Μουσικά όργανα
Στην Κρήτη, μυθολογική γενέτειρα της τέχνης των Μουσών και πατρίδα πολλών ονομαστών μουσικών, παραγωγή οργανωμένου ήχου μπορεί να εντοπισθεί από την τελευταία προανακτορική φάση με το πήλινο σείστρο των Αρχανών, το οποίο χρονολογείται στο 2000 π.Χ. και θεωρείται το παλαιότερο μουσικό όργανο της Ευρώπης.
Το πήλινο σείστρο των Αρχανών, το οποίο χρονολογείται από το 2000 π.Χ. και θεωρείται το παλαιότερο μουσικό όργανο της Ευρώπης. 2. Μεγάλο πήλινο ειδώλιο της «θεάς των μηκώνων» (1350-1100 π.Χ.). 3. Πήλινο σύμπλεγμα γυναικείου τελετουργικού χορού και στη μέση μια γυναικεία μορφή να παίζει λύρα (1350-1100 π.Χ.) από το Παλαίκαστρο της Ανατολικής Κρήτης. 4. Σφραγιστικό δακτυλίδι που βρέθηκε στον τάφο των Ισοπάτων, κοντά στην Κνωσό, με σύνθεση γυναικείων μορφών σε τελετή
Η λύρα
Η έλευση του βιολιού στην Κρήτη κατά τα τέλη του 16ου αιώνα (είτε μέσω των Ενετών ή μέσω των Τούρκων), ενός οργάνου με πολύ περισσότερες τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητες, δεν κατάφερε να επικρατήσει έναντι της λύρας όπως συνέβη στο πλείστο των περιοχών του ελλαδικού χώρου. Ίσως η μορφολογία του εδάφους, τα πολλά απομονωμένα ορεινά χωριά, αλλά και η μεγάλη έκταση του νησιού συνέβαλαν στην διατήρηση της λύρας ως κυρίαρχο μουσικό όργανο των Κρητικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χωριό Όλυμπος της Καρπάθου, όπου η παραδοσιακή λύρα κατέχει ισχυρότατη θέση καθώς το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε μόλις το 1981 ενώ ο αγροτικός δρόμος ανοίχθηκε το 1979. Όπως προαναφέραμε, η λύρα στην Κρήτη αρχίζει από τη δεκαετία του 1930 και μετά να υπόκειται σε σταδιακές αλλαγές με αποκορύφωμα των εμφάνιση στην δεκαετία του 1940 στο νησί της βιολόλυρας (με τέσσερις χορδές). Ο πρώτος τύπος αχλαδόσχημης κρητικής λύρας, το λυράκι και η κατάλληλη για γλέντια ανοιχτού χώρου βροντόλυρα εκτοπίζονται.
Η λύρα της Κρήτης κατασκευάζεται από μονοκόμματο ξύλο κάποιας ηλικίας (τουλάχιστον 10 ετών) και συνήθως χρησιμοποιείται ασφένταμος, καρυδιά και μουρνιά. κ.α. Η σκάφη, το κοίλο σκαφτό σώμα της λύρας λέγεται και καύκα ή καυκί. Το καπάκι (εμπρόσθιο μέρος) είναι αυτό που επιρεάζει άμεσα τον ήχο του οργάνου και ιδανικό υλικό για την κατασκευή του θεωρείται το κατράνι (υλικό ηλικίας άνω των 300 ετών που προέρχεται από δοκάρια παλαιών κτισμάτων). Παλιά οι χορδές ήταν εντέρινες και το δοξάρι είχε τρίχες από ουρά αλόγου που συνήθως έφερε μια σειρά από σφαιρικά κουδουνάκια, τα λεγόμενα γερακοκούδουνα, μία ακόμα απόδειξη της βυζαντινής καταγωγής του οργάνου. Σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως δοξάρι βιολιού.
