Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Fractal το διήγημά μου “Δε θα με τρελάνουν” (τεύχος 168, στις 16.04.2024). Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού. Διαβάστε το στον σύνδεσμο που ακολουθεί: Δε θα με τρελάνουν
ΔΕ ΘΑ ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΟΥΝ (διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη)
Λοιπόν. Μιας και γνωριστήκαμε μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου και δεθήκαμε με μια σχέση εμπιστοσύνης και εχεμύθειας, θα σας παρουσιάσω μια σκοτεινή πτυχή της καθημερινότητάς μου και θα σας εκμυστηρευτώ, πως εγώ είμαι πολύ –μα πάρα πολύ, λέω– ακατάστατος. Εξαιτίας αυτού του ελαττώματός μου αποφεύγω συστηματικά να καλώ φίλους και φίλες στο σπίτι μου. Δε θέλω να βλέπουν την αταξία μέσα στην οποία ζω και να με κουβεντιάζουν αρνητικά. Το σπίτι μου είναι συνήθως βομβαρδισμένο με ρούχα, πιτζάμες, παπούτσια και παντόφλες, εσώρουχα και φορεμένες κάλτσες, ορθάνοιχτα βιβλία και τσαλακωμένα χαρτιά, σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Τα άπλυτα πιάτα σχηματίζουν έναν ψηλό τύμβο μέσα στον νεροχύτη και πάνω στον πάγκο της κουζίνας μου.
Όμως ξυπνώντας κάποια πρωινά, απρόσμενα τα βρίσκω όλα συγυρισμένα, τις μπλούζες μου όμορφα διπλωμένες στο ράφι και στοιχισμένες σχεδόν με χάρακα, τα παντελόνια μου σιδερωμένα και κρεμασμένα στην ντουλάπα με τάξη, τα παπούτσια μου στην παπουτσοθήκη, ξεσκονισμένα, βερνικωμένα, γυαλισμένα και ταιριασμένα ανά ζεύγη, τα άπλυτα ρούχα μαζεμένα στο ψάθινο καλάθι του μπάνιου, τα πιάτα πλυμένα, τον νεροχύτη στεγνό και καθαρό και τα βιβλία μου βαλμένα με τάξη στα ράφια της βιβλιοθήκης.
-Θαύμα! αναφωνώ.
Όμως δεν κρατάει για πολύ καιρό αυτό το θαύμα, γιατί τις αμέσως επόμενες ημέρες αρχίζω να βομβαρδίζω εκ νέου τον χώρο μου, ώσπου ξαναφέρνω το σπίτι μου στην πρότερη προβληματική κατάσταση που σας περιέγραψα παραπάνω.
Παλιά συγύριζε και καθάριζε το σπίτι μας η γυναίκα μου. Από τότε που χώρισα και επέστρεψα στο πατρικό μου, υποψιάζομαι πως αυτές τις εργασίες τις έχει αναλάβει η μάνα μου. Όμως, όταν τη ρωτώ, εκείνη αρνείται πεισματικά ότι έχει οποιαδήποτε ανάμειξη. Ισχυρίζεται πως εγώ υπνοβατώ τα βράδια, σηκώνομαι, άφεγγα ακόμα, απ’ το κρεβάτι μου και συγυρίζω εδώ μέσα, άσχετα αν μετά δε θυμάμαι τίποτα απ’ όλα αυτά. Λέει πως, αν και διαλέγω συχνά την ακαταστασία, κατά βάθος αγαπώ την τάξη και πως είμαι άριστος νοικοκύρης –εκείνη, λέει, μου κληροδότησε την αρετή της νοικοκυροσύνης. Εγώ, γελώντας, της ζητώ να κόψει τις πλάκες και να πάψει να παριστάνει την ανήξερη, γιατί δεν έχω καμιά αμφιβολία για την εμπλοκή της σ’ όλα αυτά.
Όμως το πρωί που ξυπνώ, θυμάμαι πως η μητέρα μου έχει πεθάνει και πως τη θάψαμε πριν από έξι χρόνια. Εξάλλου, έχω φυλαγμένο μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου μου το πιστοποιητικό θανάτου της και επιπλέον την επισκέπτομαι κάποιες φορές στο νεκροταφείο, ανάβω το καντήλι στον τάφο της και της φέρνω λουλούδια, γιατί όσο ζούσε αγαπούσε πολύ τα άνθη. Απ’ τη μέρα που «έφυγε», εγώ μένω τελείως μόνος εδώ. Αυτό το γεγονός περιπλέκει ακόμα περισσότερο το μυστήριο και δεν ξέρω πια τι να υποθέσω για την ταυτότητα του μυστηριώδους καθαριστή.
Αποφάσισα λοιπόν κάποιο βράδυ, την ώρα που κοιμάμαι να μείνω ξύπνιος. Θα μου πείτε, γίνεται αυτό; Νομίζω πως ναι, μα δεν έχω καταφέρει ακόμα να βρω τρόπο να το πετύχω. Θα μείνω λοιπόν ξύπνιος, θα κρυφτώ πίσω απ’ την κουρτίνα του δωματίου μου –ασχέτως αν το σώμα μου βρίσκεται ξαπλωμένο στο κρεβάτι–, θα παραφυλάξω και θα πιάσω στα πράσα τον/την ένοχο την ώρα που θα συγυρίζει το σπίτι.
Όποιος κι αν είναι, δε θα μου ξεφύγει. Δεν έχω πρόθεση να χαριστώ σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό –αν, τελικά, λέει αλήθεια η μάνα μου και αποδειχτεί η δική μου εμπλοκή. Όχι, δε θα μείνω με σταυρωμένα τα χέρια. Δε θα τους αφήσω να με τρελάνουν!
Αφήστε μια απάντηση