Ηταν, ως ποιητής, «ένας αφοσιωμένος της ζωής» σύμφωνα με τα δικά του λόγια. Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος πέθανε χθες στον τόπο όπου γεννήθηκε, τον Πύργο της Ηλείας, σε ηλικία 84 ετών, και τα τελευταία χρόνια είχε αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα με την υγεία του.
Στα γράμματα εμφανίστηκε νωρίς, μόλις το 1943, αλλά η πρώτη του συλλογή εκδόθηκε πολλά χρόνια μετά, το 1971 από τον «Ερμή» κι έκτοτε μας χάριζε κατά διαστήματα τους στίχους του, από τις εκδόσεις «Στιγμή», «Νεφέλη», «Κέδρος». Ποιήματα που χαρακτηρίζονται από τη δραματικότητα της απώλειας. Δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη την τελευταία του ποιητική συλλογή, «Να μη τους ξεχάσω» που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη Δευτέρα από τον «Κέδρο». Είναι ποιήματα που έγραψε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ενώ ήδη η υγεία του ήταν ήδη πολύ εύθραυστη.
Είχε επιλέξει να ζει στην περιφέρεια, εργάστηκε ως λογιστής και γραμματέας σε ιδιωτικούς φορείς. Είχε επιλέξει να ζει μακριά από τους ρυθμούς της πόλης, όχι όμως μακριά από το γίγνεσθαι της λογοτεχνίας. Μετείχε πάντα σε λογοτεχνικά περιοδικά, πολλά ήταν δικές του πρωτοβουλίες, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική, ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και ένας από τους ελάχιστους ποιητές που απήγγελλε με τρόπο μοναδικό τα ποιήματά του.
«Εννοώ πως η ποιητική φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να διηγείται: ξέρει δηλαδή να παίρνει τις σωστές ανάσες της, να μην πνίγεται όταν ψηλώνει, να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει… Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου», έγραφε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, μόλις τον περασμένο Απρίλιο. Και είχε απόλυτο δίκιο. Η απαγγελία του, για όσους είχαν την τύχη να την ακούσουν, περιλαμβάνεται στα πιο ακριβά δώρα.
Στη συλλογή μας συγκαταλέγονται τα έργα του Γιώργη Παυλόπουλου “Το κατώγι” & “Το σακί”
ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ (επιλογή από Το κατώγι)
Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν? ανεβαίνει τη σκάλα
μέσ? στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τάσκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους σύντροφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.