ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Το ποδαρικό

Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο. ‘Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό.

Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό, γιατί τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια κι η κακία.

Η καλή χέρα

Συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Συνήθως πρόκειται για τα εγγόνια ή τα ανίψια. Μερικές δεκαετίες παλιότερα, η «καλή χέρα» ήταν το μόνο δώρο που έπαιρναν τα παιδιά την Πρωτοχρονιά και σε πολλές περιπτώσεις ήταν απλά ένα κέρασμα μια κι ούτε χρήματα υπήρχαν πολλά, αλλά ούτε μαγαζιά με παιγνίδια.

Κρεμύδα για γούρι

Το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμύδα (Scilla maritima) είναι συνηθισμένο φυτό στην Κρήτη. Φυτρώνει άγριο και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Τα ζώα δεν το τρώνε γιατί έχει δηλητήριο, που μπορεί να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό από επαφή.

Ακόμα και να το βγάλεις απ’ τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα και άνθη. Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική του δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα, γι’ αυτό την πρωτοχρονιά κρεμούν σκυλοκρέμμυδο στα σπίτια τους.

Πρόκειται για αρχαίο έθιμο καλοτυχίας που αναφέρεται ήδη από τον 6 ο αιώνα π.Χ. Σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί.

Η πέτρα

Κάθε πρωί Πρωτοχρονιάς , χαράματα και μόλις κρυπούσε η “πρώτη καμπάνα” τση εκκλησιάς , όλοι μικροί – μεγάλοι , σηκώνονταν , έκαναν τρείς φορές το σταυρό τους , και αμίλητοι ώς ήτανε , χωρίς να μιλήσουν , μέσα στη σιωπή που κυριαρχούσε , έβαζαν τα γιορτινά τους ρούχα , έκαναν το σταυρό τους 3 φορές , έβγαιναν έξω απο το σπίτι , έπαιρναν απο μια πέτρα ο καθένας τους , -όσο μεγαλύτερη μπορούσε- , και την τοποθετούσαν μέσα στο σπίτι.

Μετά απο αυτό , ο καθένας , καθόταν στην πέτρα που μόλις είχε φέρει , και έλεγαν την παρακάτω φράση : “Κλού -Κλού στα ορνίθια μας , καλοχρονιά στα σπίτια μας , όσο βάρος έχει η πέτρα τούτη , τόσο χρυσάφι και ασήμι να μπεί στα σπίτια μας ” .

Μετά απο αυτό σηκώνονταν ο καθένας έκανε το σταυρό του 3 φορές , καλημέριζαν τους υπολοίπους , και τα παιδιά έπρεπε να χειροφιλήσουν τους γονείς, και μετά πήγαιναν στην Εκκλησία για την προκαθορισμένη λειτουργία . Στην επιστροφή απο την Εκκλησία , έμπαινε ο πρώτος στο σπίτι ο πρωτότοκος , και μετά οι υπόλοιποι. Οι πέτρες έμεναν μέσα στο σπίτι , στο ίδιο μέρος που είχαν τοποθετηθεί , επί οκτώ μέρες .

Την όγδοη μέρα έπιανε ο καθένας την πέτρα του , και αφού έκανε το σταυρό του 3 φορές , την πήγαινε πάλι έξω απο το σπίτι . Αυτό το έθιμο γινόταν απαραίτητα κάθε Πρωτοχρονιά , κι έφερνε στο σπίτι , “γούρι” ,ευτυχία , αγάπη , γαλήνη , και ειρήνη.


