Πρόσφατα σχόλια

visitors – επισκέπτες

Flag Counter

Αρχεία για ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΚΑΛΟΥΜΠΑ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

8 Φεβρουαρίου 2023 από και με ετικέτα , , , ,

XARTAETI 1

Ευχαριστώ πολύ τη συντακτική επιτροπή του ηλεκτρονικού φιλολογικού περιοδικού Fractal για τη δημοσίευση του διηγήματός μου “Καλούμπα” στο τεύχος 108. Μπορείτε να το διαβάσετε στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://www.fractalart.gr/kaloympa/

 

ΚΑΛΟΥΜΠΑ (του Βασίλη Γεργατσούλη)

Οι εφιάλτες ρημάζουν τον ύπνο μου τα βράδια. Το συζήτησα με την παρέα μου στο καφενείο και ένας καλός φίλος με συμβούλεψε να πάρω μια μακριά καλούμπα, να την ξετυλίγω και να την τυλίγω όλη τη νύχτα. Είπε πως αυτό βοηθά και πως ο ίδιος εφαρμόζοντας αυτό το τέχνασμα απαλλάχθηκε απ’ τους δικούς του εφιάλτες.

Αμέσως έτρεξα σ’ ένα μαγαζί και αγόρασα ένα νήμα μήκους τριών χιλιομέτρων. Μονοκόμματο. Ήταν τυλιγμένο σε μια μεγάλη ξύλινη κουβαρίστρα. Ο υπάλληλος που μου το πούλησε με διαβεβαίωσε πως είναι πολύ γερό και κατάλληλο για κάθε χρήση. Αυτό το… «κατάλληλο για κάθε χρήση» μ’ έκανε να νιώσω μια σιγουριά πως μ’ αυτό το νήμα θα έλυνα και το δικό μου πρόβλημα.

Όταν νύχτωσε και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, άρχισα να ξετυλίγω την καλούμπα. Στις δυο μετά τα μεσάνυχτα είχα ξετυλίξει όλο το καρούλι. Το στρώμα μου γέμισε κλωστή, τούφες-τούφες. Μετά άρχισα να τυλίγω πάλι με μεγάλη τάξη και νοικοκυροσύνη. Όμως το νήμα είχε μπλεχτεί σε πολλά σημεία κι εγώ άρχισα να λύνω κόμπους και να τυλίγω… και να λύνω κόμπους και να τυλίγω… Ήταν μια πολύ βαρετή εργασία, έπληττα αφόρητα, νύσταζα, χασμουριόμουν κι αγωνιζόμουν να αποδιώξω τον ύπνο και να μην ενδώσω στα ύπουλα κανακέματά του. Είχα αποφασίσει να εκτελέσω όσο πιο πιστά γίνεται τις οδηγίες του φίλου μου, γιατί για να πετύχει μια συνταγή λένε πως πρέπει να εφαρμόζεται κατά γράμμα. Κάποια στιγμή αχνόφεξε στο βάθος η ανατολή και λίγη ώρα αργότερα έσκασε το πρώτο του χαμόγελο ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό. Η κουβαρίστρα μου ήταν επιτέλους ακέραια.

Εγώ δεν είχα κοιμηθεί καθόλου όλη τη νύχτα. Έτσι οι εφιάλτες δε με επισκέφθηκαν. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου. Ένιωθα άρρωστος, ζαλιζόμουν και είχα φοβερό πονοκέφαλο.

Στις εννιά το πρωί μού τηλεφώνησε ο φίλος και με ρώτησε αν εφάρμοσα το τέχνασμά του κι αν το βρήκα αποτελεσματικό.

-Ναι, βέβαια! του είπα. Ακολούθησα τις οδηγίες σου, όπως ακριβώς μου τις είπες, έμεινα όλη τη νύχτα άυπνος ξετυλίγοντας και τυλίγοντας το νήμα και ο εφιάλτης μου ούτε που φάνηκε.

Και συνέχισα:

-Το απόγευμα που θα έρθω στο καφενείο θα σου φέρω την καλούμπα, δώρο στον γιο σου, για να πετάξει τον χαρταετό του την Καθαρά Δευτέρα. Εγώ δε θα την ξαναχρησιμοποιήσω.

Μετά απ’ αυτή τη νυχτερινή ταλαιπωρία, κατάλαβα πως το να ξετυλίγεις και να τυλίγεις άσκοπα μια κλωστή όλη τη νύχτα είναι χειρότερος εφιάλτης απ’ τους εφιάλτες που επιθυμούσα να θεραπεύσω!

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

Ασυμφωνία χαρακτήρων (μικροδιήγημα)

20 Απριλίου 2024 από και με ετικέτα , , , , ,

gergatsoulisbasilis asymfoniacharaktiron eikona 01

Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Πλανόδιον – Ιστορίες Μπονζάι το διήγημά μου “Ασυμφωνία χαρακτήρων” (18/04/2024)

Ασυμφωνία χαρακτήρων

Μικροδιήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

 

Σήμερα το πρωί ξύπνησα πεθαμένος.

Η γυναίκα μου δε με πιστεύει που λέω πως ξύπνησα.

Εγώ δεν την πιστεύω που λέει πως πέθανα.

Πενήντα χρόνια παντρεμένοι, ποτέ δε συμφωνήσαμε. Το πείσμα της θα με πεθάνει!

Κάλεσε το γραφείο τελετών και δε με άφησε να πάω στη δουλειά. Είπε να μείνω ακίνητος στο κρεβάτι, όπως οφείλει να κάνει κάθε σωστός πεθαμένος.

