Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (El Greco), “Μαρία Μαγδαληνή η Μετανοούσα”, 1576, Μουσείο Καλών Τεχνών, Βουδαπέστη.

Τον αγάπησα τόσο, που έπαψα να τον λυπάμαι: ο έρωτάς μου θέριευε αυτή την απόγνωση, που αυτή και μόνο, τον έκανε Θεό. …. Στην αίθουσα των Χαμένων Βημάτων, όταν ο Πιλάτος μάς άφησε να εκλέξουμε ανάμεσα σ’ ένα λωποδύτη και τον Θεό, σαν όλους τους άλλους φώναξα Βαραββάν. Τον είδα να πλαγιάζει πάνω στο κατακόρυφο κρεβάτι του αιώνιου γάμου του: παραστάθηκα στο τρομερό δέσιμο των σκοινιών, στο φιλί του σφουγγαριού που ήταν ακόμη ποτισμένο από μια θαλασσινή πίκρα, στο λόγχισμα του στρατιώτη που πάσχιζε να τρυπήσει την καρδιά αυτού του θείου βρυκόλακα από φόβο μήπως ξανασηκωθεί και βυζάξει όλο το μέλλον. Το’νιωσα να σπαρταράει πάνω απ’ το μέτωπό μου αυτό το γλυκό γεράκι το παλουκωμένο στην πύλη των Χρόνων. Ένα αγέρι νέκρας έγλειφε τον ουρανό, λαφρύ σαν πέπλο. Ο κόσμος έγερνε προς το μέρος της νύχτας, παρασυρμένος από το βάρος του σταυρού. Ο χλωμός καπετάνιος κρεμότανε από τα ξάρτια του τρικάταρτου που καταποντιζόταν.

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, «Μαρία Μαγδαληνή ή Η Σωτηρία»