Τα παιδιά και οι έφηβοι στις σύγχρονες κοινωνίες μεγαλώνουν μέσα σε έναν κόσμο όπου οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι πανταχού παρούσες. Καθημερινά, οι νέοι κάνουν ευρεία χρήση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) καθώς και των υπηρεσιών on-line με στόχο την ψυχαγωγία, τη διασκέδαση και την κοινωνική διάδραση και αυτό έχει αντίκτυπο στις ανάγκες τους, τις απαιτήσεις τους και τις προσδοκίες τους για μάθηση. Χρειάζεται να αποκτήσουν προσόντα και δεξιότητες απαραίτητα για την προσωπική τους ανάπτυξη, τη συμμετοχή τους στην κοινωνία και τη μελλοντική τους απασχόληση. Οι νέοι χρησιμοποιούν επίσης τις ΤΠΕ όλο και περισσότερο για οποιοδήποτε μαθησιακό σκοπό, συχνά έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας. Δημιουργείται έτσι μία «νέα γενιά μάθησης» (ονομαζόμενη επίσης οι Μαθητευόμενοι της Νέας Χιλιετίας από το Κέντρο Εκπαιδευτικών Ερευνών και Καινοτομιών του ΟΟΣΑ) καθώς και νέοι τρόποι μάθησης, περιλαμβανομένων των άτυπων, οι οποίοι ενισχύονται ιδιαίτερα από τις δυνατότητες που παρέχουν οι ΤΠΕ χωρίς βέβαια να μπορούν να προσδιοριστούν από αυτές.
Η παρούσα ειδική έκδοση για τη «νέα γενιά μάθησης» και τους «νέους τρόπους μάθησης» στοχεύει να συγκεντρώσει ενδείξεις, πρακτικές και θεωρίες για αυτό το νέο αναδυόμενο μαθησιακό τοπίο. Ένα τοπίο που περιλαμβάνει μια νέα σειρά εργαλείων των ΤΠΕ, εφαρμογές κοινωνικής πληροφορικής (Web 2.0 και Learning 2.0), ευκαιρίες για μάθηση μέσω κινητών συσκευών ή με βάση τα παιχνίδια, που διαφέρουν ουσιαστικά από τα προηγούμενα εργαλεία των ΤΠΕ και τις εφαρμογές του Web 1.0. Οι «κοινωνικές τεχνολογίες» που άρχισαν να εμφανίζονται από το 2003 χρησιμοποιούνται πλέον μαζικά και επιτρέπουν στους χρήστες να κάνουν πράγματα με νέους τρόπους σε σχέση με την προηγούμενη γενιά εργαλείων των ΤΠΕ, που εφαρμόζονταν με στόχο την αυτοματοποίηση και ψηφιοποίηση των αναλογικών τρόπων. Αυτή η προηγούμενη γενιά εργαλείων αναφέρεται σε ένα θεσμικό μαθησιακό υπόδειγμα – ιδιαίτερα σημαντικό στις βιομηχανικές κοινωνίες – το οποίο είναι κάθετο, ιεραρχικό και αποκλειστικό και αντιλαμβάνεται τους μαθητευόμενους ως παθητικούς δέκτες, ενώ η τρέχουσα και η μελλοντική μάθηση μέσα σε μια κοινωνία βασιζόμενη στην ψηφιακή γνώση είναι περισσότερο οριζόντια, ετεραρχική και ανοιχτή και αντιλαμβάνεται τους μαθητευόμενους ως ενεργώς συνεισφέροντες.
Προς το παρόν μπορούμε να διακρίνουμε μόνο τις πρώτες ενδείξεις, μολονότι έντονες και πολλαπλές, αυτής της στροφής προς τους νέους τρόπους μάθησης που απευθύνονται σε μια νέα γενιά μαθητευόμενων. Ο αντίκτυπος στις υπάρχουσες μαθησιακές πρακτικές και τους θεσμούς θα είναι ευρύτερος, βαθύτερος και πιθανώς διασπαστικός κατά την επόμενη δεκαετία. Αυτή η αλλαγή θα επιφέρει νέες προκλήσεις, μερικές από τις οποίες έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η σημασία των εγκάρσιων προσόντων (π.χ. μαθαίνω να μαθαίνω, δημιουργικότητα, καινοτομία, συνεργασία) για τις μελλοντικές εργασίες, ο αποφασιστικός αλλά μεταβαλλόμενος ρόλος των εκπαιδευτικών και των προωθητών προγραμμάτων, η αυξανόμενη αξία της άτυπης μάθησης, και οι εναλλακτικοί τρόποι εκτίμησης και πιστοποίησης των άδηλων γνώσεων και των προσόντων που αποκτούνται με την εμπειρία. Υπάρχει μία αίσθηση επείγουσας ανάγκης ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς φορείς, καθώς και τους άλλους οργανισμούς και υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής, οι οποίοι καλούνται να βρουν τρόπους να δράσουν προς όφελος της νέας γενιάς μάθησης, να καταστήσουν δυνατούς νέους τρόπους μάθησης και να εξασφαλίσουν την απόκτηση προσόντων για τις μελλοντικές εργασίες. Είναι αναγκαίο να βεβαιωθούμε ότι η μάθηση του 21ου αιώνα στην Ευρώπη γίνεται πιο αποτελεσματική, πιο δίκαιη, πιο καινοτόμος και πιο εποικοδομητική από ότι ήταν στο παρελθόν.
Yves Punie, Roberto Carneiro
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.