Ελπίζω όταν θα έρθουν οι νεκροθάφτες εδώ να ξεκαθαριστεί το θέμα. Μα ανησυχώ αν θα είναι αντικειμενικοί. Φοβάμαι πως στο τέλος θα με θάψουν.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου (διήγημα του Β. Γεργατσούλη)

20 Απριλίου 2024 από και με ετικέτα , , , ,

ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

Το διήγημά μου “Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου” δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο “Ελευθέριες Τέχνες” (εκδόσεις Διάνοια), Απρίλιος 2024, Επιμέλεια του Έρωτα το Κόκκινο & Νόρα Ξένου, σελ. 62-65.

 

Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου

Διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

 

Ήταν Ιούλης του 1995, μέρα ηλιόλουστη. Σηκώθηκα αχάραγα να καθαρίσω και να στολίσω το σπίτι, να σκουπίσω την αυλή, να μαγειρέψω. Ο αδερφός μου αγαπούσε το βυζάντι στον παραδοσιακό φούρνο. Έτσι λέμε στην Κάρπαθο το ψητό κατσίκι που μαγειρεύουμε συνήθως το Πάσχα, γεμιστό με πιλάφι, συκωτάκια, κρεμμύδι, σκόρδο, σάλτσα, αλατοπίπερο και μυρωδικά. Και χοντροκομμένες πατάτες. Είχα απ’ τα χαράματα κάψει τον φούρνο και είχα βάλει μέσα το ταψί. Είχα καλύψει το κρέας με δροσερά φύλλα λεμονιάς να μοσχομυρίζει.

Πενήντα χρόνια είχα να δω τον αδελφό μου. Ο Μανόλης με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική, ν’ αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Τον ίδιο δρόμο είχαν πάρει πολλοί συγχωριανοί. Ήταν φτωχός ο τόπος μας, τον είχε ρημάξει κι ο πόλεμος. Μια ανάγκη ήταν το φευγιό. Πολλοί μετανάστες άφησαν τα κόκαλά τους στην ξένη γη. Άλλοι επέστρεφαν σακάτηδες και γέροι.

Έτσι κι ο αδερφός μου μετά από πενήντα χρόνια έκαμε απόφαση να επισκεφθεί το νησί του για ένα μήνα. Παλικαράκι είκοσι χρονών έφυγε, εβδομηντάρης γυρνούσε. Αυτά τα χρόνια επικοινωνούσαμε με γράμματα. Τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του τα ήξερα μόνο από φωτογραφίες. Η γυναίκα του ήταν συγχωριανή. Παντρεύτηκαν στην Αμερική.

Στο τελευταίο γράμμα μού έγραφε ότι λαχταρούσε να βρεθεί στα γνωστά λημέρια των παιδικών του χρόνων και να ξαναδεί το πατρικό μας σπίτι. Αυτό το σπίτι το κληρονόμησα εγώ, ως πρωτοκόρη, σύμφωνα με το έθιμο του νησιού μας. Πόσες αναμνήσεις έχει ο αδερφός μου εδώ!

Ο Μανόλης ήταν ο πιο ατίθασος απ’ όλα τα αδέρφια. Ο πιο τρελός. Ήμασταν δυο κορίτσια και πέντε αγόρια. Στα παιδικά μας χρόνια εμείς δεν είχαμε γνωρίσει Ελλάδα. Τα νησιά μας το 1912 τα κατάκτησαν οι Ιταλοί. Με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί στα 1943, ήρθαν οι Γερμανοί. Πιο άγριοι αυτοί, πιο αιμοβόροι. Ο Μανόλης έφυγε για την Αμερική στα 1946, με το τέλος του Πολέμου. Δεν ήταν εδώ να γιορτάσει την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.

Σας έλεγα πως ο Μανόλης «δεν άκουγε τιμονιού». Οι συμβουλές των γονέων μας έπεφταν στο κενό. Όλο με όπλα καταπιανόταν. Είχε τον τρόπο και τα έβρισκε. Μέσα στον μεγάλο κήπο μας έκρυβε πιστόλια, χειροβομβίδες, μπαγιονέτες, κράνη… Ο πατέρας τον μάλωνε, του έλεγε πως θα έβρισκε μια μέρα τον μπελά του και θα κατέστρεφε κι εμάς.

Η μάνα ανέθεσε σε μένα, ως πιο μεγάλη και πιο μυαλωμένη, ν’ ανακαλύψω πού έκρυβε τα όπλα. Τον παρακολούθησα. Πρόσεξα πως σκαρφάλωνε σαν αίλουρος συχνά στην πανύψηλη καρυδιά του κήπου. Ενημέρωσα τη μάνα. Ο πατέρας έστησε μια σκάλα και ανέβηκε. Σε μια κουφάλα του δέντρου βρήκε δυο περίστροφα και τρεις χειροβομβίδες. Οι κατακτητές είχαν βγάλει ανακοίνωση να παραδοθεί κάθε οπλισμός. Αν τα έβρισκαν κρυμμένα, κινδύνευε ο κάτοχός τους. Πήγαμε στο διοικητήριο και τα δώσαμε στους Γερμανούς. Είπαμε να γράψουν στα τετράδιά τους ότι τα παραδίνει ο Μανόλης μας. Αυτό τον έσωσε αργότερα.

Όταν ο αδερφός μου έμαθε πως μέρος του οπλισμού του είχε δοθεί στους κατακτητές, θύμωσε, φώναξε… Μα είχε κι άλλα. Δεν ήταν αφελής να χώνει όλα τα όπλα στο ίδιο σημείο. Τα είχα μοιράσει σε διαφορετικές κρυψώνες.