ΤΟ ΒΙΟΛΙ
Όργανο με παγκόσμια απήχηση όπου εμφανίστηκε με τη σημερινή του μορφή στα τέλη του 16ου αιώνα. Το συναντάμε κυρίως στα αστικά κέντρα της Κρήτης όπου κατέφθασε τον 17ο αιώνα[1]. Το βιολί ήταν αρκετά διαδεδομένο στα δυτικά του νομού Χανίων αλλά και στο ανατολικό άκρο της Κρήτης (Σητεία, Ιεράπετρα) όπου παίζει ακόμα σημαντικό ρόλο. Τετράχορδο όργανο με νότες Μι-Λα-Ρε-Σολ, έχει σίγουρα μεγάλες δυνατότητες. Στρατής Καλογερίδης, Δερμιτζογιάννης, Αβυσσινός, Μπαρινταντωνάκης, Περάκης, Κοτσάκης, μερικοί από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες που ήκμασαν ή συνεχίζουν ακόμα αυτή την παράδοση στην ανατολική Κρήτη. Στεφ.Τριανταφυλλάκης (Κιόρος), Ματζουράνας, Κων/νος Μπουλταδάκης (Καναρίνης), Γ.Μαριάνος, Χάρχαλης, Φελεσογιάννης, Ν.Σαριδάκης (Μαύρος), Κ.Παπαδάκης (Νάυτης), Μιχ.Κουνέλης, Φ.Κατράκης, μερικοί βιολιστές που έδρασαν ή συνεχίζουν ακόμα το έργο τους στην δυτική Κρήτη. Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι το βιολί έπεσε σε χέρια πολλών και μεγάλων μουσικών που σφράγισαν με την παρουσία τους την Κρητική μουσική παράδοση. Αρκετοί νέοι αξιόλογοι μουσικοί με αρκετή επιτυχία συνεχίζουν σήμερα την παράδοση του βιολιού και στα δύο άκρα του νησιού.
Η ΒΙΟΛΟΛΥΡΑ
Βιολόμορφη (οκτώσχημη) λύρα, που δημιουργήθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου, έντονα επηρεασμένη μορφολογικά και ακουστικά από το βιολί, μια και το βιολί, εξαιτίας των μεγάλων δεξιοτεχνικών δυνατοτήτων του αποτελεί πρότυπο για πολλούς οργάνου προς μίμηση. Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στον νομό Ηρακλείου όπου ακόμα και σήμερα συναντάται σε ορισμένες περιοχές.
ΤΟ ΛΑΟΥΤΟ
Το λαούτο κατάγεται από το ούτι, απ’ όπου παίρνει και τ’ όνομα του (αραβικά αλ ούντ = το ξύλο). Το λαούτο που βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο έχει τέσσερις διπλές σειρές χορδών, που κουρδίζονται στους φθόγγους λα-ρε-σολ-ντο. Το κρητικό λαούτο επειδή συνήθως συνοδεύει τη λύρα και όχι το βιολί, κουρδίζεται μια καθαρή τετάρτη πιο χαμηλά, δηλ. μι-λα-ρε-σολ. Εξαιτίας του χαμηλότερου κουρδίσματος έχει μεγαλώσει και όλο το όργανο. Το λαούτο της Μικράς Ασίας φαίνεται ότι υπήρχε πριν από το λαούτο του ελλαδικού χώρου, το οποίο εμφανίζεται στα τέλη του περασμένου αιώνα (το λαούτο που αναφέρεται στον “Ερωτόκριτο” ήταν μάλλον το ευρωπαϊκό αναγεννησιακό λαούτο, που ελάχιστες ομοιότητες είχε με το σημερινό ελληνικό λαούτο). Στην Κρήτη ειδικότερα αρχίζει να εμφανίζεται κατά το 18ο αιώνα σε σχήματα με λύρα και βιολί, κυρίως ως συνοδευτικό όργανο. Μεγάλοι εκπρόσωποι του οι Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης), Στ. Κουτσουρέλης, Γιάννης και Βαγ. Μαρκογιαννάκης, Γ. Ξυλούρης, κ.α.).
