απ` το πεδίο της σχολικής πράξης – Αναστάσιος Τασινός

Βασικά με λεν Θανάση (Συνθετική έκθεση)

Βασικά με λεν Θανάση (Συνθετική έκθεση)

Αναστάσιος Αγ. Τασινός

Ιωάννινα 30 Νοεμβρίου 2020

(136ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών, τάξη ΣΤ`, σχολικό έτος 1984-1985. Οι μαθητές μου στις 3 Απριλίου 1985, παρακολούθησαν στο θέατρο Αλάμπρα την παράσταση «Βασικά με λεν Θανάση». Την άλλη ημέρα έγραψαν μια έκθεση στην τάξη για την εμπειρία τους αυτή. Κράτησα τις εκθέσεις αυτές στο αρχείο μου και τις ανέσυρα 35 χρόνια μετά, προκειμένου να φτιάξω τη συνθετική έκθεση που ακολουθεί, εκτιμώντας ότι έχει κάποιο ενδιαφέρον. Η εν λόγω η συνθετική έκθεση έπρεπε να είχε γίνει τότε, ώστε να διδάξει τους μαθητές. Τότε όμως, έλειπε από τη διδασκαλία μου η καλή αυτή πρακτική.)

Το Αναγνωστικό της ΣΤ` τάξης έχει  πολύ ωραία κείμενα, τα οποία μας δίνουν την αφορμή να συζητάμε με τον κύριό μας διάφορα ενδιαφέροντα θέματα. Έχουμε συζητήσει για το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική, το χορό, τη βία στα γήπεδα, την υγεία, την τεχνολογία, την παγκόσμια ειρήνη, τους Ολυμπιακούς αγώνες κ.τ.λ.)

Μια μέρα εκεί που συζητούσαμε για το θέατρο, ο κύριος μας ρώτησε: «Θέλετε να δούμε μία παράσταση σε κεντρικό θέατρο των Αθηνών;» Όλοι ενθουσιαστήκαμε! Το Μαθητικό Συμβούλιο της τάξης ανέθεσε αμέσως στον κύριο να επιλέξει το θέατρο.

Την άλλη ημέρα ο κύριος ήρθε χαμογελαστός στην τάξη. Φαινόταν ότι κάτι ευχάριστο είχε να μας πει. Μας ρώτησε, αν συμφωνούμε να δούμε την παράσταση «Βασικά με λεν Θανάση» στο θέατρο Αλάμπρα.  Όλοι πεταχτήκαμε απ` τη χαρά!  Στη συνέχεια μας μίλησε για το θέατρο που γεννήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Αυτή την ημέρα έμαθα ότι ένα θεατρικό έργο για να είναι καλό πρέπει να έχει μορφή και περιεχόμενο. Η μορφή στο έργο είναι οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, η πλοκή του έργου, ο τρόπος που παίζει το ρόλο του ο ηθοποιός, τα σκηνικά του θεάτρου κ.τ.λ. Το περιεχόμενο είναι η ουσία του έργου, είναι τα μηνύματα που σου δίνει και οι εντυπώσεις που σου μένουν. Όταν το έργο έχει μορφή χωρίς περιεχόμενο, τότε το έργο λέμε ότι δεν είναι καλό, διότι δεν έχει ουσία. Αντιθέτως, όταν το έργο έχει περιεχόμενο χωρίς μορφή, πάλι δεν είναι καλό, γιατί τα μηνύματα σου τα μεταβιβάζει ξερά, χωρίς να σου δημιουργεί εντυπώσεις. Το έργο που έχει και τα δύο, το χαρακτηρίζουμε άριστο. Αυτές τις σκέψεις είχαμε κατά νου, πριν πάμε στο θέατρο. Ο κύριός μας είχε επικοινωνήσει με τους υπευθύνους του θεάτρου  και μας μείωσαν το εισιτήριο από 400 δραχμές σε 300 δραχμές.

