Πρόσφατα σχόλια

visitors – επισκέπτες

Flag Counter

Αρχεία για ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΚΑΛΟΥΜΠΑ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

8 Φεβρουαρίου 2023 από και με ετικέτα , , , ,

XARTAETI 1

Ευχαριστώ πολύ τη συντακτική επιτροπή του ηλεκτρονικού φιλολογικού περιοδικού Fractal για τη δημοσίευση του διηγήματός μου “Καλούμπα” στο τεύχος 108. Μπορείτε να το διαβάσετε στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://www.fractalart.gr/kaloympa/

 

ΚΑΛΟΥΜΠΑ (του Βασίλη Γεργατσούλη)

Οι εφιάλτες ρημάζουν τον ύπνο μου τα βράδια. Το συζήτησα με την παρέα μου στο καφενείο και ένας καλός φίλος με συμβούλεψε να πάρω μια μακριά καλούμπα, να την ξετυλίγω και να την τυλίγω όλη τη νύχτα. Είπε πως αυτό βοηθά και πως ο ίδιος εφαρμόζοντας αυτό το τέχνασμα απαλλάχθηκε απ’ τους δικούς του εφιάλτες.

Αμέσως έτρεξα σ’ ένα μαγαζί και αγόρασα ένα νήμα μήκους τριών χιλιομέτρων. Μονοκόμματο. Ήταν τυλιγμένο σε μια μεγάλη ξύλινη κουβαρίστρα. Ο υπάλληλος που μου το πούλησε με διαβεβαίωσε πως είναι πολύ γερό και κατάλληλο για κάθε χρήση. Αυτό το… «κατάλληλο για κάθε χρήση» μ’ έκανε να νιώσω μια σιγουριά πως μ’ αυτό το νήμα θα έλυνα και το δικό μου πρόβλημα.

Όταν νύχτωσε και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, άρχισα να ξετυλίγω την καλούμπα. Στις δυο μετά τα μεσάνυχτα είχα ξετυλίξει όλο το καρούλι. Το στρώμα μου γέμισε κλωστή, τούφες-τούφες. Μετά άρχισα να τυλίγω πάλι με μεγάλη τάξη και νοικοκυροσύνη. Όμως το νήμα είχε μπλεχτεί σε πολλά σημεία κι εγώ άρχισα να λύνω κόμπους και να τυλίγω… και να λύνω κόμπους και να τυλίγω… Ήταν μια πολύ βαρετή εργασία, έπληττα αφόρητα, νύσταζα, χασμουριόμουν κι αγωνιζόμουν να αποδιώξω τον ύπνο και να μην ενδώσω στα ύπουλα κανακέματά του. Είχα αποφασίσει να εκτελέσω όσο πιο πιστά γίνεται τις οδηγίες του φίλου μου, γιατί για να πετύχει μια συνταγή λένε πως πρέπει να εφαρμόζεται κατά γράμμα. Κάποια στιγμή αχνόφεξε στο βάθος η ανατολή και λίγη ώρα αργότερα έσκασε το πρώτο του χαμόγελο ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό. Η κουβαρίστρα μου ήταν επιτέλους ακέραια.

Εγώ δεν είχα κοιμηθεί καθόλου όλη τη νύχτα. Έτσι οι εφιάλτες δε με επισκέφθηκαν. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου. Ένιωθα άρρωστος, ζαλιζόμουν και είχα φοβερό πονοκέφαλο.

Στις εννιά το πρωί μού τηλεφώνησε ο φίλος και με ρώτησε αν εφάρμοσα το τέχνασμά του κι αν το βρήκα αποτελεσματικό.

-Ναι, βέβαια! του είπα. Ακολούθησα τις οδηγίες σου, όπως ακριβώς μου τις είπες, έμεινα όλη τη νύχτα άυπνος ξετυλίγοντας και τυλίγοντας το νήμα και ο εφιάλτης μου ούτε που φάνηκε.

Και συνέχισα:

-Το απόγευμα που θα έρθω στο καφενείο θα σου φέρω την καλούμπα, δώρο στον γιο σου, για να πετάξει τον χαρταετό του την Καθαρά Δευτέρα. Εγώ δε θα την ξαναχρησιμοποιήσω.

Μετά απ’ αυτή τη νυχτερινή ταλαιπωρία, κατάλαβα πως το να ξετυλίγεις και να τυλίγεις άσκοπα μια κλωστή όλη τη νύχτα είναι χειρότερος εφιάλτης απ’ τους εφιάλτες που επιθυμούσα να θεραπεύσω!

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

“ΚΑΙΡΟΙ ΣΚΕΦΤΙΚΟΙ” (βιβλίο με ποίηση χαϊκού)

2 Οκτωβρίου 2024 από και με ετικέτα ,

page1.nnn

Το ιστολόγιο “εκπαιδευτικό βήμα” δημοσίευσε ολόκληρο το βιβλίο μου “Καιροί σκεφτικοί” με 85 ποιήματα χαϊκού. Ευχαριστώ τον υπεύθυνο συντάκτη για την τιμή που μου έκανε.  Μπορείτε να το διαβάστετε στον σύνδεσμο:

https://ekpaideutikovima.blogspot.com/2024/07/84.html#more

 

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

“Η θέση”, διήγημά μου στο περιοδικό Χάρτης

2 Σεπτεμβρίου 2024 από και με ετικέτα , , ,

Gerghatsoulis 69
Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό “Χάρτης” (τεύχος 69, Σεπτέμβριος 2024) το διήγημά μου “Η θέση”. Ευχαριστώ πολύ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού. Διαβάστε το στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
 Η ΘΕΣΗ (Διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη)

― Το εισιτήριό σας, παρακαλώ!

Ο ελεγκτής με την άψογα σιδερωμένη ναυτική στολή στεκόταν από πάνω μου και με σκουντούσε, σαν θυμωμένος, να ξυπνήσω. Εγώ άνοιξα τα μάτια και τον κοίταξα σαστισμένος. Αμήχανα έφερα το χέρι στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου, έβγαλα και του έδωσα ένα χαρτί.
Εκείνος κοιτούσε διερευνητικά μια το εισιτήριό μου και μια εμένα, σαν να μας ξεψάχνιζε και τους δυο.

― Ήρθατε σε λάθος θέση! μου είπε στο τέλος αυστηρά. Επιπλέον, στο σαλόνι της πρώτης θέσης δεν επιτρέπεται να κοιμάστε. Κατεβάστε τα πόδια σας αμέσως απ’ τον καναπέ και ακολουθήστε με. Θα σας οδηγήσω στη θέση που αναγράφει το εισιτήριό σας, εκεί που ανήκετε!

