ΑΝΩΝΥΜΟΣ

<…>
Επεσα εις το κρεββάτιν μου και ευθύς απεκοιμήθην,
Και πάλιν εν ονείρω μου τον Ερωταν εθώρουν?
επέτετον και έρχετον μετά πολλού του θράσους
και απέσω εις την κατούνα μου έδραμεν μετά θάρρους?
και άμα το εμπεί με το πτερόν δέρνει με εις το κεφάλιν,
λέγει: «Κοιμάσαι, Λίβιστρε;» και ευθύς εξύπνησέ με.
«Μηδέν λυπήσαι αποτουνύν, μη θλίβεσαι», με λέγει?
«έφθασες, είδες απεδά το κάστρον της Ροδάμνης,
και αποτουνύν εγνώριζε, τώρα από εσέν υπάγω
διά πόθον την παράξενον τον σον να την δοξεύσω?
και ευξού με απάρτι, Λίβιστρε,τίποτα μη λυπάσαι».
Εβγαίνει από την τέντα μου και εχάθην από μέναν,
εξύπνησα εκ το όνειρον και πάλιν ανεζήτουν
μετά μεγάλης ταραχής να εύρω τον Ερωτά μου.
Παρέδραμεν, εξέφυγεν, εμίσσευσεν η νύκτα
πάλιν θωρώ την την αυγήν, {και} ήρξατο να χαράσση,
και πάλιν εκ την τέντα μου πρόσχαρος εσηκώθην,
εβγαίνω εις τους αγούρους μου, περιπατώ εις τους όλους
και πάλιν αφηγούμαι <τους> την ονειροπλεξίαν,
και όλοι: «Χαίρου», μ’ έλεγαν, «τοπάρχα, απετώρα»
<…>

Απόσπασμα από την «Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης», έργο ανωνύμου,
κρ.έκδ.: Παναγιώτης Α. Αγαπητός, εκδόση του ΜΙΕΤ, 2006