Στις 3 Απριλίου 1985, ημέρα Τετάρτη και ώρα 17:30 συγκεντρωθήκαμε στην αυλή του σχολείου.  «Καλά που θα πάτε;» μας ρωτάει ένα παιδί της άλλης βάρδιας. Στο θέατρο Αλάμπρα του απαντάμε. «Α! τυχεράκηδες», μας λέει. Αμέσως φτιάξαμε δυάδες και ξεκινήσαμε με τα πόδια για το θέατρο. Στο δρόμο είχαμε σιδερένια πειθαρχία. Και να σας πω και κάτι; Εκεί που περπατάγαμε ο κύριός μας έκανε τον τροχονόμο. Εμείς δεν κάναμε βλακείες και δεν πείραζε ο ένας τον άλλον. Ο κύριος μας καμάρωνε. Δεν έκανε σε κανέναν παρατήρηση. Περάσαμε την αερογέφυρα και αφού περπατήσαμε λίγο ακόμη, φθάσαμε στην οδό Στουρνάρα, όπου ήταν το θέατρο Αλάμπρα. Στο ταμείο γινόταν σκοτωμός για τα εισιτήρια. Αφού πληρώσαμε, πιάσαμε μερικές θέσεις και περιμέναμε ν` αρχίσει η παράσταση. Ύστερα από λίγο έσβησαν τα φώτα κι άναψαν οι προβολείς της σκηνής. Οι πρωταγωνιστές ήταν δύο γνωστοί ηθοποιοί: ο Θύμιος Καρακατσάνης  και η Άννα Φόνσου, που στο έργο έπαιζαν το Θανάση και την Ολυμπία.

Πρώτος βγήκε στη σκηνή  ο Θανάσης και μας ρώτησε  αν ψηφίσαμε Πασόκ ή Νέα Δημοκρατία. Δεν έπρεπε όμως να μας πει τίποτε για τα πολιτικά κόμματα. Στη συνέχεια μας παρουσίασε τους ηθοποιούς και αμέσως άρχισε το έργο. Αχ! τι έργο ήταν αυτό; Παναγία μου! Αν ξέρατε τι παλιοκουβέντες λέγανε! Πα, πα, πα, πα! Και έκαναν και τολμηρές κινήσεις! Ντροπή! Κύριε σεναριογράφε, πως δίνεις τέτοια πράγματα να παίζουν οι ηθοποιοί; Αμ το άλλο! Είχαν και ακατάλληλες φωτογραφίες κρεμασμένες στη σκηνή. Δεν τους  ένοιαζε καθόλου που στο θέατρο ήταν και παιδιά. Με εκνεύρισαν και δύο κυρίες που καθόταν μπροστά μου. Άκουγες συνέχεια  χρατς – χρουτς και τσικ – τσικ από τα γαριδάκια και τα σποράκια που έτρωγαν.

Οι μεγάλοι γελούσαν με τις παλιοκουβέντες, ενώ εμείς τα παιδιά όταν γελούσαμε με πραγματικά αστεία, μας φώναζαν σουτ! και σουτ! Αυτά τα ακατάλληλα πράγματα έπρεπε να τα κόψουν απ` την παράσταση. Ξέρω όμως γιατί τα άφησαν. Γιατί άρεσαν στους μεγάλους κι έτσι γέμιζαν τις τσέπες τους.

Για να πούμε όμως και του στραβού το δίκιο, γελάσαμε και εμείς με μερικές πλάκες των ηθοποιών. Όπως για παράδειγμα, όταν η Ολυμπία διηγούταν τη ζωή της στο Θανάση κι έκλαιγε, αντί για μαντήλι πήρε το καπέλο του Θανάση για να σκουπίσει τα δάκρυά της. Αυτό ήταν ένα νόστιμο αστείο που πέρασε απαρατήρητο απ` τους μεγάλους. Ενώ με τις παλιοκουβέντες χα και χου τα γέλια.

Όταν τέλειωσε το πρώτο μέρος της παράστασης άναψαν τα φώτα. Πήγαμε στο κυλικείο για να φάμε κανένα σάντουιτς και βρήκαμε μόνον πορτοκαλάδες χωρίς πορτοκάλι! Ένα ποτήρι με λίγο πορτοκαλάδα και μέχρι πάνω νερό. Και ξέρετε πόσο την είχαν; 50 δραχμές! Είπαμε στον κύριο να βγούμε έξω από το θέατρο που είχε ένα μαγαζί με τοστ, αλλά δεν μας άφησε. Και καλά έκανε, γιατί είχαμε συμφωνήσει ότι δεν θα βγει κανένας στο δρόμο. Σε λίγο ακούστηκε το κουδούνι, που μας καλούσε να δούμε το δεύτερο μέρος.

Το τι βρισίδι και τι παλιοκουβέντες έπεσαν και στο δεύτερο μέρος, δεν μπορώ να σας πω. Σε κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και η Ολυμπία βγήκε στη σκηνή με το κομπινεζόν, χωρίς καλά-καλά να βάλει το φόρεμά της. Τι ήθελε να μας δείξει ότι έχει ωραίο σώμα; Αμ το άλλο! ο Θανάσης βγήκε στη σκηνή φορώντας ένα σώβρακο μέχρι το γόνατο. Σας τα κάνω έτσι λιανά για να καταλάβετε, γιατί δεν μου άρεσε αυτό το έργο.

