*
Είσαι το πύρινο σπαθί που εξαγνίζει, αναίμακτα, πάθη και
Αμαρτίες
κι ο Ερωτας, απρόβλεπτος και θαυμαστός, αγαπημένη ενότητα
όλων των μαρτυρίων,
ορμή χαράς και τρόμων η φλόγινη ρομφαία σου
που, ενώ δεν είδαμε ποτέ, ανακαλούμε
να βγαίνει από τα έγκατα συννεφιασμένου δειλινού
σ’ αυτήν εδώ την εποχή που ‘χει ρημάξει.

Ω σώμα, τ’ ουρανού η αντεκδίκηση,
θραύσμα φωτιάς με βιαιότητα
πάνω απ’ τις πιο αντίξοες γονυκλισίες,
βήμα που πάντοτε αποδράς ή ξαφνικά εισβάλλεις
καθώς αέρας πρωινός που νέμεση αναγγέλλει
πώς κυβερνάς την ώρα αυτή και φαίνεσαι,
και σ’ αντικρύζουμε, και πάλι αθέατο σε νοσταλγούμε
στις βροχερές παλίρροιες, στα χιονισμένα εδάφη, στη λάμψη
όλων των καλοκαιριών,
τώρα που ο κόσμος στέρεψε, μα τ’ άστρα φέγγουν πιο αδρά,
κι ο κάθε πόνος κι οδυρμός κατάντησε ευφροσύνη.

Ποίημα από τη συγκεντρωτική έκδοση
«Στίχοι ενός άλλου», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003