Ο Μανόλης από παλιά είχε συνάψει σχέσεις –δε θα τις έλεγα φιλίες· προδότης δεν ήταν να έχει φιλίες με τους κατακτητές– αρχικά με τους Ιταλούς, μετά με τους Γερμανούς στρατιώτες. Έκανε μαζί τους ανταλλακτικό εμπόριο. Έπαιρνε κρυφά απ’ το σπίτι μας λάδι, κρασί, σιτάρι, τυρί, μέλι και τα έδινε στους στρατιώτες. Εκείνοι του έδιναν σοκολάτες και τσιγάρα. Ο πατέρας ήταν ο πιο εργατικός άνθρωπος του χωριού. Χαράματα έφευγε για τα χωράφια, νύχτα γύριζε. Τίποτα δεν έλειπε απ’ το σπίτι μας. Τον καρπό του ιδρώτα του όμως δεν τον σώρευε για τους Ιταλογερμανούς. Γινόταν θεριό όταν διαπίστωνε την αφαίρεση προϊόντων απ’ το σπίτι και συχνά καταχέριζε τον γιο του. Μα είπαμε… ο Μανόλης «δεν άκουγε τιμονιού».

Μια μέρα κάποιος καταδότης –πολλοί ρουφιάνευαν εκείνα τα χρόνια– πήγε στο διοικητήριο και αποκάλυψε στους Γερμανούς πως ο αδερφός μου είχε κρυμμένα όπλα. Ήρθαν οι στρατιώτες στο σπίτι. Έψαξαν. Αν και δε βρήκαν όπλα, έσυραν τον αδερφό μου στη φυλακή. Πήγαν ο πατέρας και η μητέρα και διαμαρτυρήθηκαν. Είπαν πως ο Μανόλης είχε παραδώσει τα όπλα του. Έψαξαν τα τετράδιά τους, βρήκαν πράγματι το όνομα του αδερφού μου και τον άφησαν.

Μα ο Μανόλης δεν έβαλε μυαλό. Το Πάσχα του 1944 γλεντούσε με την παρέα του σ’ ένα σπίτι του χωριού που ήταν χτισμένο ψηλά. Από κάτω περνούσε ο κεντρικός δρόμος. Η νεολαία είχε πιει τα ποτά της, είχαν φέρει και όργανα, λύρες και λαούτα, και «εβίβα» και «στην υγειά μας», είχε ανάψει για τα καλά το γλέντι και είχε φουντώσει το κέφι. «Να είχαμε τώρα και κανένα βεγγαλικό να ρίχναμε για το καλό της μέρας!» είπε κάποιος. Όλοι κοίταξαν με νόημα τον Μανόλη. Εκείνος, ελαφρόμυαλος όπως ήταν, πήγε κι έφερε καμιά δεκαριά χειροβομβίδες. «Καλή Ανάσταση» ευχήθηκαν. Έβγαζαν την περόνη και πέταγαν τις χειροβομβίδες στον δρόμο. Το έφερε ο σατανάς να περνά εκείνη τη στιγμή το κουμάντο των Γερμανών. Έσκασε δίπλα τους μια χειροβομβίδα, πήραν τα θραύσματα τον επικεφαλής και τον τραυμάτισαν στο μπράτσο. Οι στρατιώτες συνέλαβαν τους διασκεδαστές και τους έσυραν στη φυλακή. «Μανόλη, αφού ήταν δικές σου οι χειροβομβίδες, πες πως μόνος εσύ τις έριχνες, μην μπλέξουμε όλοι» είπαν οι άλλοι. Αγαθιάρης και πονόψυχος εκείνος, πήρε πάνω του την ευθύνη. Μετά από μια δυο μέρες άφησαν τους άλλους, κράτησαν τον αδερφό μου. Όσο κι αν παρακάλεσε ο πατέρας κι αν έκλαψε η μάνα, οι Γερμανοί δεν τον αμολούσαν.

Δέκα μέρες μετά, αχάραγα, τον σήκωσαν απ’ το κρεβάτι, του έδωσαν ένα κασμά κι ένα φτυάρι, τον έβαλαν μπροστά και κίνησαν. Ρωτούσε, μα δεν του έλεγαν πού πήγαιναν. Άφησαν πίσω τους το χωριό και βγήκαν στα χωράφια. Τότε η πομπή συνάντησε μια άλλη ομάδα Γερμανών στρατιωτών που έρχονταν απ’ την πρωτεύουσα. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν ένας αξιωματικός με τον οποίο ο Μανόλης είχε κάνει εμπόριο παλιότερα. Ο αξιωματικός ρώτησε τον αδερφό μου. «Ξέρεις πού σε πάνε, Μανόλη;». «Ιδέα δεν έχω!» είπε. «Κακόμοιρε, για εκτέλεση σε πάνε. Με τον κασμά και το φτυάρι θα σκάψεις τον λάκκο σου, θα σε πυροβολήσουν και θα σε σκεπάσουν». Πάγωσε ο αδερφός μου, κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Τελικά γύρισαν πίσω. Η εκτέλεση ακυρώθηκε. Το εμπόριο και η φιλία του αδερφού μου με τον Γερμανό αξιωματικό τού έσωσε τη ζωή. Τον κράτησαν στη φυλακή ένα μήνα ακόμα και μια μέρα τον άφησαν.

Αυτά έφερνα στον νου μου όσο τον περίμενα. Πόσα χτυποκάρδια περάσαμε εξαιτίας του εκείνα τα χρόνια. Σκέφτηκα όμως πως τώρα μαζί με τα νιάτα θα έχει υποχωρήσει και η ορμή και η τρέλα του.

«Αδερφή!» γνώρισα τη φωνή του, που δεν είχε αλλάξει, μόνο ήταν πιο μπάσα, με μια δόση αμερικάνικου αλατοπίπερου στην προφορά της. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και μπήκε στην αυλής μου.

