Αρχείο μηνός Δεκέμβριος 2015

οι μαθητές δημιουργούν χριστουγεννιάτικες κάρτες

PICT0188

Η ιστορία της Χριστουγεννιάτικης κάρτας.

Η πρώτη χριστουγεννιάτικη κάρτα δημιουργήθηκε από τονSir Henry Cole στο Λονδίνο το 1843. Στην κάρτα απεικονιζόταν ένα έργο του John Callcott Horsley που έδειχνε μια οικογένεια να κάθεται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και να τσουγκρίζουν όλοι μαζί τα ποτήρια τους.

Η πρώτη χριστουγεννιάτικη κάρτα δημιουργήθηκε από τον Sir Henry Cole στο Λονδίνο το 1843. Στην κάρτα απεικονιζόταν ένα έργο τουJohn Callcott Horsley που έδειχνε μια οικογένεια να κάθεται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και να τσουγκρίζουν όλοι μαζί τα ποτήρια τους.

Εκείνο το έτος που πρωτοεμφανίστηκαν οι χριστουγεννιάτικες κάρτες τυπώθηκαν και πουλήθηκαν 2.050 κάρτες.

Το 1875 έχοντας δει την μεγάλη απήχηση που είχαν οι χριστουγεννιάτικες κάρτες στην Αγγλία ο Louis Prang αποφάσισε να τυπώσει χριστουγεννιάτικες κάρτες και να τις στείλει στην Αμερική.

Όμως οι απεικονίσεις που είχε επιλέξει για τις κάρτες τους ήταν πολύ φτηνές και κακόγουστες με αποτέλεσμα να φύγει από την αγορά πολύ σύντομα.

Η παραγωγή των χριστουγεννιάτικων καρτών τον 20ο αιώνα αποτελεί μια από τις πιο κερδοφόρες βιομηχανίες.

Βέβαια η ποιότητα εικόνων και εκτυπώσεων με την βοήθεια της τεχνολογίας έχει αναπτυχθεί πολύ.

Το 1950 εμφανίστηκαν και χριστουγεννιάτικες απεικονίσεις cartoon και τον 21ο αιώνα επανήλθαν πάλι στην αγορά οι κάρτες Βικτοριανού ύφους που είχαν εξαλειφθεί μετά την μεγάλη αποτυχία το 1875 στην Αμερική.

Πλέον μπορεί ο καθένας να αγοράσει κάρτες σε πακέτο με διάφορα σχέδια αλλά και μεμονωμένες.

Όμως με την εξέλιξη της τεχνολογίας πλέον οι άνθρωποι μπορούν να ανταλλάσσουν τις ευχές τους μέσω τηλεφώνου και e-mail , έτσι παρατηρήθηκε μείωση στον αριθμό των καρτών που στέλνονται

οι μαθητές ζωγραφίζουν χριστουγεννιάτικα θέματα

IMG_20151209_083923

Επί Πάπα Ιουλίου Α’ (337-352) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25 Δεκεμβρίου κατόπιν έρευνας των αρχείων της Ρώμης, όπως πιστεύεται, επί της απογραφής που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με υπολογισμό ρήσης του Ευαγγελίου (το οποίο και συνέτεινε) του Προδρόμου λεχθείσα περί τον Χριστόν:”Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι” (Ιωάνν. γ’30). Με βάση αυτή την υποθετική πηγή, η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο όπου και αρχίζει η αύξηση των ημερών. Στον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού συντέλεσαν προφανώς η μεγάλη εθνική εορτή του “ακατανίκητου” θεού Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti) και ο εορτασμός των γενεθλίων του Μίθρα που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την έννοια ότι η επιλογή αυτής της ημέρας ως ημέρας γέννησης του Χριστού είχε να κάνει με την προσπάθεια αντικατάστασης των παγανιστικών (μη χριστιανικών) γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια[5]

Συνεπώς, όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, προσπάθησε να απορροφήσει και να δώσει νέα διάσταση και νέα σημασία σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα και λατρευτικές συνήθειες αιώνων. Πάντως, παρά τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για πολλές από τις εκδηλώσεις[6] που τελούνταν στην αντίστοιχη του Δωδεκαημέρου περίοδο ή τις νομοθεσίες[7], αυτές διατηρήθηκαν κυρίως στην ύπαιθρο[8] καθ’ όλη την διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Σε μεταγενέστερη εποχή πολλά από τα έθιμα τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαίγνια κ.ο.κ.) μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό τής Πρωτοχρονιάς[9].