Σκέφτηκα να του πω ότι τα χίλια τετρακόσια ευρώ που είχα πληρώσει γι’ αυτή την κρουαζιέρα ήταν οι οικονομίες μου δυο ολόκληρων ετών και δεν είναι ευγενικό να μου φέρεται έτσι. Επιπλέον, εγώ δε γνωρίζω να ανήκω πουθενά και γι’ αυτό με ξένισε που είπε πως θα με οδηγήσει και θα με αποθέσει εκεί που ανήκω. Μα δεν είπα λέξη. Ως χαρακτήρας είμαι απ’ τη φύση μου ντροπαλός και δειλός. Σηκώθηκα απ’ τον καναπέ, φορτώθηκα στον ώμο το σακίδιό μου και τον ακολούθησα βαρύθυμος.
Βγήκαμε μαζί απ’ το σαλόνι της πρώτης θέσης. Εκείνος μπροστά, εγώ πίσω, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε μια γυριστή σκάλα. Τα πατήματά της ήταν καλυμμένα με μια παχιά κόκκινη μοκέτα και ψηλότερα έτρεχε στην ίδια διαδρομή μια γυαλιστερή ανοξείδωτη κουπαστή. Υπέθεσα πως ο ελεγκτής θα με οδηγούσε δύο επίπεδα πιο κάτω, όπου υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα με καθίσματα λεωφορείου, κατάμεστη από κόσμο, που έζεχνε απ’ τη βρόμα. Όμως γελάστηκα, γιατί εκείνος συνέχισε να κατεβαίνει.
Φτάσαμε στο αμπάρι του πλοίου, με τα δεκάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ο ελεγκτής δε σταμάτησε ούτε εδώ. Συνέχισε παρακάτω. Τον ακολούθησα έκπληκτος, γιατί δε φαντάστηκα πως υπήρχε και άλλο επίπεδο χαμηλότερα. Διασχίσαμε μαζί τα ύφαλα του πλοίου. Η σκάλα έμοιαζε ατέλειωτη. Τα σκαλοπάτια εδώ ήταν από σαρακοφαγωμένο φτηνό ξύλο, ενώ η κουπαστή ήταν από φτηνό σίδερο, ξεβαμμένο, φθαρμένο, γεμάτο σκουριές. Το τοίχωμα του κλιμακοστασίου ήταν από παχύ διάφανο γυαλί. Τα βαθυγάλαζα νερά μαστίγωναν το γυαλί με επαναλαμβανόμενους υπόκωφους παφλασμούς. Ένα κοπάδι μεγάλα ασημένια ψάρια πέρασε δίπλα μας και χάθηκε στο βάθος.
Έκανα να διαμαρτυρηθώ, να ρωτήσω τον ελεγκτή πού με πάει επιτέλους. Εκείνος με κοίταξε αυστηρά και μου έγνεψε να μη βγάλω μιλιά, αλλά να συνεχίσω να τον ακολουθώ.
Κάποια στιγμή η σκάλα ακούμπησε στον πυθμένα της θάλασσας.

― Εδώ! μου είπε κοφτά ο ελεγκτής.

Για μια ακόμα φορά δε μου επέτρεψε να μιλήσω. Με κάθισε –με πέταξε σχεδόν– πάνω στα φύκια του βυθού, ενώ εκείνος άρχισε ν’ ανεβαίνει βιαστικά τη σκάλα. Μαζί του υψωνόταν και το γυάλινο περίβλημα του κλιμακοστασίου, ώσπου χάθηκε τελείως απ’ το οπτικό μου πεδίο.
Είχα μείνει κατάμονος στον βυθό. Άκουγα τον θόρυβο απ’ τις μηχανές του καραβιού που ξεμάκραινε… και ξεμάκραινε… Τότε μόνο τόλμησα και ύψωσα τη φωνή μου για να διαμαρτυρηθώ.

―Ως επιβάτης που είμαι έχω δικαιώματα, δεν αξίζω τέτοια κακομεταχείριση! Πλήρωσα γι’ αυτό το ταξίδι χίλια τετρακόσια ευρώ, οικονομίες δυο ολόκληρων χρόνων! Πώς είναι δυνατόν να μου φέρεστε τόσο σκληρά και άπονα;
Όσο δυνατότερα φώναζα, τόσο περισσότερο αλμυρό θαλασσινό νερό έμπαινε με ορμή και γέμιζε το στόμα μου. Πνίγηκα κι άρχισα να βήχω δυνατά, άγρια, χωρίς σταματημό.

―Χάλια είσαι! είπε η μάνα μου. Ψήνεσαι στον πυρετό και βήχεις πολύ άσχημα. Και ήθελες να ταξιδέψεις… Αν δε γίνεις τελείως καλά, δε θα σ’ αφήσω να πας πουθενά. Έχω καλέσει γιατρό. Από στιγμή σε στιγμή θα έρθει εδώ στο σπίτι να σε εξετάσει.
Άνοιξα με δυσκολία τα μάτια μου και την είδα κοντά μου, να κάθεται σε μια καρέκλα, πάνω σε βράχια γεμάτα από φύκια, σφουγγάρια, χοχλιούς και αχινούς. Μπροστά και πίσω της περιφέρονταν σπάροι, χάνοι, γόπες και σάλπες.

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

Δυο ποιήματά μου (και στα γαλλικά) στο Homo Universalis

2 Σεπτεμβρίου 2024 από και με ετικέτα , ,

χ60
Η κυρία Παρασκευή Μόλαρη με ιδιαίτερη ευαισθησία και επαγγελματισμό μετέφρασε στη γαλλική γλώσσα δυο ποιήματά μου: “Των λέξεων η μνήμη” & “Το πανηγύρι της γραφής”. Μπορείτε να τα διαβάσετε στο πολύ καλό λογοτεχνικό ιστολόγιο HOMO UNIVERSALIS της κυρίας Γεωργίας Κοτσόβολου. Το φωτογραφικό υλικό είναι από τον κύριο Νίκο Μανωλίδη. Τους ευχαριστώ όλους.

https://homouniversalisgr.blogspot.com/2024/08/t.html?spref=fb&fbclid=IwY2xjawFCj5hleHRuA2FlbQIxMQABHYDtD0aseVT8YUWS7givmC9I-nRw4CTjW_1Mkc-_erH8ESpxvZ6j43Y3oQ_aem_4KSo-fUqRrE_hZB9mJtVXQ

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

“Των λέξεων η μνήμη” & “Το πανηγύρι της γραφής” Tου Βασίλη Γεργατσούλη

21 Μαΐου 2024 από και με ετικέτα , ,

Δυο ποιήματά μου δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό Fractal, τεύχος 173 (21/05/2024). Ευχαριστώ πολύ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού για την τιμή που μου κάνουν, καθώς στο περιοδικό τους φιλοξενούν συχνά κείμενά μου. Διαβάστε τα στον σύνδεσμο που ακολουθεί.

Δυο ποιήματα: “Των λέξεων η μνήμη” & “Το πανηγύρι της γραφής”

Των λέξεων η μνήμη

 

Κάθε φορά που γράφω ένα ποίημα

σκοντάφτω σταθερά στων λέξεων τη μνήμη.

Τι με κοιτάς περίεργα; Δεν ξέρεις

πως κάθε λέξη κουβαλά βαριά φορτία,

τα αγκωνάρια της προϊστορίας της;

Θαρρείς πως είναι η οπτική ενός τρελού,

μα εγώ συνήθισα να ψηλαφίζω τα σημάδια

που άφησαν στο σώμα τους

τα τόσα χείλη που τις πρόφεραν

που χάρηκαν με αυτές, που γέλασαν

πόνεσαν, έκλαψαν, ταξίδεψαν…

Δεν ξέρω πως απόκτησα το χάρισμα,

όμως μπορώ και διακρίνω

νοήματα και ερμηνείες που φορτώθηκαν

σε ένα ατέλειωτο ταξίδι πάρε–δώσε,

από τα χείλη στην ψυχή και πάλι πίσω.