Άνοιξα την αγκαλιά μου και τον υποδέχτηκα. Μετά φίλησα τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, τ’ ανίψια μου. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου για τα χρόνια που έζησε μακριά μας. Μπήκε στο σπίτι. Το κοιτούσε και δε χόρταινε να το βλέπει. Πόσες αναμνήσεις έκρυβε εδώ! Μετά βγήκε στον κήπο. «Πού πήγε η καρυδιά;» ρώτησε. «Την κόψαμε πριν από τριάντα χρόνια. Έκρυβε τον ήλιο και δεν άφηνε τα δέντρα που ήταν στα πόδια της να προοδεύσουν!». «Κακώς!» είπε κοφτά.

Σε λίγο καθίσαμε στο τραπέζι. Το φαγητό ήταν έτοιμο, λαχταριστό και μυρωδάτο. Ο αδερφός μου έφαγε με μεγάλη όρεξη. Είπαμε, το βυζάντι ήταν το αγαπημένο του. Αφού χόρτασε, σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο. Σκέφτηκα πως θα ήθελε να περπατήσει μόνος, να ξαναδεί τα μέρη που έπαιζε παιδί, να φρεσκάρει τη μνήμη μου. Δεν τον ακολούθησα. Εμείς μείναμε στο τραπέζι, πίναμε κρασί και κουβεντιάζαμε.

Ξαφνικά άκουσα πέτρες να κυλούν, σαν να έπεφτε ένας τοίχος. Βγήκα ανήσυχη να δω τι συμβαίνει. Είδα τον Μανόλη να γκρεμίζει με τα χέρια του τον ψηλό τοίχο, τρία μέτρα μπόι, που στήριζε την αυλή μου. «Τι κάνεις, αδερφέ; Τρελάθηκες; Γιατί γκρεμίζεις τον τοίχο μου;». «Ποιος τον έχτισε; Εδώ υπήρχε άλλος τοίχος, παλιός!» φώναξε. «Ήταν ετοιμόρροπος και πριν από χρόνια έβαλα μάστορα κι έχτισε δεύτερο τοίχο απέξω να στηρίζει και τον μέσα» του είπα. «Δηλαδή ο παλιός τοίχος υπάρχει πίσω απ’ τον καινούριο;» ρώτησε. «Υπάρχει!» είπα. «Τότε θα γκρεμίσω τον νέο, να φτάσω στον παλιό!» φώναξε με παράφορο ενθουσιασμό. «Τι λες, ρε παλαβέ; Θα μου γκρεμίσεις την αυλή;». «Πριν πενήντα χρόνια είχα κρύψει όπλα μέσα στον παλιό τοίχο. Τα θέλω!». Είδα κι έπαθα να τον απομακρύνω απ’ τον τοίχο μου.

Θυμήθηκα τη γιαγιά μου –σοφή γυναίκα– που έλεγε πως «πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου και μετά το χούι του».

Ένα μήνα έμεινε ο Μανόλης στο νησί. Μέχρι να επιστρέψει στην Αμερική φύλαγα σκοπιά, μέρα και νύχτα, μην έρθει και γκρεμίσει τον τοίχο μου να γυρεύει τα πιστόλια του. Όταν έφυγε, ησύχασα.

[1]

Κατηγορία ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

Δε θα με τρελάνουν (διήγημα του Β. Γεργατσούλη)

20 Απριλίου 2024 από και με ετικέτα , , ,

f81

Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Fractal το διήγημά μου “Δε θα με τρελάνουν” (τεύχος 168, στις 16.04.2024). Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού. Διαβάστε το στον σύνδεσμο που ακολουθεί: Δε θα με τρελάνουν

 

Διήγημα: “Δε θα με τρελάνουν”

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

“ΣΚΙΑ” διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

27 Μαρτίου 2024 από και με ετικέτα , , ,

Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Fractal το διήγημά μου “Σκιά”. Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού. Διαβάστε το στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

Διήγημα: “Σκιά”

Σκιά

 

Η σκιά μου είναι πολύ επικίνδυνη. Πάει καιρός που την έχω υποπτευθεί. Τελευταία όμως σιγουρεύτηκα πως εξυφαίνει πίσω απ’ την πλάτη μου ένα σωρό πονηριές και πλεκτάνες. Κάθε βράδυ που πάω στο κρεβάτι μου για να κοιμηθώ, έρχεται και ξαπλώνει ήσυχα-ήσυχα δίπλα μου. Παριστάνει πως είναι αθώα. Μα εμένα δεν μπορεί να με ξεγελάσει. Ξέρω πως καραδοκεί και πως σχεδιάζει να μου επιτεθεί όταν με βρει αδύναμο.

Απόψε αποφάσισα να κινηθώ πρώτος για να έχω εγώ το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Λέω από μέσα μου, «τώρα είναι η σωστή στιγμή», και σηκώνομαι βιαστικά απ’ το στρώμα μου. Πάραυτα σηκώνεται και εκείνη. Αν και τόση ώρα παρίστανε την κοιμισμένη, η ταχύτητα που αντέδρασε αποκαλύπτει πως βρισκόταν διαρκώς σε πλήρη ετοιμότητα και επαγρύπνηση. Λαμβάνοντας τις προφυλάξεις μου την ακολουθώ για να μάθω πού πηγαίνει. Λαμβάνοντας τις προφυλάξεις της με ακολουθεί για να μάθει πού πηγαίνω. Διασχίζω όλο το σπίτι περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο. Η σκιά μου αντιγράφει τις κινήσεις μου. Κι εγώ αντιγράφω τις δικές της. Γλιστρά σαν κατάσκοπος από τοίχο σε τοίχο. Όταν μπαίνω στην κουζίνα, τη βρίσκω να στέκεται στον απέναντι τοίχο, σκοτεινή και απειλητική. Την κοιτάζω. Με κοιτάζει. Κοιταζόμαστε. Σηκώνω απότομα το δεξί μου χέρι και τη ραπίζω δυνατά στο αριστερό μάγουλο.