ΤΟ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ
Όργανο ευρωπαϊκής καταγωγής, συναντάται σε όλα τα παράλια της Μεσογείου. Παίζεται σχεδόν σε όλη την Κρήτη και είναι ευρύτερα γνωστό στους κατοίκους της. Η εμφάνιση του χρονολογείται από την εποχή της Ενετοκρατίας στο νησί. Είχε μεγάλη απήχηση στους κατοίκους, χρησιμοποιούνταν με διάφορες παραλλαγές (π.χ. μαντόλα), ως όργανο συνοδείας της λύρας, του βιολιού αλλά και του λαούτου. Σε συζητήσεις του ο Στέλιος Φουσταλιεράκης έχει αναφέρει ότι το μαντολίνο και το μπουλγαρί ήταν οι συνοδοί της λύρας στις αρχές του 20ου αιώνα στην πόλη του Ρέθυμνου. Υπάρχουν επίσης αναφορές ότι το μαντολίνο ήταν το κατ εξοχήν “γυναικείο” μουσικό όργανο καθώς ήταν το μοναδικό που έπαιζαν οι γυναίκες του νησιού.
Σήμερα παίζεται κυρίως ως σολίστικο όργανο, μέσα σε μουσικά σχήματα στη δισκογραφία, αλλά και σε προσωπικές και οικογενειακές εκδηλώσεις των κατοίκων της Κρήτης.
ΤΟ ΧΑΜΠΙΟΛΙ- ΘΙΑΜΠΟΛΙ- ΜΑΝΤΟΥΡΑ
Το χαμπιόλι είναι ένα είδος μικρής φλογέρας από λεπτό καλάμι, με άνοιγμα οπής 8 χιλιοστά. Το μήκος του είναι 20 με 25 εκατοστά. Η τονικότητα του ήχου είναι ανάλογη με το μήκος και το άνοιγμα του καλαμιού – αν αυτό είναι μακρύ ο τόνος βαρύς, αν είναι κοντό ο τόνος οξύς. Είναι όργανο βοσκών που παίζεται χωρίς συνοδεία, εκτός από το τραγούδι του ίδιου, ή και κάποιων άλλων, αν είναι μαζί. Το επιστόμιο του χαμπιολιού είναι καλυμμένο με τη ψίχα του καλαμιού, γιατί είναι κομμένο ακριβώς επάνω στο κόμπο. Στο πλάι του επιστομίου, πάνω στο καλάμι είναι κομμένη μια μικρή γλωττίδα με πλάτος 5 χιλιοστά περίπου και μήκος 3 εκατοστά, αγγίζοντας την κορυφή του επιστομίου, κάτω από τη γλωττίδα στην κορυφή του επιστομίου περνάει μια ψιλή κλωστή για να περνάει ο αέρας μέσα και να παράγεται με το φύσιμα του οργανοπαίκτη ο ήχος. Κατα μήκος έχει 5 συμμετρικές τρύπες με άνοιγμα 5 χιλιοστών. Το επιστόμιο με τη γλωττίδα εισέρχονται στο στόμα του παίκτη. Οταν ο βοσκός φυσώντας παίζει μια κοντυλιά, δηλαδή κάποιο σκοπό, παράγει ήχο. Με το αριστερό χέρι καλύπτει τις πρώτες δύο τρύπες και τις υπόλοιπες τρεις με το δεξιό. Οι τρύπες επάνω στο χαμπιόλι καλύπτουν μόνο ένα πεντάχορδο, όσες και οι νότες της κοντυλιάς, σπάνια να τις υπερβαίνουν. Το χαμπιόλι είναι ένα λεπτό καλάμι, και το μέγεθός του είναι τόσο όσο η απόσταση μεταξύ δύο κόμπων, δηλαδή δύο κοντύλων, όπως λέγονται από τους Κρητικούς. Η μαντινάδα, όπως ξέρουμε αποτελείται από ένα 15σύλλαβο στίχο και η μελωδία της κινείται πάνω στις πέντε τρύπες του κόντυλα. Αυτός είναι ο λόγος που η μελωδία λέγεται κοντυλιά ή κοντυλιές.