Νιώθω και βλέπω ακόμα στα κορμιά τους

τις χαρακιές, τους μώλωπες και τις ουλές

απ’ τους βασανισμούς που τόσοι αδαείς

αλλά και τόσοι φαμφαρόνοι ποιητές τις πέρασαν.

Γι’ αυτό κάθε φορά που γράφω ένα ποίημα

σκοντάφτει η πένα μου –όλο το είναι μου σκοντάφτει–

στων λέξεων τη μνήμη

και τις ακούω τακτικά να μου ζητούν

–καθόλου παρακαλετά, μα με αξιοπρέπεια–

να τις αγγίζω απαλά και τρυφερά, καθώς τους πρέπει

με σεβασμό και με λεπτότητα, που τους αξίζει.

 

 

Το πανηγύρι της γραφής

 

Ρωτάς

πού βρίσκω όρεξη και γράφω.

 

Είναι που μέσα μου χαράχτηκαν

παλαιικά «λόγια φτερωτά»

του Ομήρου και του Ησιόδου.

Είναι που εκεί

στον φράχτη της ψυχής μου κούρνιασαν

άλλα «φτερωτά»…

θρύλοι και παραμύθια των γιαγιάδων

που άγραφα αιώνες τρύπωναν

στ’ αφτιά και στις καρδιές παιδιών.

Είμαι κι εγώ αιώνια παιδί

και τα λαχτάρησα.

 

Είναι που στις αποσκευές μου

χρόνια τώρα κουβαλώ

τα εύθυμα τραγούδια του νερού των ρυακιών

κάτω από θεόρατα πλατάνια.

Εκείνα τα τραγούδια

που ξεστομίζει το νερό

την ώρα που παλεύει υπομονετικά

τις πεισματάρες ποταμόπετρες να ημερέψει

και να λαξέψει πάνω στ’ άγριο δέρμα τους

χίλιες νερένιες διάφανες μορφές

και αγκομαχά στη θάλασσα να βγει.

 

Είναι που ακούω μες στα αφτιά μου

τώρα ακόμα

των παιδικών μου χρόνων τα τζιτζίκια

όλο τον κόσμο να χαλούν

και να μου φανερώνουν

με το ατέλειωτο κζι-κζι τους

τ’ άρρητα μυστικά τ’ αέναου καλοκαιριού.

 

Είναι που νιώθω ακόμα

στην άκρη εκεί της γλώσσας μου, το αλάτι

απ’ της Αχάτας τ’ άπατα νερά

με την αλμύρα του να μου αποκαλύπτει

τερτίπια χταποδιών

τραγούδια φώκιας.

Να μου θυμίζει τους κοφτούς μονόλογους

που απαγγέλλει ο άνεμος ανεβασμένος

πάνω στου κύματος τη ράχη την παλλόμενη.

Κι άλλοτε πάλι να μου φανερώνει

του βυθού ήρεμους διαλογισμούς

ώρα μεσημεριού που νανουρίζονται τα ψάρια

και ησυχάζουν.

 

Είναι και τα όνειρά μου, που φορούν ακόμα

το ίδιο κοντό παντελονάκι

των παιδικών τους χρόνων

και φέρνουν δέκα βόλτες το χωριό με τα κυλίντρια τους

θορυβώδη, ακάματα και γελαστά

μες στο καταμεσήμερο που όλοι κοιμούνται.

Ας τα μαλώνει η γειτονιά,

αυτά δε σκιάζονται.

Και τρέχουν, όλο τρέχουν

και αρνούνται να γεράσουνε μαζί μου.

 

Είναι που μια φωνή

–ποιου στόματος δεν ξέρω–

με προστάζει

να βάλω στο χαρτί όλα τούτα

να τα κληροδοτήσω σ’ άλλους

για να μη χαθούν.

Για να κρατήσει αιώνια το πανηγύρι της γραφής.

 

Αυτά όλα με κρατάνε σε επαγρύπνηση

και γράφω.

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

“Ακίνητα και σιωπηλά” & “Αφιονισμένο” Δυο μικροδιηγήματα

14 Μαΐου 2024 από και με ετικέτα , , ,

Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού Fractal για τη δημοσίευση στο τεύχος 172 (14-05-2024) Δύο μικροδιηγημάτων μου: “Ακίνητα και σιωπηλά” & “Αφιονισμένο”. Διαβάστε τα στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

Δύο μικροδιηγήματα

Ακίνητα και σιωπηλά

Ξαφνικά, την ώρα που με νανουρίζει γλυκά ο Μορφέας κι ενώ έχω χαλαρώσει, ακούω τις βαριές λαχανιασμένες ανάσες τους. Μέσα στη βαθιά ησυχία της νύχτας ακούγονται ολοκάθαρα. Ταράζομαι και χάνω κάθε διάθεση για ύπνο. Με σβηστό το φως ανακάθομαι στο κρεβάτι μου και ερευνώ προσεκτικά το δωμάτιο προσπαθώντας να τα εντοπίσω μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Δεν μπορώ να διακρίνω τον όγκο και το σχήμα τους, μα ξέρω καλά πως βρίσκονται εδώ και πως με κοιτούν επίμονα, γιατί βλέπω τα μάτια τους που γυαλίζουν σαν της γάτας. Ακούω και τις ψιθυριστές φωνές τους, που ρωτούν το ένα τ’ άλλο για μένα, ποιος είμαι και τι γυρεύω εδώ. Παριστάνουν πως δεν ξέρουν πως αυτό το σπίτι μού ανήκει και πως το κατέχω με πλήρη και αποκλειστική κυριότητα. Διαθέτω σχετικούς τίτλους ιδιοκτησίας και συμβόλαια που αποδεικνύουν πως βρίσκομαι νόμιμα εδώ.

Θέλοντας να τα αιφνιδιάσω, σηκώνω αστραπιαία το χέρι μου, πατώ γρήγορα-γρήγορα τον διακόπτη στον τοίχο και ανάβω το φως. Μα εκείνα, σαν συνεννοημένα, σφαλίζουν όλα μαζί, ταυτόχρονα, τα μάτια τους, τόσο πεισματικά και πειστικά, σαν να μην είχαν ποτέ μάτια. Μένουν τελείως ακίνητα και σιωπηλά, για να με κάνουν να πιστέψω πως είναι άψυχα αντικείμενα, άκακα και αθώα. Αυτό το επαναλαμβάνουν συστηματικά κάθε βράδυ. Μα εγώ, που είμαι αρκούντως ευφυής και υποψιασμένος, δεν ξεγελιέμαι. Ξέρω πόσο ύπουλα είναι. Το κρεβάτι μου –ιδίως αυτό– είναι πολύ μα πολύ αιμοβόρικο. Είναι το πιο επικίνδυνο. Έχει τα μεγαλύτερα και τα πιο γουρλωτά μάτια απ’ όλα τα έπιπλα του υπνοδωματίου μου.