-Να, για να μάθεις! της φωνάζω.

Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο σηκώνει κι εκείνη το αριστερό της χέρι και με χαστουκίζει, το ίδιο δυνατά, στο δεξί μάγουλο.

Αφήνω ένα ουρλιαχτό γεμάτο τρόμο. Την ίδια στιγμή ουρλιάζει δυνατά και η σκιά μου. Ενώ ακούω καθαρά το δικό μου ουρλιαχτό, το δικό της δεν μπορώ να τ’ ακούσω. Όχι, δεν κουφάθηκα, αφού ακούω ευκρινώς τα τριζόνια που παίζουν τις μελωδικές ροκάνες τους έξω απ’ το παράθυρό μου μέσα στη νύχτα. Σκέφτομαι πως μάλλον τα σκιώδη φαντάσματα δε διαθέτουν φωνή και γι’ αυτό ουρλιάζουν άφωνα. Ίσως δε διαθέτουν καν λαρύγγι. Να λοιπόν γιατί δεν μπορώ να τ’ ακούσω. Ούτε σώμα διαθέτουν. Τίποτα δε διαθέτουν. Είναι ανύπαρκτα γι’ αυτό δεν μπορώ και να τα δω. Σκέτες σκιές είναι. Και δεν είναι διόλου φαντάσματα. Έτσι μου λέει η λογική, μα έλα που η καρδιά μου δεν παραδέχεται…

Εγώ, πάντα ασταθής και ονειροπόλος, αποκηρύσσω τη λογική και παρασύρομαι σαν ξερό φθινοπωρινό πλατανόφυλλο απ’ τους ορμητικούς χειμάρρους της καρδιάς. Ο γιατρός που με παρακολουθεί λέει πως πάσχω από sciophobia. Είναι ειδικός στις φοβίες και όλοι οι ασθενείς που τον επισκέπτονται λένε πως κάνει σωστές διαγνώσεις. Υποθέτω πως πράγματι πάσχω από sciophobia, αφού φοβάμαι τις σκιές. Τρέμω όταν τις βλέπω, έστω κι αν είναι βουβές, έστω κι αν είναι άσαρκες, έστω κι αν είναι αδειανά πουκάμισα.

Περισσότερο φοβάμαι τη δική μου σκιά, που είναι πιο ύπουλη απ’ όλες. Γι’ αυτό, αμέσως μετά απ’ την αποψινή τραυματική επαφή μου μαζί της, τρέχω πανικόβλητος στο κρεβάτι μου και χώνομαι κάτω απ’ το πυκνοϋφασμένο και σκουρόχρωμο σεντόνι μου. Εδώ κάτω δε φτάνει κανένα φως, εδώ κυριαρχεί η πηχτή νύχτα, εδώ καταργούνται όλες οι σκιές. Μένω ζαρωμένος και ακίνητος σ’ αυτή τη θέση. Ώρες μετά αποκοιμιέμαι εξαντλημένος.

Η σκιά μου δεν ξαναφάνηκε την υπόλοιπη νύχτα. Ίσως μπερδεύτηκε, έχασε τα ίχνη μου και δε βρίσκει τον δρόμο να έρθει στο κρεβάτι μου. Ίσως βολοδέρνει ακόμα μέσα στην κουζίνα και με ψάχνει κάτω απ’ το τραπέζι, ανάμεσα στις καρέκλες ή πίσω απ’ το ψυγείο. Μα εγώ είμαι προστατευμένος εδώ, χωμένος κάτω απ’ το σεντόνι μου και κοιμάμαι.

Στον ύπνο μου βογκάω γιατί πονώ το δεξί μου χέρι. Μα δεν πονώ καθόλου το αριστερό μου μάγουλο.

 

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

4 μικροδιηγήματα. Ονειρικά ταξίδια… με το GPS της καρδιάς

25 Ιανουαρίου 2024 από και με ετικέτα , , ,

Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού ιστολογίου Fractal για τη δημοσίευση 4 διηγημάτων μου “Ονειρικά ταξίδια με το… GPS της καρδιάς” στο τεύχος 156 (23/01.2024). Διαβάστε τα στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

4 μικροδιηγήματα. Ονειρικά ταξίδια… με το GPS της καρδιάς

Με το GPS της καρδιάς

 

Μπήκε στο αυτοκίνητό του, πληκτρολόγησε στο GPS τον τόπο που επιθυμούσε να μεταβεί, «οδός Ονείρων», και ακολούθησε τις οδηγίες. «Συνεχίστε ευθεία για οχτακόσια μέτρα, στρίψτε αριστερά, μετά από διακόσια τριάντα μέτρα στρίψτε δεξιά…, φτάσατε στον προορισμό σας». Μια επιγραφή στη γωνία, «οδός Ονείρων», επιβεβαίωνε πως το μηχάνημα τον είχε κατευθύνει σωστά.

Κοίταξε γύρω του. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός, γεμάτος λακκούβες, πνιγμένος από πανύψηλες πολυκατοικίες, ούτε ένα δέντρο πουθενά, τα σκουπίδια ήταν σκορπισμένα έξω απ’ τους κάδους, πολλά αυτοκίνητα και μηχανάκια ήταν παρκαρισμένα πάνω στα στενά πεζοδρόμια με τις φθαρμένες πλάκες.

Ένιωσε πως το μέρος που είχε φτάσει δεν ήταν το σωστό. Θύμωσε με τον εαυτό του που εμπιστεύτηκε ένα άσχετο μηχάνημα.

Στάθμευσε στην άκρη του δρόμου το αυτοκίνητό του, πέταξε το GPS στα σκουπίδια κι έφυγε πεζός να βρει την αληθινή «οδό Ονείρων». Αυτή τη φορά θα ακολουθούσε το… GPS της καρδιάς του.

