ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΟΝΤΣΕΛΕΖΕ
<…>
Αφησ’, να ζεις, τα πάθη σου, και θες μου τα ξηγήσεις
με άλλην σου ανάπαυσιν τα ‘παθες θες μιλήσεις.
Μόνον ας έρθει ο άνδρας σου ο ακριβός, κυρά μου,
γιατί έναι αυτός τα μάτια μου, ψυχή μου και χαρά μου.
Μα πρώτα θε να διηγηθώ ετούτη την χαρά μου,
κι απόκεις στο παλάτι μου πάγω με τα παιδιά μου?
διατί μου άρχισαν οι χαρές και όλα τα παιχνίδια
οπού ‘δα την Ευγένα μου στα γερατειά μου αφνίδια.
Οι κάμποι λουλουδίζουσι, τα χορταράκια ανθούσι
και τα πουλάκια απ’ τες φωλιές για μένανε μιλούσι.
Τα δένδρη ετρυφεράνασι, οι κάμποι και τα δάση,
οκ της καρδιάς μου την χαράν, οπού την είχα χάσει.
Τώρα ο κόσμος χαίρεται και βούκινα λαλούσι,
μικροί μεγάλοι τραγουδούν, διά την χαράν μιλούσι.
Το κάστρον θέλω να χαρεί, λουμπάρδες να κτυπήσουν
κι όλ’ οι πτωχοί της χώρας μου χαρά πολλή να ποίσουν
κ’ η Ρήγισσά μου μοναχή να χάσει την ζωήν της
με τ’ ολίγον το έχει της, μαζί με την τιμήν της,
διά να πάρουν μάθημα, να ξέρουν να λογιάσουν
τα άδικα φονεύματα να μην μπορούν να σάσουν.
Ελάτε, τα παιδάκια μου, να πηαίνωμεν ομάδι,
γιατί ‘μαι στην απόφασιν να πάγει εις τον Αδη.
<…>
Απόσπασμα από την έκδοση «Τραγωδία ονομαζόμενη Ευγένα του Κυρ Θεόδωρου Μοντσελέζε, 1646»,
παρουσ.: Mario Vitti, φιλ.επιμ.: Giuseppe Spadaro, εκδόσεις Οδυσσέας, 1995