 

Αφιονισμένο

Σαν να το φοβέρισε ένα δηλητηριώδες φίδι –εγώ, όσο κι αν έψαξα, δεν εντόπισα πουθενά φίδι–, σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και χλιμίντρισε τρομαγμένο. Τινάχτηκε βίαια για να ξεφορτωθεί τον αναβάτη του, δηλαδή εμένα. Εγώ έγειρα μπροστά και πίσω∙ λίγο έλειψε να πέσω, μα την τελευταία στιγμή κατάφερα και κρατήθηκα στη ράχη του. Μετά άρχισε να καλπάζει σαν αφιονισμένο, ρίχνοντάς με μια στα δεξιά και μια στα αριστερά.

Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινα ένα σχοινί, κάτι σαν χαλινάρι. Το άρπαξα και το τράβηξα δυνατά. Εκείνο τότε φρέναρε απότομα, σήκωσε ψηλά τα μπροστινά του πόδια, χλιμίντρισε μια ακόμα φορά, ξεφύσησε δυνατά, έκανε σαν χαμένο τρεις βόλτες γύρω απ’ τον άξονά του και, εντέλει, ακινητοποιήθηκε δαμασμένο.

Εγώ ξεπέζεψα βιαστικά. Ήμουν πολύ αναστατωμένος. Φόρεσα πάνω απ’ τις πιτζάμες μου ένα παλτό μακρύ, που έφτανε ως τους αστραγάλους μου, έβαλα τα παπούτσια μου και βγήκα στην κρύα νύχτα να περπατήσω, ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα και να γαληνέψω την ψυχή μου.

Την ώρα που άφηνα το δωμάτιό μου, γύρισα προς τα πίσω και το κοίταξα για μια επιπλέον φορά. Φαινόταν εξουθενωμένο, ανάσαινε ακόμα βαριά, λαχανιασμένα. Ήξερα πως όταν θα επέστρεφα, θα το έβρισκα να κοιμάται ήσυχο, ασάλευτο, με το σεντόνι, την κουβέρτα και τα μαξιλάρια στρωμένα πάνω του, χωρίς να θυμάται καθόλου τ’ αποψινά καμώματά του.

Δεν είναι η πρώτη φορά, εξάλλου, που φέρεται έτσι αλλοπρόσαλλα και απαίσια το κρεβάτι μου. Έχω διαπιστώσει πως είναι πολύ άστατο και επιπόλαιο έπιπλο. Γι’ αυτό δεν το έχω καθόλου σε υπόληψη και δεν το κατατάσσω στα έπιπλα εμπιστοσύνης. Ποιος ξέρει τι εφιάλτες το βασανίζουν τις νύχτες και τρελαίνεται… και δε βρίσκει αναπαμό ούτε στον ύπνο του.

Έτσι αφιονισμένο που είναι, άντε εγώ να βρω τα βράδια ησυχία για να μπορέσω να κοιμηθώ πάνω στη ράχη του!

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

Ασυμφωνία χαρακτήρων (μικροδιήγημα)

20 Απριλίου 2024 από και με ετικέτα , , , , ,

gergatsoulisbasilis asymfoniacharaktiron eikona 01

Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Πλανόδιον – Ιστορίες Μπονζάι το διήγημά μου “Ασυμφωνία χαρακτήρων” (18/04/2024)

Ασυμφωνία χαρακτήρων

Μικροδιήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

 

Σήμερα το πρωί ξύπνησα πεθαμένος.

Η γυναίκα μου δε με πιστεύει που λέω πως ξύπνησα.

Εγώ δεν την πιστεύω που λέει πως πέθανα.

Πενήντα χρόνια παντρεμένοι, ποτέ δε συμφωνήσαμε. Το πείσμα της θα με πεθάνει!

Κάλεσε το γραφείο τελετών και δε με άφησε να πάω στη δουλειά. Είπε να μείνω ακίνητος στο κρεβάτι, όπως οφείλει να κάνει κάθε σωστός πεθαμένος.

Ελπίζω όταν θα έρθουν οι νεκροθάφτες εδώ να ξεκαθαριστεί το θέμα. Μα ανησυχώ αν θα είναι αντικειμενικοί. Φοβάμαι πως στο τέλος θα με θάψουν.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου (διήγημα του Β. Γεργατσούλη)

20 Απριλίου 2024 από και με ετικέτα , , , ,

ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

Το διήγημά μου “Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου” δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο “Ελευθέριες Τέχνες” (εκδόσεις Διάνοια), Απρίλιος 2024, Επιμέλεια του Έρωτα το Κόκκινο & Νόρα Ξένου, σελ. 62-65.

 

Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου

Διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

 

Ήταν Ιούλης του 1995, μέρα ηλιόλουστη. Σηκώθηκα αχάραγα να καθαρίσω και να στολίσω το σπίτι, να σκουπίσω την αυλή, να μαγειρέψω. Ο αδερφός μου αγαπούσε το βυζάντι στον παραδοσιακό φούρνο. Έτσι λέμε στην Κάρπαθο το ψητό κατσίκι που μαγειρεύουμε συνήθως το Πάσχα, γεμιστό με πιλάφι, συκωτάκια, κρεμμύδι, σκόρδο, σάλτσα, αλατοπίπερο και μυρωδικά. Και χοντροκομμένες πατάτες. Είχα απ’ τα χαράματα κάψει τον φούρνο και είχα βάλει μέσα το ταψί. Είχα καλύψει το κρέας με δροσερά φύλλα λεμονιάς να μοσχομυρίζει.

Πενήντα χρόνια είχα να δω τον αδελφό μου. Ο Μανόλης με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική, ν’ αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Τον ίδιο δρόμο είχαν πάρει πολλοί συγχωριανοί. Ήταν φτωχός ο τόπος μας, τον είχε ρημάξει κι ο πόλεμος. Μια ανάγκη ήταν το φευγιό. Πολλοί μετανάστες άφησαν τα κόκαλά τους στην ξένη γη. Άλλοι επέστρεφαν σακάτηδες και γέροι.

Έτσι κι ο αδερφός μου μετά από πενήντα χρόνια έκαμε απόφαση να επισκεφθεί το νησί του για ένα μήνα. Παλικαράκι είκοσι χρονών έφυγε, εβδομηντάρης γυρνούσε. Αυτά τα χρόνια επικοινωνούσαμε με γράμματα. Τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του τα ήξερα μόνο από φωτογραφίες. Η γυναίκα του ήταν συγχωριανή. Παντρεύτηκαν στην Αμερική.

Στο τελευταίο γράμμα μού έγραφε ότι λαχταρούσε να βρεθεί στα γνωστά λημέρια των παιδικών του χρόνων και να ξαναδεί το πατρικό μας σπίτι. Αυτό το σπίτι το κληρονόμησα εγώ, ως πρωτοκόρη, σύμφωνα με το έθιμο του νησιού μας. Πόσες αναμνήσεις έχει ο αδερφός μου εδώ!

Ο Μανόλης ήταν ο πιο ατίθασος απ’ όλα τα αδέρφια. Ο πιο τρελός. Ήμασταν δυο κορίτσια και πέντε αγόρια. Στα παιδικά μας χρόνια εμείς δεν είχαμε γνωρίσει Ελλάδα. Τα νησιά μας το 1912 τα κατάκτησαν οι Ιταλοί. Με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί στα 1943, ήρθαν οι Γερμανοί. Πιο άγριοι αυτοί, πιο αιμοβόροι. Ο Μανόλης έφυγε για την Αμερική στα 1946, με το τέλος του Πολέμου. Δεν ήταν εδώ να γιορτάσει την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.