 

Το πηγάδι

 

Μια έναστρη νύχτα άνοιξε το καπάκι του πηγαδιού, έσκυψε και κοίταξε μέσα. Μαγεμένος είδε εκατοντάδες άστρα να λάμπουν στο ασάλευτο νερό.

Άπλωσε το χέρι να τ’ ακουμπήσει –πάντα ονειρευόταν να πιάσει ένα αστέρι–, μα ήταν πολύ βαθιά.

Έφερε τρία φορτηγά χώμα στα χείλη του πηγαδιού. Έβαλε με τον νου του πως επιχωματώνοντας το πηγάδι, θα ανέβαζε τη στάθμη του νερού, μαζί και τ’ άστρα. Τότε θα χαμήλωνε τα χέρια και θα τ’ ακουμπούσε.

Έριξε το χώμα. Τ’ άστρα έσβησαν τελείως στο πηγάδι.

Στο φως της νέας μέρας είδε τον πάτο του πηγαδιού στεγνό. Τότε θυμήθηκε που έλεγε ο παππούς του πως «τα στερεμένα πηγάδια δεν αντιφεγγίζουν άστρα»*.

 

* Η φράση είναι απ’ το μυθιστόρημα του Στρατή Χαβιαρά «Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα», μετάφραση απ’ τα αγγλικά Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σελ. 21.

 

Δίχως σώμα

 

Όταν με πήρε ο ύπνος κι αφού πέρασα στο στάδιο REM, άρχισα να ονειρεύομαι. Σηκώθηκα και απομακρύνθηκα αθόρυβα απ’ το κρεβάτι μου δίχως σώμα. Περπατούσα απαλά σαν γάτα δίχως τα πόδια μου, στιγμές στιγμές υψωνόμουν και πετούσα χαρούμενος πέρα δώθε σαν πουλάκι, μα δίχως φτερά. Έβλεπα ολοκάθαρα τα πάντα γύρω μου δίχως μάτια και χωρίς τα μυωπικά μου γυαλιά. Άκουγα γλυκές μελωδίες δίχως αφτιά. Οσφραινόμουν το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών δίχως μύτη. Γελούσα ξεκαρδιστικά δίχως πρόσωπο. Μιλούσα και τραγουδούσα δίχως στόμα.

Όταν τέλειωσε τ’ όνειρό μου, επέστρεψα στο κρεβάτι μου και μπήκα αθόρυβα στο σώμα μου, που το βρήκα να με περιμένει εκεί υπομονετικά σαν άβουλο.

Τελικά, για να ταξιδέψουμε στον κόσμο των ονείρων δε χρειαζόμαστε περιττά φορτία και βαριές αποσκευές, γι’ αυτό αφήνουμε πίσω το σώμα μας και όλα τα παρελκόμενα όργανά του.

 

Τεκμήρια

 

Το πρωί ξύπνησα με μια γεύση πικραμύγδαλου στο στόμα. Ήταν η γεύση του νυχτερινού ονείρου μου. Τα όνειρα έχουν γεύσεις ιδιαίτερες και έντονες. Έχουν και άρωμα ξεχωριστό. Όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να θυμηθώ τ’ όνειρό μου. Μόνο τη γεύση του είχα στην άκρη της γλώσσας μου.

Κάποιες φορές ξυπνώ με γεύσεις σκινόκαρπου, γαρύφαλλου, μοσχοκάρυδου ή λεμονιού στο στόμα μου. Άλλοτε με αρώματα θυμαριού, ρίγανης ή φασκόμηλου στη μύτη. Σπάνια θυμάμαι τα όνειρά μου. Μα η γεύση και το άρωμά τους είναι εδώ, τεκμήριο ονείρων που πέρασαν και με σημάδεψαν.

Όμως καμιά φορά αναρωτιέμαι αν τελικά ονειρεύομαι όνειρα ή ονειρεύομαι μόνο γεύσεις και αρώματα ονείρων.

 

 Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, φιλόλογος και διδάκτωρ Λαογραφίας. Έχουν δημοσιευτεί 15 βιβλία του. Λαογραφικές μελέτες του και λογοτεχνικά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά. Έχει βραβευτεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.Εργάζεται ως διευθυντής στο 19ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας.

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

“Το δέντρο” διήγημα

7 Δεκεμβρίου 2023 από και με ετικέτα , , ,

logotechniko deltio 28

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Λογοτεχνικό Δελτίο (τεύχος 28, Δεκέμβριος 2023) το διήγημά μου “Το δέντρο”. Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού και ιδιαίτερα τον Αντώνη Χαριστό για τη δημοσίευση.

Εκτός από την έντυπη δημοσίευση, το διήγημά μου έχει αναρτηθεί και στο https://filologikosomilos.com/2023/12/11/%cf%84%ce%bf-%ce%b4%ce%ad%ce%bd%cf%84%cf%81%ce%bf-%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%af%ce%bb%ce%b7%cf%82-%ce%b3%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%b1%cf%84%cf%83%ce%bf%cf%8d%ce%bb%ce%b7%cf%82/?fbclid=IwAR0NaJ6aLbfzJA2WnXPBBT7k-DyDmAAKDs1avU3C_bXddHoaL1GrZyNd1hY

Επίσης, ευχαριστώ για την αναδημοσίευση και τα “Καρπαθιακά Νέα”:

https://www.karpathiakanea.gr/to-dendro-vasilis-gergatsoulis/

καθώς και την ηλεκτρονική εφημερίδα «Ομόνοια» (Φ. 78, 28/12/2023): https://efimeridaomonia.wordpress.com/2023/12/28/f78-15/

Μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω.