ΤΟ ΣΦΥΡΟΧΑΜΠΙΟΛΟ
Το σφυροχάμπιολο είναι κανονική φλογέρα. Το εσωτερικό άνοιγμα και το μάκρος του καλαμιού δίνουν ανάλογα με το ύψος ή τη βαρύτητα του τόνου. Το επιστόμιο είναι όμοιο με την κοινή σφυρίχτρα, γι αυτό το σφυροχάμπιολο μοιάζει με τη γερμανική φλογέρα. Εχει 7 συμμετρικές τρύπες. Η μία είναι στο πίσω μέρος του καλαμιού, και οι υπόλοιπες έξι στην ορθή όψη, κατά μήκος. Είναι όργανο με μια πλήρη οκτάβα και παίζει, εκτός από κοντυλιές και σκοπούς πηδηχτούς, συρτούς και άλλες κατηγορίες χορευτικών μελωδιών με μεγαλύτερη σε έκταση μουσική κλίμακα. Ο παίκτης με το αριστερό χέρι καλύπτει 4 τρύπες: τη μια που είναι στο πίσω μέρος του καλαμιού με τον αντίχειρα, και τις δύο πρώτες στην ορθή όψη με τον δείκτη και τον παράμεσο. Οι υπόλοιπες τρεις καλύπτονται με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού: δείκτη, μέσω και παράμεσο.
Η ΑΣΚΟΜΑΝΤΟΥΡΑ
ο πρώτο συνθετικό είναι ο ασκός, από δέρμα αρνιού ή κατσικιού, ή και από πιο μεγάλο ζώο, ανάλογα με το μέγεθος που θέλει ο κατασκευαστής. Αφού κόψει ένα μέρος από τις τρίχες του δέρματος, και όταν αυτό μετά από ειδική επεξεργασία λιαστή στον ήλιο και ξεραθεί, δένεται σφιχτά ο λαιμός και το πίσω μέρος του δέρματος. Στη συνέχεια γυρίζει το δέρμα ανάποδα, με το τριχωτό στο εσωτερικό του ασκού. Στο ένα μπροστινό πόδι προσαρμόζεται ένα μικρό καλαμάκι, περίπου 7 εκατοστά, η φυσικτίρα, το επιστόμιο όπου φυσάει ο παίκτης γεμίζοντας τον ασκό με αέρα. Στο άλλο πόδι προσαρμόζεται η μαντούρα. Η μαντούρα είναι μια ξύλινη βάση που καταλήγει σε ένα ξύλινο μονοκόμματο χωνί απ’ όπου εξέρχεται ο ήχος. Μέσα σ’ αυτή τη βάση τοποθετούνται δύο παράπλευρα καλάμια, ισομεγέθη χαμπιόλια με 5 συμμετρικές τρύπες το καθένα, χωρίς τη γνωστή γλωττίδα. Και οι 5 τρύπες πρέπει να είναι παράλληλες, στην ίδια ευθεία και με την ίδια τονικότητα. Πράγμα δύσκολο για τους λαϊκούς κατασκευαστές, γι αυτό δεν έχουμε ταυτοφωνία. Τονικά η ασκομαντούρα είναι φάλτσα. Στη κορυφή, στο κάθε χαμπιόλι εισέρχεται ένα μικρότερο σε πάχος και μήκος καλαμάκι, περίπου 5 εκατοστά. Αυτά τα δύο καλαμάκια λέγονται χαμπιολάκια. Το καθένα από αυτά έχει μια μικρή γλωττίδα, όπως και το χαμπιόλι. Τα δυο χαμπιολάκια μαζί με τη γλωττίδα εισέρχονται στον ασκό και δένονται σφιχτά.Τρόπος παιξίματοςΟ παίκτης φυσά τον ασκό, κι αφού φουσκώσει, ό αέρας πιέζει τα χαμπιολάκια μέσω των γλωττίδων και παράγεται ο ήχος, ο οποίος διοχετεύεται στα δύο ίσα παράπλευρα χαμπιόλια με τις πέντε τρύπες. Ο παίκτης, με το άνοιγμα και το κλείσιμο των παράλληλων οπών με τα δάκτυλα του παράγει τη μελωδία, της οποίας ο ήχος εξέρχεται από το χωνί της μαντούρας. Βλέπε τις σχετικές φωτογραφίες. Τα χαμπιολάκια δεν φαίνονται γιατί είναι μέσα στον ασκό, αυτό που βλέπουμε καθαρά είναι τα δύο χαμπιόλια με τις πέντε τρύπες, που είναι τοποθετημένα στον αύλακα της μαντούρας.
Αφήστε μια απάντηση