Σας έλεγα πως ο Μανόλης «δεν άκουγε τιμονιού». Οι συμβουλές των γονέων μας έπεφταν στο κενό. Όλο με όπλα καταπιανόταν. Είχε τον τρόπο και τα έβρισκε. Μέσα στον μεγάλο κήπο μας έκρυβε πιστόλια, χειροβομβίδες, μπαγιονέτες, κράνη… Ο πατέρας τον μάλωνε, του έλεγε πως θα έβρισκε μια μέρα τον μπελά του και θα κατέστρεφε κι εμάς.

Η μάνα ανέθεσε σε μένα, ως πιο μεγάλη και πιο μυαλωμένη, ν’ ανακαλύψω πού έκρυβε τα όπλα. Τον παρακολούθησα. Πρόσεξα πως σκαρφάλωνε σαν αίλουρος συχνά στην πανύψηλη καρυδιά του κήπου. Ενημέρωσα τη μάνα. Ο πατέρας έστησε μια σκάλα και ανέβηκε. Σε μια κουφάλα του δέντρου βρήκε δυο περίστροφα και τρεις χειροβομβίδες. Οι κατακτητές είχαν βγάλει ανακοίνωση να παραδοθεί κάθε οπλισμός. Αν τα έβρισκαν κρυμμένα, κινδύνευε ο κάτοχός τους. Πήγαμε στο διοικητήριο και τα δώσαμε στους Γερμανούς. Είπαμε να γράψουν στα τετράδιά τους ότι τα παραδίνει ο Μανόλης μας. Αυτό τον έσωσε αργότερα.

Όταν ο αδερφός μου έμαθε πως μέρος του οπλισμού του είχε δοθεί στους κατακτητές, θύμωσε, φώναξε… Μα είχε κι άλλα. Δεν ήταν αφελής να χώνει όλα τα όπλα στο ίδιο σημείο. Τα είχα μοιράσει σε διαφορετικές κρυψώνες.

Ο Μανόλης από παλιά είχε συνάψει σχέσεις –δε θα τις έλεγα φιλίες· προδότης δεν ήταν να έχει φιλίες με τους κατακτητές– αρχικά με τους Ιταλούς, μετά με τους Γερμανούς στρατιώτες. Έκανε μαζί τους ανταλλακτικό εμπόριο. Έπαιρνε κρυφά απ’ το σπίτι μας λάδι, κρασί, σιτάρι, τυρί, μέλι και τα έδινε στους στρατιώτες. Εκείνοι του έδιναν σοκολάτες και τσιγάρα. Ο πατέρας ήταν ο πιο εργατικός άνθρωπος του χωριού. Χαράματα έφευγε για τα χωράφια, νύχτα γύριζε. Τίποτα δεν έλειπε απ’ το σπίτι μας. Τον καρπό του ιδρώτα του όμως δεν τον σώρευε για τους Ιταλογερμανούς. Γινόταν θεριό όταν διαπίστωνε την αφαίρεση προϊόντων απ’ το σπίτι και συχνά καταχέριζε τον γιο του. Μα είπαμε… ο Μανόλης «δεν άκουγε τιμονιού».

Μια μέρα κάποιος καταδότης –πολλοί ρουφιάνευαν εκείνα τα χρόνια– πήγε στο διοικητήριο και αποκάλυψε στους Γερμανούς πως ο αδερφός μου είχε κρυμμένα όπλα. Ήρθαν οι στρατιώτες στο σπίτι. Έψαξαν. Αν και δε βρήκαν όπλα, έσυραν τον αδερφό μου στη φυλακή. Πήγαν ο πατέρας και η μητέρα και διαμαρτυρήθηκαν. Είπαν πως ο Μανόλης είχε παραδώσει τα όπλα του. Έψαξαν τα τετράδιά τους, βρήκαν πράγματι το όνομα του αδερφού μου και τον άφησαν.

Μα ο Μανόλης δεν έβαλε μυαλό. Το Πάσχα του 1944 γλεντούσε με την παρέα του σ’ ένα σπίτι του χωριού που ήταν χτισμένο ψηλά. Από κάτω περνούσε ο κεντρικός δρόμος. Η νεολαία είχε πιει τα ποτά της, είχαν φέρει και όργανα, λύρες και λαούτα, και «εβίβα» και «στην υγειά μας», είχε ανάψει για τα καλά το γλέντι και είχε φουντώσει το κέφι. «Να είχαμε τώρα και κανένα βεγγαλικό να ρίχναμε για το καλό της μέρας!» είπε κάποιος. Όλοι κοίταξαν με νόημα τον Μανόλη. Εκείνος, ελαφρόμυαλος όπως ήταν, πήγε κι έφερε καμιά δεκαριά χειροβομβίδες. «Καλή Ανάσταση» ευχήθηκαν. Έβγαζαν την περόνη και πέταγαν τις χειροβομβίδες στον δρόμο. Το έφερε ο σατανάς να περνά εκείνη τη στιγμή το κουμάντο των Γερμανών. Έσκασε δίπλα τους μια χειροβομβίδα, πήραν τα θραύσματα τον επικεφαλής και τον τραυμάτισαν στο μπράτσο. Οι στρατιώτες συνέλαβαν τους διασκεδαστές και τους έσυραν στη φυλακή. «Μανόλη, αφού ήταν δικές σου οι χειροβομβίδες, πες πως μόνος εσύ τις έριχνες, μην μπλέξουμε όλοι» είπαν οι άλλοι. Αγαθιάρης και πονόψυχος εκείνος, πήρε πάνω του την ευθύνη. Μετά από μια δυο μέρες άφησαν τους άλλους, κράτησαν τον αδερφό μου. Όσο κι αν παρακάλεσε ο πατέρας κι αν έκλαψε η μάνα, οι Γερμανοί δεν τον αμολούσαν.

Δέκα μέρες μετά, αχάραγα, τον σήκωσαν απ’ το κρεβάτι, του έδωσαν ένα κασμά κι ένα φτυάρι, τον έβαλαν μπροστά και κίνησαν. Ρωτούσε, μα δεν του έλεγαν πού πήγαιναν. Άφησαν πίσω τους το χωριό και βγήκαν στα χωράφια. Τότε η πομπή συνάντησε μια άλλη ομάδα Γερμανών στρατιωτών που έρχονταν απ’ την πρωτεύουσα. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν ένας αξιωματικός με τον οποίο ο Μανόλης είχε κάνει εμπόριο παλιότερα. Ο αξιωματικός ρώτησε τον αδερφό μου. «Ξέρεις πού σε πάνε, Μανόλη;». «Ιδέα δεν έχω!» είπε. «Κακόμοιρε, για εκτέλεση σε πάνε. Με τον κασμά και το φτυάρι θα σκάψεις τον λάκκο σου, θα σε πυροβολήσουν και θα σε σκεπάσουν». Πάγωσε ο αδερφός μου, κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Τελικά γύρισαν πίσω. Η εκτέλεση ακυρώθηκε. Το εμπόριο και η φιλία του αδερφού μου με τον Γερμανό αξιωματικό τού έσωσε τη ζωή. Τον κράτησαν στη φυλακή ένα μήνα ακόμα και μια μέρα τον άφησαν.