 

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη)

Νιώθω να με πνίγει η πόλη. Τον ίδιο βραχνά κουβαλά και η γυναίκα μου. Δεν ξέρω γιατί δεν αποφασίζουμε επιτέλους να μετακομίσουμε κάπου στην επαρχία, να ζήσουμε ανθρώπινα. Εδώ δε μας δένει τίποτα σημαντικό, μόνο η δύναμη της συνήθειας μάς κρατά. Όποτε το φέρνει η κουβέντα, λέμε πως έχουμε εδώ το σπίτι μας και τις δουλειές μας και δεν μπορούμε –τάχα– να τα αφήσουμε. Σιγά το σπίτι, σιγά τις δουλειές! Η ατολμία μας φταίει, όλα τα υπόλοιπα είναι δικαιολογίες.

Όμως επειδή λατρεύουμε και οι δυο τις εκδρομές, πολλά Σαββατοκύριακα που δε δουλεύουμε φεύγουμε με το αυτοκίνητό μας στην εξοχή. Έστω και αυτές οι μικρές αποδράσεις στη φύση κάνουν καλό στην ψυχολογία μας. Το πράσινο έχει μια ανεξήγητη δύναμη· διώχνει τις έγνοιες μας και μας ηρεμεί. Πάντα επιστρέφουμε στην πόλη με βελτιωμένη διάθεση.

Σήμερα φύγαμε πάλι. Εγώ οδηγούσα. Διασχίζοντας έναν αχανή κάμπο σπαρμένο με σιτάρι, ένα θεόρατο δέντρο με πλούσια φυλλωσιά τράβηξε την προσοχή μου. Δεν ξέρω να πω με σιγουριά αν ήταν βελανιδιά, πλάτανος, λεύκα ή καρυδιά… Ούτε η γυναίκα μου γνώριζε το όνομα του δέντρου. Οι περισσότεροι άνθρωποι της πόλης δεν έχουμε μάθει να τα διακρίνουμε, τα λέμε όλα «δέντρα» και ξεμπερδεύουμε. Το δέντρο λοιπόν ορθωνόταν ανάμεσα στα σπαρτά, ψηλό, μόνο, μελαγχολικό. Σταμάτησα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, βγήκαμε και το κοιτούσαμε απορημένοι. Είπα στη γυναίκα μου πως θεωρώ τα δέντρα εξόχως κοινωνικά και συντροφικά και απορώ πώς βρέθηκε τούτο δω κατάμονο κι έρημο στη μέση του κάμπου.

Όμως θα διακόψω εδώ. Δε θα πω περισσότερα για το μοναχικό δέντρο που γνωρίσαμε στην εκδρομή μας. Το ανέφερα μόνο γιατί έγινε αφορμή και θυμήθηκα ένα άλλο δέντρο, δικό μου –αν και νομίζω πως τα δέντρα δεν έχουν ιδιοκτήτες∙ υπάρχουν από μόνα τους, για δικιά τους ικανοποίηση και είναι ακηδεμόνευτα. Θα σας μιλήσω λοιπόν γι’ αυτό το δέντρο που αποκαλώ «δικό» μου, γιατί τ’ αγαπώ περισσότερο απ’ τ’ άλλα δέντρα και το νοιάζομαι.

Εγώ και η γυναίκα μου μένουμε στη λαϊκή συνοικία της πόλης, σε μια παλιά μονοκατοικία, που μας την παραχώρησαν τα πεθερικά μου. Γύρω απ’ το σπίτι μας ορθώνονται πολυώροφες πολυκατοικίες που μας κόβουν τη θέα, τον αέρα, τον ήλιο. Μπροστά στο σπίτι μας έχουμε μια μικρή αυλή και μια μικρότερη πρασιά· θα ’ναι δε θα ’ναι δεκαπέντε τετραγωνικά.

Λίγα χρόνια πριν είχα φυτέψει στην πρασιά μας μια μουριά. Ήθελα να τη μεγαλώσω για να τοποθετήσω στη σκιά της ένα τραπέζι και δυο καρέκλες, ν’ απολαμβάνουμε τον καφέ μας τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια εγώ και η γυναίκα μου. Την πότιζα, τη σκάλιζα, τη φρόντιζα… Ήμουν χαρούμενος, γιατί πρώτη φορά είχα ένα δικό μου δέντρο, που το είχα φυτέψει με τα χέρια μου.

Σχεδίαζα να δώσω στη μουριά μου σχήμα ομπρέλας, δένοντας στα τρυφερά κλαδιά της τούβλα και τσιμεντόλιθους για να τα υποτάξω. Την τεχνική αυτή εφάρμοσε με επιτυχία ένας φίλος μου στον κήπο του και είπα να την αντιγράψω. Εκείνος είχε φυτέψει πολλά δέντρα. Έχει μεγάλο κήπο, όχι σαν τον δικό μας. Εγώ φύτεψα στην πρασιά μου μόνο μια μουριά, αυτή για την οποία σας μιλώ.

Ένα βράδυ άκουσα θόρυβο απέξω. Ήμουν κουρασμένος και δε σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου να δω. Το πρωί διαπίστωσα πως η μουριά είχε φύγει απ’ την πρασιά μας –στο σημείο που ήταν φυτεμένη είχε μείνει μόνο μια βαθιά τρύπα στο χώμα– και είχε ριζώσει σ’ ένα χορταριασμένο οικόπεδο στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Απόρησα πώς το έκανε αυτό, γιατί ως τότε πίστευα πως τα δέντρα δεν περπατούν.

Μα δεν αντέδρασα. Προτίμησα ν’ αφήσω να εξελιχθεί το φαινόμενο.

Η γυναίκα μου είχε τρομάξει κι έλεγε να πάμε στην αστυνομία να δηλώσουμε την κλοπή. Της είπα πως δεν υφίσταται κλοπή και πως η αστυνομία δεν έχει αρμοδιότητα να ασχοληθεί με την οικιοθελή μετακίνηση της μουριάς μας.