Βικιπαίδεια

PICT0331

Επισκεφτήκαμε με τους μαθητές της Γ Γυμνασίου στις 2-12-15 το Τεχνολογικό και Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου,στα πλαίσια του project <<Eνέργεια>> και ξεναγηθήκαμε στο εργοστάσιο και στο Μουσείο από παλαιούς εργαζόμενους.

Ευχαριστούμε θερμά τους υπευθύνους του Πάρκου για την φιλοξενία.

Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου

PICT0357

Η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου

Α’ περίοδος 1875-1904
Στο διάστημα αυτό η εταιρεία κατασκευάζει το βασικό πυρήνα των εγκαταστάσεων. Μέχρι το 1895 το οργανωμένο πια σύνολο περιλαμβάνει κτίρια διοίκησης, εγκαταστάσεις μηχανικής επεξεργασίας και υδρομηχανικού εμπλουτισμού των μεταλλευμάτων και αναγωγής του μολύβδου.
Τα εξορυσσόμενα μεταλλεύματα από τα μεταλλεία υφίστανται επί τόπου έναν πρώτο εμπλουτισμό. Από αυτά τα μολυβδούχα, τα ψευδαργυρούχα και τα μικτά θειούχα οδεύουν προς τις διαδικασίες μηχανικής προπαρασκευής σε θραυστήρες και «πλυντήρια» που βρίσκονται στον Κυπριανό. Στη συνέχεια της παραγωγικής αλυσίδας τα μεταλλεύματα κατεργάζονταν μεταλλουργικά. Διακρίνονται δύο ξεχωριστές διαδικασίες: η πύρωση της καλαμίνας, η φρύξη και η αναγωγική τήξη του γαληνίτη. Το τελικό προϊόν περιέχει 90% μόλυβδο και εξάγεται ως αργυρούχος μόλυβδος σε χελώνες.

Β’ περίοδος 1905-1929
Το 1905 ξεκινά μια μεγάλη επιχείρηση τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της μεταλλουργίας του μολύβδου. Στη διαδικασία της φρύξης εγκαταλείπονται οι παλαιές φλεγοβόλοι κάμινοι και εφαρμόζονται δύο διαφορετικές μέθοδοι, ανάλογα με τον τύπο του μεταλλεύματος. Οι γαληνίτες με μεγάλη περιεκτικότητα σε σιδηροπυρίτη υφίστανται πλήρη φρύξη με τη μέθοδο Kauffmann , ενώ οι υπόλοιποι με τη μικρότερη περιεκτικότητα σε σιδηροπυρίτη φρύττονται με τη μέθοδο Huntigton-Heberlein.
Επίσης κατασκευάζονται δύο νέοι κάμινοι τύπου Brunton και αναδιοργανώνεται το συγκρότημα της πλινθοποίησης. Ήδη από το 1905 αλλάζει και η κινητήρια δύναμη του συγκροτήματος με την εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων. Το 1913 η εταιρεία επιχειρεί την επέκταση των μεταλλουργικών δραστηριοτήτων με περαιτέρω επεξεργασία των προϊόντων της αναγωγικής τήξης.

Γ’ περίοδος 1930-1989
Στο τέλος της δεκαετίας του 1920 η εταιρεία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών του μολύβδου και με τη σταδιακή εξάντληση των κοιτασμάτων. Επιχειρεί να αντιμετωπίσει την κρίση με τον εκσυγχρονισμό της μεθόδου εμπλουτισμού και με την παραγωγή καθαρού μολύβδου για την εσωτερική αγορά. Από το 1930 εφαρμόζεται η μέθοδος της απαργύρωσης δια ψευδαργύρου, ενώ μετά το 1936 λειτουργεί ελασματοποιείο για την παραγωγή φύλλων μολύβδου. Το 1930 λόγω εξάντλησης των μεταλλευμάτων καθίσταται ασύμφορη και σταματά η λειτουργία των καμίνων πύρωσης της καλαμίνας. Το ίδιο έτος η εταιρεία αγοράζεται από την πολυεθνική Penarroya. Οι τελευταίες σημαντικές παρεμβάσεις στο συγκρότημα είναι οι εγκαταστάσεις των φίλτρων καπνού που δημιουργήθηκαν μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ορισμένα από τα κτίρια που σώζονται μέχρι και σήμερα κατασκευάστηκαν το 1875-76  και εξακολούθησαν μέχρι το 1988 να στεγάζουν τα στάδια  της παραγωγικής  διαδικασίας. Το συγκρότημα διέκοψε οριστικά τη λειτουργία του το 1989. Σήμερα μετασχηματίζεται από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο σε Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο.