Αυτά έφερνα στον νου μου όσο τον περίμενα. Πόσα χτυποκάρδια περάσαμε εξαιτίας του εκείνα τα χρόνια. Σκέφτηκα όμως πως τώρα μαζί με τα νιάτα θα έχει υποχωρήσει και η ορμή και η τρέλα του.

«Αδερφή!» γνώρισα τη φωνή του, που δεν είχε αλλάξει, μόνο ήταν πιο μπάσα, με μια δόση αμερικάνικου αλατοπίπερου στην προφορά της. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και μπήκε στην αυλής μου.

Άνοιξα την αγκαλιά μου και τον υποδέχτηκα. Μετά φίλησα τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, τ’ ανίψια μου. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου για τα χρόνια που έζησε μακριά μας. Μπήκε στο σπίτι. Το κοιτούσε και δε χόρταινε να το βλέπει. Πόσες αναμνήσεις έκρυβε εδώ! Μετά βγήκε στον κήπο. «Πού πήγε η καρυδιά;» ρώτησε. «Την κόψαμε πριν από τριάντα χρόνια. Έκρυβε τον ήλιο και δεν άφηνε τα δέντρα που ήταν στα πόδια της να προοδεύσουν!». «Κακώς!» είπε κοφτά.

Σε λίγο καθίσαμε στο τραπέζι. Το φαγητό ήταν έτοιμο, λαχταριστό και μυρωδάτο. Ο αδερφός μου έφαγε με μεγάλη όρεξη. Είπαμε, το βυζάντι ήταν το αγαπημένο του. Αφού χόρτασε, σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο. Σκέφτηκα πως θα ήθελε να περπατήσει μόνος, να ξαναδεί τα μέρη που έπαιζε παιδί, να φρεσκάρει τη μνήμη μου. Δεν τον ακολούθησα. Εμείς μείναμε στο τραπέζι, πίναμε κρασί και κουβεντιάζαμε.

Ξαφνικά άκουσα πέτρες να κυλούν, σαν να έπεφτε ένας τοίχος. Βγήκα ανήσυχη να δω τι συμβαίνει. Είδα τον Μανόλη να γκρεμίζει με τα χέρια του τον ψηλό τοίχο, τρία μέτρα μπόι, που στήριζε την αυλή μου. «Τι κάνεις, αδερφέ; Τρελάθηκες; Γιατί γκρεμίζεις τον τοίχο μου;». «Ποιος τον έχτισε; Εδώ υπήρχε άλλος τοίχος, παλιός!» φώναξε. «Ήταν ετοιμόρροπος και πριν από χρόνια έβαλα μάστορα κι έχτισε δεύτερο τοίχο απέξω να στηρίζει και τον μέσα» του είπα. «Δηλαδή ο παλιός τοίχος υπάρχει πίσω απ’ τον καινούριο;» ρώτησε. «Υπάρχει!» είπα. «Τότε θα γκρεμίσω τον νέο, να φτάσω στον παλιό!» φώναξε με παράφορο ενθουσιασμό. «Τι λες, ρε παλαβέ; Θα μου γκρεμίσεις την αυλή;». «Πριν πενήντα χρόνια είχα κρύψει όπλα μέσα στον παλιό τοίχο. Τα θέλω!». Είδα κι έπαθα να τον απομακρύνω απ’ τον τοίχο μου.

Θυμήθηκα τη γιαγιά μου –σοφή γυναίκα– που έλεγε πως «πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου και μετά το χούι του».

Ένα μήνα έμεινε ο Μανόλης στο νησί. Μέχρι να επιστρέψει στην Αμερική φύλαγα σκοπιά, μέρα και νύχτα, μην έρθει και γκρεμίσει τον τοίχο μου να γυρεύει τα πιστόλια του. Όταν έφυγε, ησύχασα.

[1]

Κατηγορία ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

Δε θα με τρελάνουν (διήγημα του Β. Γεργατσούλη)

20 Απριλίου 2024 από και με ετικέτα , , ,

f81

Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Fractal το διήγημά μου “Δε θα με τρελάνουν” (τεύχος 168, στις 16.04.2024). Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού. Διαβάστε το στον σύνδεσμο που ακολουθεί: Δε θα με τρελάνουν

ΔΕ ΘΑ ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΟΥΝ (διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη)

Λοιπόν. Μιας και γνωριστήκαμε μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου και δεθήκαμε με μια σχέση εμπιστοσύνης και εχεμύθειας, θα σας παρουσιάσω μια σκοτεινή πτυχή της καθημερινότητάς μου και θα σας εκμυστηρευτώ, πως εγώ είμαι πολύ –μα πάρα πολύ, λέω– ακατάστατος. Εξαιτίας αυτού του ελαττώματός μου αποφεύγω συστηματικά να καλώ φίλους και φίλες στο σπίτι μου. Δε θέλω να βλέπουν την αταξία μέσα στην οποία ζω και να με κουβεντιάζουν αρνητικά. Το σπίτι μου είναι συνήθως βομβαρδισμένο με ρούχα, πιτζάμες, παπούτσια και παντόφλες, εσώρουχα και φορεμένες κάλτσες, ορθάνοιχτα βιβλία και τσαλακωμένα χαρτιά, σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Τα άπλυτα πιάτα σχηματίζουν έναν ψηλό τύμβο μέσα στον νεροχύτη και πάνω στον πάγκο της κουζίνας μου.

Όμως ξυπνώντας κάποια πρωινά, απρόσμενα τα βρίσκω όλα συγυρισμένα, τις μπλούζες μου όμορφα διπλωμένες στο ράφι και στοιχισμένες σχεδόν με χάρακα, τα παντελόνια μου σιδερωμένα και κρεμασμένα στην ντουλάπα με τάξη, τα παπούτσια μου στην παπουτσοθήκη, ξεσκονισμένα, βερνικωμένα, γυαλισμένα και ταιριασμένα ανά ζεύγη, τα άπλυτα ρούχα μαζεμένα στο ψάθινο καλάθι του μπάνιου, τα πιάτα πλυμένα, τον νεροχύτη στεγνό και καθαρό και τα βιβλία μου βαλμένα με τάξη στα ράφια της βιβλιοθήκης.

-Θαύμα! αναφωνώ.

Όμως δεν κρατάει για πολύ καιρό αυτό το θαύμα, γιατί τις αμέσως επόμενες ημέρες αρχίζω να βομβαρδίζω εκ νέου τον χώρο μου, ώσπου ξαναφέρνω το σπίτι μου στην πρότερη προβληματική κατάσταση που σας περιέγραψα παραπάνω.

Παλιά συγύριζε και καθάριζε το σπίτι μας η γυναίκα μου. Από τότε που χώρισα και επέστρεψα στο πατρικό μου, υποψιάζομαι πως αυτές τις εργασίες τις έχει αναλάβει η μάνα μου. Όμως, όταν τη ρωτώ, εκείνη αρνείται πεισματικά ότι έχει οποιαδήποτε ανάμειξη. Ισχυρίζεται πως εγώ υπνοβατώ τα βράδια, σηκώνομαι, άφεγγα ακόμα, απ’ το κρεβάτι μου και συγυρίζω εδώ μέσα, άσχετα αν μετά δε θυμάμαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Λέει πως, αν και διαλέγω συχνά την ακαταστασία, κατά βάθος αγαπώ την τάξη και πως είμαι άριστος νοικοκύρης –εκείνη, λέει, μου κληροδότησε την αρετή της νοικοκυροσύνης. Εγώ, γελώντας, της ζητώ να κόψει τις πλάκες και να πάψει να παριστάνει την ανήξερη, γιατί δεν έχω καμιά αμφιβολία για την εμπλοκή της σ’ όλα αυτά.

