουν, τους κοιτάζω έκπληκτα. Μου είπαν την ιστορία τους, άρχισε μεταξύ μας μια φιλία. Καταπιάστηκα με την ιστορία του προγόνου τους γιατί μου φάνηκε μια καταπληκτική ιστορία».

– Μοιάζουν Ευρωπαίοι, είναι ξανθοί;

«Οχι, είναι μελαχρινοί μικροαστοί, όπως οι κάτοικοι οποιασδήποτε πόλεως της Ινδίας. Η μόνη τους διαφορά είναι ότι είναι καθολικοί. Κι αυτό για μένα ήταν μια ένδειξη ότι πρόκειται για πραγματικούς Βουρβώνους».

– Είστε από τους γαλαζοαίματους που αποποιήθηκαν τη μοίρα των ανθρώπων αυτών που παντρεύονται γόνους άλλων βασιλικών οικογενειών. Σπάσατε την αλυσίδα όταν παντρευτήκατε τη ζωγράφο Μαρίνα Καρέλλα. Τραβήξατε έτσι έναν δρόμο ελευθερίας, όπως περίπου και ο Βουρβώνος Μαχαραγιάς. Είχατε διαβλέψει ότι δεν υπήρχε μέλλον για τις βασιλείες στην εποχή μας;

«Οχι, διόλου. Απλώς ήθελα να κάνω κάτι στη ζωή μου. Βρήκα τη Μαρίνα, τη θαύμαζα γιατί ήταν μια προσωπικότητα, ήταν ήδη γνωστή ως ζωγράφος, μου άρεσε η δουλειά της, την αγάπησα, την παντρεύτηκα. Είπα πως είμαι ο τελευταίος της γραμμής, ένας παραπάνω, ένας παρακάτω δεν παίζει ρόλο, και θα κάνω τη δική μου ζωή. Θα διαλέξω τη δική μου καριέρα. Ηταν πράγματι μια ένδειξη ανεξαρτησίας. Μου φάνηκε φυσικό. Τώρα βλέπω πως έπειτα όλοι έκαναν το ίδιο. Αλλά όταν εγώ το αποφάσισα δεν ήταν καθόλου εύκολο».

– Γιατί;

«Γιατί ο κύκλος μου δεν το δεχόταν. Τελικά όλα πήγαν καλά κι είμαστε όλοι ευτυχείς».

– Κατοικείτε στη Γαλλία…

«Οχι, ζούμε ανάμεσα στη Γαλλία και την Ελλάδα, ταξιδεύουμε πολύ, πάμε συχνά στην Αμερική, όπου είναι μία από τις δύο κόρες μας».

– Ορμητήριό σας, πάντως, δεν είναι η Ελλάδα. Θεωρείτε πως το περιβάλλον δεν είναι φιλικό για πρίγκιπες, ιδίως μετά την αλλαγή του πολιτεύματος;

«Αστειεύεστε (γελάει); Αντιθέτως το βρίσκω ακόμη πιο φιλικό».

– Ποια είναι η ανάμνησή σας από τη ζωή σας στα ελληνικά ανάκτορα;

«Αυτό που θυμάμαι περισσότερο είναι η συμπαθέστατη και ζεστότατη ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στην οικογένειά μας. Πέρασα πολύ ωραία με τον θείο μου τον Παύλο, τη Φρειδερίκη και τα παιδιά».

– Κατοικούσατε στο Τατόι;

«Βεβαίως. Στα δεκατέσσερά μου χρόνια μετά τον θάνατο και της μητέρας μου (σ.σ.: ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν ενός έτους), και αφού δεν είχα πλέον γονείς ούτε αδέλφια ούτε κανέναν, ήρθα στην Ελλάδα και έγινα μέλος της οικογένειάς τους. Ημουν σαν παιδί τους. Πέρασα πάρα πολύ ωραία, ήταν ζεστοί και συμπαθητικοί».

– Τώρα στο Τατόι βρίσκονται συντηρητές και βγάζουν από το ανάκτορο έπιπλα, έργα τέχνης, πολύτιμα και μη αντικείμενα. Αν σας δινόταν η ευκαιρία να δείτε κάτι από αυτά, τι θα θέλατε να ξαναδείτε ως ανάμνηση από τα παιδικά σας χρόνια;

«Πρώτα από όλα δεν μου ανήκει τίποτα από αυτά. Ανήκουν στα εξαδέλφια μου και στο ελληνικό κράτος. Επίσης δεν συνδέομαι με αντικείμενα, αλλά με ανθρώπους».

– Το γεγονός ότι είστε γαλαζοαίματος σας διευκόλυνε στη δουλειά σας;

«Και ναι και όχι. Ναι, διότι είχα άδεια να δω κάποια αρχεία αρκετά δύσκολα και όχι, γιατί στον κύκλο των εκδοτών, των συγγραφέων και των δημοσιογράφων οι πρίγκιπες δεν έχουν την καλύτερη φήμη. Μας θεωρούν αμόρφωτους και ηλίθιους. Στην αρχή έλεγαν πως δεν είμαι σοβαρός και μου πήρε 15-20 χρόνια για να αποδείξω ότι είμαι επαγγελματίας συγγραφέας. Σήμερα ευτυχώς κανείς δεν το αμφισβητεί».

– Σας έχουν χαρακτηρίσει ως «συγγραφέα των αεροπορικών μπεστ σέλερ». Σας κολακεύει ή όχι;

«Μου αρέσει πάρα πολύ!»

– Σας απασχολεί πέραν της ιστορίας του παρελθόντος και η ιστορία του παρόντος;

«Βεβαίως».

– Πώς βλέπετε όσα συμβαίνουν τελευταία στην Ελλάδα;

«Δεν μιλώ ποτέ για πολιτική. Την παρακολουθώ, αλλά αφήνω τα 10 εκατομμύρια Ελλήνων να μιλήσουν γι’ αυτή».*

* Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του Μισέλ Ντε Γκρες «Γυναίκες φαντάσματα», «Ο τελευταίος σουλτάνος» (Λιβάνης), «Η λευκή νύχτα της Αγίας Πετρούπολης», «Κρήτη, η χαμένη Ατλαντίδα», «Η συνωμοσία της Ιωάννας» («Φερενίκη»), το άλμπουμ «Συρία» («Αδάμ») και οι μυθιστορηματικές βιογραφίες «Η Μπουμπουλίνα» («Φερενίκη») και «Λουδοβίκος ΙΔ’. Η άλλη όψη του Ηλιου» («Κάκτος»). Στα γαλλικά μόλις κυκλοφόρησε η κλοπή των Κοσμημάτων του Στέμματος κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Ηταν 9.857 διαμάντια

Της Ν. ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