 

 

TA ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΑ

Το Λαύρειο με το παραπάνω γενικό, δυναμικό σημαινόμενο, ως ο τόπος των μεταλλευτικών έργων, χαρακτηρίζεται επί αιώνες, από την αρχαία εποχή έως σήμερα αφού αποτελεί το απόλυτο συμπλήρωμα, τον αναντικατάστατο ετερόπτωτο ονομαστικό προσδιορισμό, όταν θέλει να αναφερθεί κανείς στα μεταλλεία της περιοχής λέγει και γράφει «τα μεταλλεία του Λαυρείου»και αυτό το περιεχόμενο εννοούν οι αρχαίοι συγγραφείς,όπως ο Ηρόδοτος (5ος αι.π.Χ., VII 144), στον  οποίο για πρώτη φορά απαντάται το τοπωνύμιο, ο Θουκιδίδης (5ος αι. π.Χ., ΙΙ55,Ι), ο Αριστοτέλης  (4ος αι. π.Χ. Οικονομικός Β36), ο Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ Ελλάδος Περιηγήσεως. Αττικά Α, 1) και στην Βυζαντική εποχή ο Γ. Χοιροβοσκός(Γραμματικός, 2ο μισό του 8ου αι.).

 

Παρομοίως και στη νεότερη εποχή, από την πρώτη συστηματική εργασία πάνω στο αρχαίο Λαύριο του Γερμανού ερευνητή Α. Boeckh, Uber die Laurischn Silberwerke in Attica,Berlin, 1815 (Περί των λαυρεωτικών αργυρείων στην Αττική, Βερολίνο,1815) στη συνέχεια με την επανέναρξη των έργων το 1865 και καθ όλο τον 19ο , 20ο αι. και μέχρι σήμερα, όταν τα επίσημα έγγραφα ή έντυπα, οι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς και μελετητές αναφέρονται στο Λαύρειο ή ασχολούνται αποκλειστικά με αυτό είτε πρόκειται για τις μεταλλούχες ύλες (σκωρίες, εκβολάδες, μεταλλεία), είτε για τα μεταλλευτικά και μεταλλουργικά έργα της αρχαίας και νεότερης εποχής, από κάθε άποψη, του αποδίδουν το παραπάνω γεωγραφικό, γεωλογικό, μεταλλευτικό και ιστορικό περιεχόμενο.

 

 

Οι ίδιοι οι ιθύνοντες των δύο μεγάλων εταιρειών, που δραστηριοποιήθηκαν στον 19ο και 20ο αι. στην άνω γεωγραφική περιοχή, θεώρησαν ως απολύτως φυσικό να ονομάσουν την μεν ελληνική ως Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου, τη δε γαλλική, ως Compagnie Francaise des Mines du Laurinm (Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων  Λαυρίου ). Τόση είναι δε η ισχύς του τοπωνυμίου Λαύρειον και του περιεχομένου του ώστε με δεδομένο και τον κλασικισμό της εποχής, όταν σχηματίστηκαν οι Δήμοι της Αττικής το 1835, όχι μόνον η ως άνω περιγραφόμενη περιοχή, αλλά και πέραν αυτής, περιλαμβάνεται στον ιδρυθέντα Δήμο, ο οποίος, φυσικά, ονομάζεται Δήμος Λαυρίου.

 

Στον 19ο αι. με την αναγέννηση του μεταλλευτικού Λαυρείου,  τον 20ο και μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται η διπλή γραφή Λαύρειο (ν) και Λαύριο (ν). Φυσικά με τη στενή του έννοια το τοπωνύμιο Λαύρειον παραπέμπει και στη ομώνυμη πόλη της νεότερης εποχής . Ο δε όρος Λαυρεωτική σημαίνει α) συναπτόμενος , με τη λέξη Δήμος τα διοικητικά όρια του Δήμου Λαυρεωτικής και β) ως συνώνυμος του Λαυρείου , την περιοχή των μεταλλευτικών έργων. Το τοπωνύμιο Λαύρειον είναι μακράν επικρατέστερο του συνώνυμού του Λαυρεωτική, όπως, άλλωστε, συνέβαινε πάντα, και στην Αρχαιότητα. Αλλωστε, μόλις τον 1ο -2ο αι. μ.Χ. χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος τον όρο Λαυρεωτική ως τοπωνύμιο.

 

[στοιχεία από το βιβλίο: Θορικός: το αρχαίο θέατρο του Γιώργου Ν. Δερμάτη, Δρ. Ιστορίας]