Όμως το πρωί που ξυπνώ, θυμάμαι πως η μητέρα μου έχει πεθάνει και πως τη θάψαμε πριν από έξι χρόνια. Εξάλλου, έχω φυλαγμένο μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου μου το πιστοποιητικό θανάτου της και επιπλέον την επισκέπτομαι κάποιες φορές στο νεκροταφείο, ανάβω το καντήλι στον τάφο της και της φέρνω λουλούδια, γιατί όσο ζούσε αγαπούσε πολύ τα άνθη. Απ’ τη μέρα που «έφυγε», εγώ μένω τελείως μόνος εδώ. Αυτό το γεγονός περιπλέκει ακόμα περισσότερο το μυστήριο και δεν ξέρω πια τι να υποθέσω για την ταυτότητα του μυστηριώδους καθαριστή.

Αποφάσισα λοιπόν κάποιο βράδυ, την ώρα που κοιμάμαι να μείνω ξύπνιος. Θα μου πείτε, γίνεται αυτό; Νομίζω πως ναι, μα δεν έχω καταφέρει ακόμα να βρω τρόπο να το πετύχω. Θα μείνω λοιπόν ξύπνιος, θα κρυφτώ πίσω απ’ την κουρτίνα του δωματίου μου –ασχέτως αν το σώμα μου βρίσκεται ξαπλωμένο στο κρεβάτι–, θα παραφυλάξω και θα πιάσω στα πράσα τον/την ένοχο την ώρα που θα συγυρίζει το σπίτι.

Όποιος κι αν είναι, δε θα μου ξεφύγει. Δεν έχω πρόθεση να χαριστώ σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό –αν, τελικά, λέει αλήθεια η μάνα μου και αποδειχτεί η δική μου εμπλοκή. Όχι, δε θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια. Δε θα τους αφήσω να με τρελάνουν!

Διήγημα: “Δε θα με τρελάνουν”

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

“ΣΚΙΑ” διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

27 Μαρτίου 2024 από και με ετικέτα , , ,

Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Fractal το διήγημά μου “Σκιά”. Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού. Διαβάστε το στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

Διήγημα: “Σκιά”

Σκιά

 

Η σκιά μου είναι πολύ επικίνδυνη. Πάει καιρός που την έχω υποπτευθεί. Τελευταία όμως σιγουρεύτηκα πως εξυφαίνει πίσω απ’ την πλάτη μου ένα σωρό πονηριές και πλεκτάνες. Κάθε βράδυ που πάω στο κρεβάτι μου για να κοιμηθώ, έρχεται και ξαπλώνει ήσυχα-ήσυχα δίπλα μου. Παριστάνει πως είναι αθώα. Μα εμένα δεν μπορεί να με ξεγελάσει. Ξέρω πως καραδοκεί και πως σχεδιάζει να μου επιτεθεί όταν με βρει αδύναμο.

Απόψε αποφάσισα να κινηθώ πρώτος για να έχω εγώ το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Λέω από μέσα μου, «τώρα είναι η σωστή στιγμή», και σηκώνομαι βιαστικά απ’ το στρώμα μου. Πάραυτα σηκώνεται και εκείνη. Αν και τόση ώρα παρίστανε την κοιμισμένη, η ταχύτητα που αντέδρασε αποκαλύπτει πως βρισκόταν διαρκώς σε πλήρη ετοιμότητα και επαγρύπνηση. Λαμβάνοντας τις προφυλάξεις μου την ακολουθώ για να μάθω πού πηγαίνει. Λαμβάνοντας τις προφυλάξεις της με ακολουθεί για να μάθει πού πηγαίνω. Διασχίζω όλο το σπίτι περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο. Η σκιά μου αντιγράφει τις κινήσεις μου. Κι εγώ αντιγράφω τις δικές της. Γλιστρά σαν κατάσκοπος από τοίχο σε τοίχο. Όταν μπαίνω στην κουζίνα, τη βρίσκω να στέκεται στον απέναντι τοίχο, σκοτεινή και απειλητική. Την κοιτάζω. Με κοιτάζει. Κοιταζόμαστε. Σηκώνω απότομα το δεξί μου χέρι και τη ραπίζω δυνατά στο αριστερό μάγουλο.

-Να, για να μάθεις! της φωνάζω.

Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο σηκώνει κι εκείνη το αριστερό της χέρι και με χαστουκίζει, το ίδιο δυνατά, στο δεξί μάγουλο.

Αφήνω ένα ουρλιαχτό γεμάτο τρόμο. Την ίδια στιγμή ουρλιάζει δυνατά και η σκιά μου. Ενώ ακούω καθαρά το δικό μου ουρλιαχτό, το δικό της δεν μπορώ να τ’ ακούσω. Όχι, δεν κουφάθηκα, αφού ακούω ευκρινώς τα τριζόνια που παίζουν τις μελωδικές ροκάνες τους έξω απ’ το παράθυρό μου μέσα στη νύχτα. Σκέφτομαι πως μάλλον τα σκιώδη φαντάσματα δε διαθέτουν φωνή και γι’ αυτό ουρλιάζουν άφωνα. Ίσως δε διαθέτουν καν λαρύγγι. Να λοιπόν γιατί δεν μπορώ να τ’ ακούσω. Ούτε σώμα διαθέτουν. Τίποτα δε διαθέτουν. Είναι ανύπαρκτα γι’ αυτό δεν μπορώ και να τα δω. Σκέτες σκιές είναι. Και δεν είναι διόλου φαντάσματα. Έτσι μου λέει η λογική, μα έλα που η καρδιά μου δεν παραδέχεται…

Εγώ, πάντα ασταθής και ονειροπόλος, αποκηρύσσω τη λογική και παρασύρομαι σαν ξερό φθινοπωρινό πλατανόφυλλο απ’ τους ορμητικούς χειμάρρους της καρδιάς. Ο γιατρός που με παρακολουθεί λέει πως πάσχω από sciophobia. Είναι ειδικός στις φοβίες και όλοι οι ασθενείς που τον επισκέπτονται λένε πως κάνει σωστές διαγνώσεις. Υποθέτω πως πράγματι πάσχω από sciophobia, αφού φοβάμαι τις σκιές. Τρέμω όταν τις βλέπω, έστω κι αν είναι βουβές, έστω κι αν είναι άσαρκες, έστω κι αν είναι αδειανά πουκάμισα.

Περισσότερο φοβάμαι τη δική μου σκιά, που είναι πιο ύπουλη απ’ όλες. Γι’ αυτό, αμέσως μετά απ’ την αποψινή τραυματική επαφή μου μαζί της, τρέχω πανικόβλητος στο κρεβάτι μου και χώνομαι κάτω απ’ το πυκνοϋφασμένο και σκουρόχρωμο σεντόνι μου. Εδώ κάτω δε φτάνει κανένα φως, εδώ κυριαρχεί η πηχτή νύχτα, εδώ καταργούνται όλες οι σκιές. Μένω ζαρωμένος και ακίνητος σ’ αυτή τη θέση. Ώρες μετά αποκοιμιέμαι εξαντλημένος.