Παλιά Κάλαντα Πρωτοχρονιας
Η λαϊκή παράδοση, που από τις αρχαίες Καλένδες ήθελε την Πρωτοχρονιά σαν μέρα σημαδιακή για την εξέλιξη της χρονιάς, φόρτισε και τον άγιό της με όλες εκείνες τις ιδιότητες που ανταποκρίνονταν στους πόθους και τις ανάγκες της. Έτσι ο Άγιος Βασίλης στα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα παρουσιάζεται πολύ συχνά σαν ζευγολάτης. Είναι χαρακτηριστικά τα κάλαντα όπου τραγουδούν οι κάτοικοι στα μικρά χωριά της Κρήτης.
Ταχυά-ταχυά ‘ν’ αρχιμηνιά,ταχυά ‘ν’ αρχή του χρόνου
ταχυά ‘ν’ άπου περπάτηξεν  ο Κύριος στον κόσμο.
Και βγήκε κι εχαιρέτηξεν  όλους τους ζευγολάτες
κι ο πρώτος που χαιρέτηξεν  ήταν Aγιος Βασίλης.
-Καλώς τα κάνεις, Βασίλειε, καλό ζευγάριν έχεις
-Καλό το λέω αφέντη μου, καλό κι ευλογημένο
μα η Χάρη σου το βλόησε με το δεξό τζης χέρι
με το δεξό με το ζερβό με το μαλαματένιο.
Πευκένιο ‘ναι τ’ αλέτρι ντου, δαφνιένιος ο ζυγός του
τ’ απανωζεύλια του ζυγού, βασιλικού κλωνάρι.
-Να σε ρωτήξω, βασιλειέ, πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε
ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι απονωρίς στο σταύλο.
Μ’ αλήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
Μουζοΰρι στάριν έσπειρα με το πλατύ πινάκι.
Κι εκεί τ’ ανεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια,
μοΰδε λαγούδια ήπιασα, μηδέ περδίκια βρήκα.
Κι εθέρισα κι αλώνεψα κι ήβγαλα χίλια μόδια
με τ’ αποσκιβαλίδια ντως χίλια και πεντακόσα
και τ’ ‘αλλά δεν τα μέτρησα γιατί ο Χριστός επέρνα
κι εκειά που πέρασε ο Χριστός χρυσό δενδρί εβγήκε.
κι απάνω στα κλωνάρια ντου πέρδικες κελαϊδούσαν:
Μα σένα, Αφέντη, πρέπει σου το πλια καλό ζευγάρι
να ‘ναι τ’ αλέτρι ντου λυγιά και ο ζυγός του δάφνη
και τ’ απανωζευλώματα βασιλικού κλωνάρι.
Μα είπαμε τ’ αφέντη μας που να πολυχρονίσει
στον Aγιον Τάφο του Χριστού να πα να προσκυνήσει
Επόπαμε τ’ αφέντη μας να πούμε τση κυράς μας.
Κυρά λυγνή, κυρά ψηλή, κυρά καμαροφρύδα
που σαν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησία
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη

την όχεντρα την πλουμιστή γιορντάνι στο λαιμό σου.
Επόπαμε ‘δα τση κυράς ας πούμε και τση κόρης:
Κυρά τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει,
μ’ αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύγει.
Γυρεύγει αμπέλια ατρύγητα κι αμπέλια τρυγημένα
γυρεύγει στάρια αθέριστα και στάρια μεσ’ στ’ αλώνι
γυρεύγει και χρυσό πουγκί στη μέση να το ζώνει.
Επόπαμε τση κόρης μας ας πούμε και του γιου μας.
Έχεις και γιο στα γράμματα περισσά σπουδαγμένο
λεβέντη και ομορφονιό στ’ άρματα ξακουσμένο.

Να ζήσει χρόνους εκατό και να τσοι διαπεράσει


κι από τους εκατό κι εμπρός ν’ αρχίξει να γεράσει.

Επόπαμε και του υγιού, ας πούμε και τση βάγιας.
Aψε βαγίτσα το κερί άψε και το λυχνάρι
και κάτσε και ντουχιούντισε σαν είντα δα μας βγάλεις
Γ-ή απάκι’ γ-ή λουκάνικο, γ-ή από πλευράς κομμάτι
γ-ή άπου τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
γ-ή απ’ το λαδοπίθαρο κιαμμιά σταλιά λαδάκι
γ-ή απ’ το κρασοβάρελο να πιούμε μια γεμάτη.

(Ύστερα από το φιλοδώρημα)
Επα που καλαντίσαμε καλά μας επλερώσαν.
καλά να παν τα τέλη ντως και τ’ αποδόματά ντως.
Κι’ αν έχουν θηλυκό παιδί μοίρα καλή να κάνει
του βασιλέα τον υγιο άντρα να τόνε πάρει.
Πάλι κι αν είναι αρσενικό στη σέλα καβαλάρης
να σειέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάρι
να το μαζεύουν οι άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια
και τα μικρά αρχοντόπουλα μικρά απανυχίδια.
και χρόνια πολλά.
ΚΑΛΑΝΤΑ  ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Αύριον είν αρχιμενιά κι είναι κι αρχή του χρόνου
απού γεννήθηκε ο Χριστός ο Βασιλιάς του κόσμου.
Κι εκεί [που περιπάτησε, χρυσό δεντρίν εβγήκε
Χρυσά ταν τα κλωνάρια του κι ολόχρυση η κορφή ντου
και κάτω στη ποδίτσα ντου γράμμα τονε γραμμένο.
Στέκουν παπάδες ψάλλουν τα, διάκοι καλαναρχούντα*
κι ένα μικρό διακόπουλο, ήχυσε το μελάνι
και μέλανε τα ρούχα ντου, το μοσχοκανακάρι
απού του τα γαζώνανε οι τρεις βασιλοπούλες.
Η μια βανε τον πόθο τσης κι η (γι)άλλη το μετάξι
κι η τρίτη η καλύτερη τον ουρανό με τ άστρι.
Επά που καλαντίσαμε, καλά μας επλερώσαν,
καλά να παν τα έχη ντος και τα παντώματά ντος
κι αν έχουν και μωρό παιδί στη σέλα καβαλάρη
να σειεί το μανικάκι ντου να πέφτει το λογάρι
να το μαζώνει η μάννα ντου να χει χαρά μεγάλη.
Επόπαμέ ντα τση κεράς, να πούμε και τση Βάγιας.
΄Αψε Βαγίτσα το κερί και φέρε το πανιέρι
και κάτσε και λογάριασε ίντα θα μας (ε)φέρεις.
Φέρε καρύδια, κάστανα, φέρε μπερυκοκλάρια
και φέρε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλικάρια
που στέκουνται στη πόρτα σου και λένε τα παινάδια.
Κι απου τη μαύρη όρνιθα κιανένα αυγουλάκι
κι αν το κανε κι η γαλανή κάμε τα ζευγαράκι
κι από το λαδοπίθαρο κιανένα οκαδάκι.
Απάνω Θιος στη πόρτα σας είναι μια περιστέρα
Κι ανοίξετε τη πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.
Καλησπέρα! Και εις έτη πολλά.