Ο Θανάσης ήταν ένας καταπιεσμένος εργαζόμενος, ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά. Χώρισε από την πρώτη γυναίκα του την Ευανθία που ήταν λίγο χαζούλα και παντρεύτηκε μια χωρισμένη με δύο παιδιά την Ολυμπία, που ήταν λίγο αλήτισσα. Το ένα παιδί του Θανάση την έβρισκε με την ταχύτητα της μοτοσυκλέτας, ώσπου μια μέρα τραυματίστηκε και βρέθηκε στο νοσοκομείο. Το άλλο παιδί, ενώ τέλειωσε το Πανεπιστήμιο, δούλευε σερβιτόρος κι έμπλεξε με το χασίσι που οδηγεί στην καταστροφή. Στη συνέχεια ο Θανάσης άφησε την Ολυμπία και ξαναπήγε στην Ευανθία. Πολύ μπερδεμένη κατάσταση. Έπρεπε ο συγγραφέας να βάλει κι ένα παιδί να παίρνει τον καλό δρόμο, ώστε να μας δείξει και μια φωτεινή πλευρά της ζωής.

Στο έργο έπαιζε κι ο Μπάμπης, ένας αληταράς και βρομόστομος απ` τα Εξάρχεια. Πολύ ωραία έπαιζε και η πεθερά του Θανάση. Εκεί που γέλασα πολύ ήταν, όταν ο γιατρός πήρε το φακελάκι απ` το Θανάση με φακιρικό τρόπο.

Ο Θανάσης καταπιεζόταν πολύ στη δουλειά του και ξέσπαγε στα πρόσωπα που είχαν μπει στη ζωή του με άσχημα λόγια και χειρονομίες. Το τι βρισιές και τι παλιοκουβέντες έλεγε! Αυτά τα λόγια μάς άφησαν κακές εντυπώσεις. Ο Θανάσης έδειχνε απελπισμένος απ` τη ζωή  και διαρκώς επαναλάμβανε τη φράση «Βασικά με λεν Θανάση». Στο τέλος τον βλέπουμε να φωνάζει: «Είναι ζωή αυτή; είναι ζωή;»

Τα σκηνικά του έργου ήταν ασύνδετα με την υπόθεση του έργου. Δεν άλλαζαν, ανάλογα με το περιβάλλον. Στην αρχή το σκηνικό ήταν μια φτωχογειτονιά με ξύλινα παντζούρια κι απλωμένη μπουγάδα και όλα ταίριαζαν με την υπόθεση του έργου. Όταν η υπόθεση  μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο και μετά σε ένα καφενείο, πάλι είχε τα ίδια σκηνικά. Γίνεται διαφορετικές σκηνές να έχουν τα ίδια παντζούρια και τα ίδια απλωμένα ρούχα; Δε γίνεται βέβαια. Άσε το άλλο! Οι άνθρωποι του θεάτρου άλλαζαν το σκηνικό μπροστά στα μάτια μας. Θα έπρεπε όμως, όταν μετέφεραν τις καρέκλες και τον καναπέ να κλείνουν τις κουρτίνες της σκηνής για να μην τους βλέπουμε.

Αυτό όμως που έκανε το έργο, κατά κάποιο τρόπο, δύσκολο να το καταλάβεις ήταν η ροή του. Δεν είχε λογική σειρά. Μας γύρναγε μερικές φορές σε περασμένα γεγονότα και μας μπέρδευε. Πρώτα μας έδειξε το Θανάση που ήταν με την Ολυμπία τη δεύτερη γυναίκα του και μετά μας έδειξε που ήταν με την Ευανθία την πρώτη γυναίκα του. Παρόλα αυτά, οι ηθοποιοί  κατάφεραν να δώσουν σωστή ερμηνεία στο ρόλο τους. Άλλες φορές γελούσαμε, άλλες φορές στεναχωριόμασταν κι άλλες φορές ξαφνιαζόμασταν απ` τις παλιοκουβέντες. Μου άρεσε πολύ, όταν ο Θανάσης κατέβηκε απ` τη σκηνή κι έκανε αστεία με τους θεατές. Σε μας όμως δεν ήρθε.