Η σκιά μου δεν ξαναφάνηκε την υπόλοιπη νύχτα. Ίσως μπερδεύτηκε, έχασε τα ίχνη μου και δε βρίσκει τον δρόμο να έρθει στο κρεβάτι μου. Ίσως βολοδέρνει ακόμα μέσα στην κουζίνα και με ψάχνει κάτω απ’ το τραπέζι, ανάμεσα στις καρέκλες ή πίσω απ’ το ψυγείο. Μα εγώ είμαι προστατευμένος εδώ, χωμένος κάτω απ’ το σεντόνι μου και κοιμάμαι.

Στον ύπνο μου βογκάω γιατί πονώ το δεξί μου χέρι. Μα δεν πονώ καθόλου το αριστερό μου μάγουλο.

 

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

4 μικροδιηγήματα. Ονειρικά ταξίδια… με το GPS της καρδιάς

25 Ιανουαρίου 2024 από και με ετικέτα , , ,

Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού ιστολογίου Fractal για τη δημοσίευση 4 διηγημάτων μου “Ονειρικά ταξίδια με το… GPS της καρδιάς” στο τεύχος 156 (23/01.2024). Διαβάστε τα στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

4 μικροδιηγήματα. Ονειρικά ταξίδια… με το GPS της καρδιάς

Με το GPS της καρδιάς

 

Μπήκε στο αυτοκίνητό του, πληκτρολόγησε στο GPS τον τόπο που επιθυμούσε να μεταβεί, «οδός Ονείρων», και ακολούθησε τις οδηγίες. «Συνεχίστε ευθεία για οχτακόσια μέτρα, στρίψτε αριστερά, μετά από διακόσια τριάντα μέτρα στρίψτε δεξιά…, φτάσατε στον προορισμό σας». Μια επιγραφή στη γωνία, «οδός Ονείρων», επιβεβαίωνε πως το μηχάνημα τον είχε κατευθύνει σωστά.

Κοίταξε γύρω του. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός, γεμάτος λακκούβες, πνιγμένος από πανύψηλες πολυκατοικίες, ούτε ένα δέντρο πουθενά, τα σκουπίδια ήταν σκορπισμένα έξω απ’ τους κάδους, πολλά αυτοκίνητα και μηχανάκια ήταν παρκαρισμένα πάνω στα στενά πεζοδρόμια με τις φθαρμένες πλάκες.

Ένιωσε πως το μέρος που είχε φτάσει δεν ήταν το σωστό. Θύμωσε με τον εαυτό του που εμπιστεύτηκε ένα άσχετο μηχάνημα.

Στάθμευσε στην άκρη του δρόμου το αυτοκίνητό του, πέταξε το GPS στα σκουπίδια κι έφυγε πεζός να βρει την αληθινή «οδό Ονείρων». Αυτή τη φορά θα ακολουθούσε το… GPS της καρδιάς του.

 

Το πηγάδι

 

Μια έναστρη νύχτα άνοιξε το καπάκι του πηγαδιού, έσκυψε και κοίταξε μέσα. Μαγεμένος είδε εκατοντάδες άστρα να λάμπουν στο ασάλευτο νερό.

Άπλωσε το χέρι να τ’ ακουμπήσει –πάντα ονειρευόταν να πιάσει ένα αστέρι–, μα ήταν πολύ βαθιά.

Έφερε τρία φορτηγά χώμα στα χείλη του πηγαδιού. Έβαλε με τον νου του πως επιχωματώνοντας το πηγάδι, θα ανέβαζε τη στάθμη του νερού, μαζί και τ’ άστρα. Τότε θα χαμήλωνε τα χέρια και θα τ’ ακουμπούσε.

Έριξε το χώμα. Τ’ άστρα έσβησαν τελείως στο πηγάδι.

Στο φως της νέας μέρας είδε τον πάτο του πηγαδιού στεγνό. Τότε θυμήθηκε που έλεγε ο παππούς του πως «τα στερεμένα πηγάδια δεν αντιφεγγίζουν άστρα»*.

 

* Η φράση είναι απ’ το μυθιστόρημα του Στρατή Χαβιαρά «Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα», μετάφραση απ’ τα αγγλικά Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σελ. 21.

 

Δίχως σώμα

 

Όταν με πήρε ο ύπνος κι αφού πέρασα στο στάδιο REM, άρχισα να ονειρεύομαι. Σηκώθηκα και απομακρύνθηκα αθόρυβα απ’ το κρεβάτι μου δίχως σώμα. Περπατούσα απαλά σαν γάτα δίχως τα πόδια μου, στιγμές στιγμές υψωνόμουν και πετούσα χαρούμενος πέρα δώθε σαν πουλάκι, μα δίχως φτερά. Έβλεπα ολοκάθαρα τα πάντα γύρω μου δίχως μάτια και χωρίς τα μυωπικά μου γυαλιά. Άκουγα γλυκές μελωδίες δίχως αφτιά. Οσφραινόμουν το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών δίχως μύτη. Γελούσα ξεκαρδιστικά δίχως πρόσωπο. Μιλούσα και τραγουδούσα δίχως στόμα.

Όταν τέλειωσε τ’ όνειρό μου, επέστρεψα στο κρεβάτι μου και μπήκα αθόρυβα στο σώμα μου, που το βρήκα να με περιμένει εκεί υπομονετικά σαν άβουλο.

Τελικά, για να ταξιδέψουμε στον κόσμο των ονείρων δε χρειαζόμαστε περιττά φορτία και βαριές αποσκευές, γι’ αυτό αφήνουμε πίσω το σώμα μας και όλα τα παρελκόμενα όργανά του.

 

Τεκμήρια

 

Το πρωί ξύπνησα με μια γεύση πικραμύγδαλου στο στόμα. Ήταν η γεύση του νυχτερινού ονείρου μου. Τα όνειρα έχουν γεύσεις ιδιαίτερες και έντονες. Έχουν και άρωμα ξεχωριστό. Όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να θυμηθώ τ’ όνειρό μου. Μόνο τη γεύση του είχα στην άκρη της γλώσσας μου.

Κάποιες φορές ξυπνώ με γεύσεις σκινόκαρπου, γαρύφαλλου, μοσχοκάρυδου ή λεμονιού στο στόμα μου. Άλλοτε με αρώματα θυμαριού, ρίγανης ή φασκόμηλου στη μύτη. Σπάνια θυμάμαι τα όνειρά μου. Μα η γεύση και το άρωμά τους είναι εδώ, τεκμήριο ονείρων που πέρασαν και με σημάδεψαν.

Όμως καμιά φορά αναρωτιέμαι αν τελικά ονειρεύομαι όνειρα ή ονειρεύομαι μόνο γεύσεις και αρώματα ονείρων.

 

 Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, φιλόλογος και διδάκτωρ Λαογραφίας. Έχουν δημοσιευτεί 15 βιβλία του. Λαογραφικές μελέτες του και λογοτεχνικά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά. Έχει βραβευτεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.Εργάζεται ως διευθυντής στο 19ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας.

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

« Παλιότερα άρθρα