Ανταπόκριση από τη Λιβαδειά

Του Θανάση Θ. Νιάρχου 

image Ακόμη κι αν αγνοούσε κανείς τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη πως «το θαύμα του ανθρώπου κυλάει στις φλέβες του», θα τον ένιωθε να προκύπτει αυθόρμητα μέσα του την περασμένη Κυριακή στη Λιβαδειά. Δεν ήταν μόνο η ξεχειλισμένη με πάνω από 400 ανθρώπους αίθουσα για μιαν εκδήλωση αφιερωμένη στην Κική Δημουλά, μ΄ αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης- αν και είχε γίνει, ήδη, γνωστό πως η ποιήτρια που είχε, στο μεταξύ, ασθενήσει, δεν θα παρευρισκόταν. Ήταν, προπαντός, μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα της ίδιας της πόλης, σε βαθμό που θα έλεγε κανείς πως ανάσαινε φυσιολογικά στον ρυθμό της ποίησης. Μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου μοίραζαν από το πρωί, στους συμπολίτες τους, ποιήματα που είχαν, στο μεταξύ, φωτοτυπηθεί σε εκατοντάδες αντίτυπα, ενώ το Σωματείο Αρτοποιών Λιβαδειάς είχε τυπώσει χαρτοσακούλες με ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού και του Γιώργου Σαραντάρη, ώστε, μαζί με τη φραντζόλα το ψωμί, ν΄ αποκτά κανείς ένα συλλεκτικό τεκμήριο.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως όσο γενναιόδωρος κι αν σταθεί ο χρόνος στην υιοθέτηση της ποίησης ως μιας μεγάλης έμπρακτα ανάγκης, το μέλλον θα έχει μεταβάλει το τεκμήριο αυτό σε κειμήλιο, ενώ η Λιβαδειά θα λογαριάζεται ως μια μπροστάρισσα πολιτεία. Ίσως σε μια ουσιαστικά ακτήμονα, ακόμη και για τον ζάπλουτο, ζωή, η ποίηση να παραμένει η μόνη περιουσία που δεν κινδυνεύεις να τη χάσεις, ενώ φαίνεται να μη σε εκθέτει μπροστά στον θάνατο (όπως γίνεται με κάθε άλλης μορφής περιουσία), αφού μπορεί να σε συνοδεύει, ενδεχόμενα, αν κι έχεις φύγει από τη ζωή. Όσο κι αν φαίνεται να ισχύει το αντίθετο, η ποίηση είναι μια λειτουργία που την αξία της δεν την καταδεικνύουν τόσο τα συντελεσμένα ποιήματα, όσο η ανάγκη να μπορεί να γράφει κανείς ποιήματα χωρίς να ντρέπεται να το ομολογήσει. Αν τα ποιήματα που γράφονται, ή θα γραφούν, είναι μέτρια ή και κακά ακόμη, διαβαστούν ελάχιστα ή καθόλου, η ίδια η ποίηση δεν φαίνεται να θίγεται στο ελάχιστο, ενώ, επιπλέον, το καθαρά ανθρώπινο υπέδαφος έχει γίνει πολύ προσφορότερο ώστε να εκφράσει και να δεχτεί την ποίηση ως μια πράξη που εξευγενίζει την καθημερινότητα.

Το ακόμη σημαντικότερο: Να μη σε προτρέπει κανείς να γράψεις ποιήματα, να πρόκειται για μια διαδικασία που, σχεδόν, συνωμοτικά θα την αντιληφθείς, αφού δεν εκφράζεται απερίφραστα και δεν διαφημίζεται, αλλά τελικά να το επιχειρείς, σημαίνει πως η ζωή γενικότερα δεν κινδυνεύει να χειραγωγηθεί τελεσίδικα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση θα συνέφερε μια εγχώρια ή παγκόσμια εξουσία.

Δεν έχει παρά να αναλογιστεί κανείς πώς παρουσιαζόταν στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και στις επιθεωρήσεις στο θέατρο ο ποιητής, για να αντιληφθεί μια τεράστια αλλαγή που έχει συντελεστεί. Όπως η αλησμόνητη Μελίνα Μερκούρη, αν τύχαινε να πιστώνει με κάτι την παρουσία της στην πολιτική, είναι πως είχε καταφέρει να μεταβάλλει τον πολιτισμό και το θέατρο σε πρωτοσέλιδο θέμα, στη Λιβαδειά εισέπραττε κανείς κάτι αντίστοιχο σε σχέση με την ποίηση. Όπως έβλεπες να συρρέουν παιδιά, νέοι, ώριμοι, ηλικιωμένοι, με πρόσωπα ευγνώμονα σε μια εκδήλωση για μια κάτι περισσότερο πλέον από δημοφιλή ποιήτρια, ένιωθες το πανάρχαιο ζητούμενο να κυριαρχήσει η ποίηση στη ζωή, να υλοποιείται σε μια απάνεμη κώχη της ελληνικής ενδοχώρας. Αν στις κυρίες Πόπη Αδαμάκη, Γιάννα Αισώπου, αλλά και τόσες άλλες, όπως και στον κύριο Λεωνίδα Διαμαντή νιώθεις την ανάγκη να τους απευθύνεις ένα επιπλέον «ευχαριστώ», είναι γιατί απέδειξαν πως αν υπάρχει κάτι που μπορεί να ισορροπήσει ή και να εξοντώσει τον εφιάλτη της οικονομικής κρίσης, είναι μόνον η ποίηση.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη»

Αφήστε μια απάντηση