Από τότε το δέντρο μας μετατοπιζόταν σαράντα με πενήντα μέτρα κάθε βράδυ. Τις μέρες έμενε ακίνητο και παρίστανε πως δεν κατέχει το χάρισμα να περπατά. Μα τις νύχτες όλο ξεμάκραινε απ’ το σπίτι μας. Εγώ και η γυναίκα μου το ψάχναμε τα πρωινά. Πατούσε όπου έβρισκε άχτιστα οικόπεδα, κήπους ή πάρκα. Ένα μήνα αργότερα έφτασε στην άκρη της πόλης, στους πρόποδες ενός κατάφυτου λόφου. Ρίζωσε εκεί, ανάμεσα σε άλλα δέντρα και θάμνους, πεύκα, κουτσουπιές, ελιές, μυρτιές και σκίνα… και δεν ξανακουνήθηκε.

Εγώ, μετά που έφυγε το δέντρο μας, σκέπασα την πρασιά μας με μια τέντα –δεν ήταν η καλύτερη λύση, μα δεν είχα άλλη επιλογή–, δημιούργησα τη σκιά που ήθελα και πίνουμε με τη γυναίκα μου τον καφέ μας τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια.

Τη μουριά μας δεν προσπάθησα να τη φέρω πίσω. Είπα με τον νου μου πως είχε κάνει την επιλογή της –έχουν και τα δέντρα δικαιώματα. Πιστεύω πως στον νέο τόπο που έφτασε ζει ευτυχισμένη.

Τα απογεύματα που βγάζω βόλτα τον σκύλο μου, φτάνω συχνά μέχρι το δασάκι και καμαρώνω τη μουριά μου που μεγαλώνει και ομορφαίνει συντροφιά με τ’ άλλα δέντρα.

Αν θέλετε, ελάτε μια μέρα να σας τη δείξω. Ο κορμός της έχει παχύνει αρκετά. Τα κλαδιά της δεν πήραν ποτέ σχήμα ομπρέλας, ανυπότακτα τραβούν ψηλά, γυρεύοντας τα ζεστά χάδια του ήλιου.

Κάπου κάπου ζηλεύω το δέντρο μας. Λέω πως εκείνο είχε την τόλμη και πραγματοποίησε –ακόμη και ενάντια στη φύση του– το όνειρό του, ενώ εμείς –που μας προίκισε η φύση με πόδια και μυαλό– μένουμε ριζωμένοι στην πόλη και βουλιάζουμε μέρα-νύχτα στη μιζέρια μας.

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΧΡΟΝΟ (μικροδιήγημα)

17 Νοεμβρίου 2023 από και με ετικέτα , , , , ,

Βασίλης Γεργατσούλης: Δὲν ἔ­χει χρό­νο

Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του ιστολογίου “Ιστορίες μπονζάι” του περιοδικού Πλανόδιον για την επαναδημοσίευση του διηγήματός μου “Δεν έχει χρόνο”. Διαβάστε τον στον σύνδεσμο που παραθέτω.

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

19 Οκτωβρίου 2023 από και με ετικέτα , , ,

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ Οριζόντια13435 ΤΕΛΙΚΟ

Σας περιμένουμε!

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

“Επιστράτευση” του Β. Γεργατσούλη στο Fractal

12 Οκτωβρίου 2023 από και με ετικέτα ,

Ευχαριστώ το ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό Fractal και τη συντακτική του επιτροπή για τη δημοσίευση του ποιήματός μου “Επιστράτευση”.

Η επιστράτευση (του Βασίλη Γεργατσούλη)

(Μιλάει η μάνα του στρατιώτη)

 

Θα φύγω, μάνα! μου είπες.

Δίπλωσες το χαρτί της επιστράτευσης

και το ’χωσες στην τσέπη σου.

Είσαι μικρός, είσαι παιδί ακόμα

για πόλεμο, έκανα να πω

μα δεν απόσωσα τον λόγο μου.

 

Σήκωσα αργά τα μάτια να σε δω.

Πότε ψήλωσες τόσο, γιε μου;

Οι ώμοι σου χώνονται μέσα στα σύννεφα

τα μαλλιά σου ψηλαφίζουν τον Θεό.

Πότε πρόλαβες και θέριεψες έτσι;

Γονάτισε λίγο, αγόρι μου, ν’ ακουμπήσεις

τις κορυφές των κυπαρισσιών.

Σκύψε να σ’ αποχαιρετήσω, να σε φιλήσω.

 

Μα εσύ, παιδί μου, μυρίζεις μπαρούτι…

μυρίζεις λευτεριά και ουρανό.

 

Φόρεσες το μητρικό φιλί για φυλαχτό.

Έτρεξες κι έσμιξες τ’ άλλα παιδιά.

Όλα ντυμένα στο χακί,

λες και ανδρώθηκαν σ’ ένα λεπτό.

 

Τότε ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλά σου.

Το είδα και ταράχτηκα.

Είσαι μικρός, είσαι παιδί ακόμα, γιε μου.

Πού σε πάνε; φώναξα.

Μα είχες ακουμπήσει τ’ άστρα

και δε μ’ άκουγες…

 

Στο βάθος βροντούσαν τα κανόνια

δυνατά… σαν την καρδιά μου.

 

Ποίημα: “Η επιστράτευση”

 

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

ΟΥΝΓΚ διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

26 Σεπτεμβρίου 2023 από και με ετικέτα , , , ,

Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού ιστολογίου Fractal για τη δημοσίευση του διηγήματός μου “Ουνγκ” στο τεύχος 139 (Σεπτέμβριος 2023). Διαβάστε το στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

Διήγημα: “Ουνγκ”

Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

« Παλιότερα άρθρα