Το έργο αυτό, όπως είπε και στο τέλος ο Θύμιος Καρακατσάνης, μας έδειξε την κατάντια κάθε Έλληνα πολίτη που χάνει με τον καιρό την ταυτότητά του. Μας έδειξε την κατάντια του αντρόγυνου και τα παιδιά που θα βγουν απ` αυτό, που δεν σέβονται τους γονείς τους. Γενικότερα είδαμε τις κακές συνήθειες της νεολαίας. Δεν μας έδειξε όμως, την άλλη πλευρά του νομίσματος, για τον Έλληνα πολίτη που μένει για πάντα με τη δικιά του ταυτότητα, για το καλό αντρόγυνο και για την νεολαία που αγωνίζεται. Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να φύγουμε από το έργο με μια απαισιοδοξία και όχι αισιοδοξία όπως θα έπρεπε. Είδαμε δηλαδή μόνον τη μαύρη πλευρά της ζωής. Πολλά προβλήματα, χωρίς καμιά ελπίδα και διέξοδο. Τότε σκέφτηκα αυτό που μας είπε ο κύριος, ότι δεν φτάνει μόνον το ταλέντο των ηθοποιών για να είναι καλό ένα έργο. Χρειάζεται και ένα καλό σενάριο.

Με λίγα λόγια περίμενα το έργο να είναι καλύτερο, γιατί έπαιζαν πολύ καλοί ηθοποιοί. Απορώ πως παιζόταν δύο συνεχόμενα χρόνια. Όμως, οι περισσότεροι από τους θεατές φεύγοντας έδειχναν ικανοποιημένοι, γιατί μάλλον είχαν συνηθίσει στο να βλέπουν τέτοια έργα. Εμένα η γνώμη μου είναι ότι αν παρέλειπαν τις παλιοκουβέντες και τις απρεπείς χειρονομίες το έργο θα ήταν καλύτερο. Τα άφησαν όμως και το έργο χάλασε.

Όταν βγήκαμε έξω από το θέατρο έφαγα ένα περιποιημένο σάντουιτς. Χωρίς καθυστέρηση φτιάξαμε δυάδες και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μερικά παιδιά έφυγαν με τους γονείς τους, που ήταν έξω από το θέατρο. Οι περισσότεροι επιστρέψαμε με τον κύριό μας στην πλατεία, όπου μας περίμεναν οι γονείς μας. Μερικά παιδιά που δεν ήρθαν οι γονείς τους, τα πήγε ο κύριος στα σπίτια τους.

Την άλλη ημέρα στην τάξη κάναμε μια φοβερή κριτική του έργου. Ο κύριος μας άκουγε προσεκτικά, δίχως να μιλάει. Στο τέλος παραδέχτηκε, για άλλη μια φορά, ότι έκανε λάθος που μας πήγε σε αυτό το έργο, δίχως πρώτα να το έχει δει. Έτσι που λέτε την πατήσαμε.

Βασικά, εμένα δεν μου άρεσε το έργο «Βασικά με λεν Θανάση», παρόλο που είχε και μερικές καλές σκηνές. Μου άρεσε όμως, που μιλήσαμε στην τάξη για τη μορφή και το περιεχόμενο του έργου. Αυτή η συζήτηση ήταν πολύ διδακτική. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαμε σε κανονικό θέατρο και ο κύριός μας στεναχωρήθηκε που δεν το ευχαριστηθήκαμε. Μακάρι να ξαναπάμε στο θέατρο, αλλά αυτή τη φορά να προσέξουμε τι έργο θα επιλέξουμε.

Ιωάννινα 30 Νοεμβρίου 2020

Σημειώσεις:

1) Ο τρόπος δημιουργίας της συνθετικής έκθεσης περιγράφεται λεπτομερώς στο άρθρο μου «Άκου όταν μιλάς δάσκαλε!».

2) Στο άρθρο μου «Στο θέατρο Αλάμπρα» περιγράφω κι εγώ την παράσταση «Βασικά με λεν Θανάση».

2 σχόλια »

  1. Πετράκη Eίπε,

    21 Φεβρουαρίου, 2021 @ 11:48 πμ       Απάντηση

    Είναι νομίζω αδύντο να ξεχάσει κάποιος από τους μαθητές αυτής της τάξης τη συγκεκριμένη ημέρα. Σχεδόν για το σύνολο της τάξης ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Μπράβο για άλλη μια φορά στο δάσκαλό!

    • ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΤΑΣΙΝΟΣ Eίπε,

      22 Φεβρουαρίου, 2021 @ 12:46 πμ       Απάντηση

      Κυριακή, η επιλογή της παράστασης «Βασικά με λεν Θανάση» ήταν ένα λάθος μου. Η διαχείριση όμως του λάθους ήταν ειλικρινής και ενδιαφέρουσα. Ίσως να είναι κι αυτό, που ενώ πέρασαν 36 χρόνια από τότε, θυμάσαι τόσο έντονα εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα.


RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων