Το άρθρο ένα του νομοσχεδίου που παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα» είναι απολύτως σαφές: οι υπάλληλοι θα τίθενται πλέον αυτοδικαίως σε αργία εφ΄ όσον στερήθηκαν την προσωπική τους ελευθερία ύστερα από πρωτοβάθμια απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου ή από ένταλμα προσωρινής κράτησης που εκδόθηκε σε βάρος τους. Σε αργία θα τίθενται και όταν «παραπέμπονται αμετακλήτως στο ακροατήριο προκειμένου να δικαστούν για τα αδικήματα της δωροδοκίας,τηςυπεξαίρεσης περί την υπηρεσία,της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια,της ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας ή της πορνογραφίας ανηλίκων». Σε αργία θα τίθενται και οι υπάλληλοι στους οποίους επιβλήθηκε «η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή της προσωρινής παύσης άνω των έξι μηνών».
Ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά
Στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι, εκτός των άλλων, αποτελεί πλέον πειθαρχικό παράπτωμα και «η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου,κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου ή εξ αφορμής αυτών». Με τη διατύπωση αυτή επιδιώκεται η αποδοκιμασία και η τιμωρία πράξεων ή παραλείψεων του υπαλλήλου που συνδέονται με φαινόμενα διαφθοράς. Ως πειθαρχικό παράπτωμα ορίζεται και «η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας».
Οι ρυθμίσεις αυτές μάλιστα που τροποποιούν τα σχετικά άρθρα του Υπαλληλικού Κώδικα δεν θα εφαρμόζονται μόνον για το τακτικό προσωπικό του Δημοσίου, αλλά και για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθώς επίσης και για το μόνιμο προσωπικό των δήμων και των ΝΠΔΔ. Παρέχεται ταυτοχρόνως η ευχέρεια στο Πειθαρχικό Συμβούλιο να επιβάλει την ποινή της οριστικής παύσης για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα και όχι μόνο για ορισμένα μόνον αδικήματα, όπως ήταν η παράβαση καθήκοντος, κάτι που ίσχυε ως τώρα.
Παύση με «επαρκείς ενδείξεις»
Στο νομοσχέδιο ορίζεται ακόμη ότι το αρμόδιο όργανο, όταν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις πειθαρχικού χαρακτήρα, μπορεί να επιβάλει και διοικητική κύρωση που κυμαίνεται από 10.000 ευρώ ως 30.000 ευρώ. Συγχρόνως, «όταν επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης για εμπλοκή σε θέματα διαφθοράς, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση πειθαρχικής υφής από 10.000 ως 100.000 ευρώ», όπως σημειώνεται.
Παρέχεται ταυτόχρονα η δυνατότητα άσκησης πειθαρχικής εξουσίας στον υπουργό Εσωτερικών. Ο υπουργός Εσωτερικών μπορεί να ζητήσει δίωξη, πρώτον, για τους υπαλλήλους του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ για ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτησή τους, μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, άρνηση συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) και μη εφαρμογής των περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας και, δεύτερον, για τους υπαλλήλους των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα.
ΕΚΤΟΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΟΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΕΣ
Για πρώτη φορά οι συνδικαλιστές δεν μετέχουν στα πειθαρχικά όργανα. Στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο θα προεδρεύει πλέον ένας αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ενώ θα λειτουργεί σε δύο τμήματα. Σε καθένα από τα τμήματα θα συμμετέχουν ο πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ή ο αναπληρωτής του ως πρόεδρος, δύο νομικοί σύμβουλοι του κράτους και δύο προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων. Ως τώρα τα υπηρεσιακά συμβούλια επιτελούσαν, τρόπον τινά, και τον ρόλο των πειθαρχικών. Με το άρθρο 3 του νομοσχεδίου τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά διαχωρίζονται από τα υπηρεσιακά και θα ασχολούνται αποκλειστικά με το πειθαρχικό δίκαιο των υπαλλήλων. Στα εν λόγω συμβούλια, τα οποία είναι πενταμελή, μετέχουν ανώτεροι δικαστικοί λειτουργοί, μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και δύο προϊστάμενοι διευθύνσεων που προέρχονται από υπηρεσίες διαφορετικές από αυτήν στην οποία ανήκει ο ελεγχόμενος υπάλληλος.
Ρεπορτάζ Δ. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