ΠΑΡΑΛΑΓΗ

Ανοίξετε τη πόρτα σας
τα κάλαντα να πούμε
και βάλετε καμιά ρακί,
για να σας ευχηθούμε
“Ταχιά ταχιά ναι ‘αρχιχρονιά
Πρώτη γιορτή του χρόνου,
αρχή που βγήκε ο Χριστός
στη γη να περιπατήσει.
Και  εβγήκε και χαιρέτησε
όλους τους ζευγολάτες.
Και ο  πρώτος που χαιρέτησε
ήταν  ’γιο Βασίλης
-Καλώς τα κάνεις Βασιλειό,
καλόν ζευγάριν έχεις.
-Καλό το λες αφέντη μου καλό
και ευλογημένο,
η χάρη σου το βλόγησε
με το δεξιό σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό
με το μαλαματένιο.
-Για πες μου  ’η Βασίλη μου
πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα,
κριθάρι δέκα πέντε
ταγή και ρόβι δεκαοχτώ
κι από νωρίς στο στάβλο.
Φέρε καρύδια, κάστανα,
πανιέρια λεπτοκάρυα
και φέρε και γλυκό κρασί
να πιουν τα παλικάρια
Και από την μαύρη όρνιθα
κανένα αβγουλάκι
και αν είναι από τη γαλανή
ας είν και  ζευγαράκι
Και από το λαδοπίθαρο
κια μια οκά λαδάκι
και ας είναι και περισσότερο
κρατούμε εμείς ασκάκι
Τέσσερα πέντε πράγματα
που τάχει η περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε καλησπέρα.
ΑΛΛΑ
Κι εσένα πρέπει αφέντη μου,
αλέτρι καρυδένιο,
να χει την έχερη χρυσή
τη γούλα κυπαρίσσι,
και τα παρούτια μάλαμα
και το ποδάρι ασήμι,
το ζεύτη σου μεταξωτό,
τσι ζεύβλες μπακιρένιες,
να  χεις και το σποροντρουβά, γαϊτανοπλουμισμένο.
Να καλουργάς τη Μεσσαρά,
να σπέρνεις το Μισσίρι
κι απού τα δώδεκα χωργιά
να φέρνει θεριστάδες.

Έχεις και κόρην όμορφη
στην ώρα τζη λογάται,
του δούκα ο γιος τη ρέχτηκε,
τ’αρχόντου ο γιος τη θέλει
και πέμπει μήλο προξενιά,
μπέμπει τση δαχτυλίδι,
πέμπει τση πόλης τα κλειδιά
να του τη λογοστέσει.

Έχεις και γιο πρωτόσκολο
και πρώτο στο δοξάρι
κι εζήλεψέντου ο βασιλιάς
γαμπρό να τόνε κάμει.
Δίδει του προύκα τα Χανιά,
τη Στεία πανωπρούκι,
το Κάστρο και το Ρέθυμνο
δίδει του γι�αρρεβώνα.

Εσένα πρέπει αφέντισσα,
βασιλικό αργαστήρι,
που να χε χτένι μάλαμα
να φαίνεις το μετάξι,
που να χει πέταλο χρυσό
να φαίνεις τα βελούδα
και τη σαΐτα φίντισι
να φαίνεις το περκάλι.
Είπαμε δα για την κερά
ας πούμε για τη βάγια,
– ΄Αψε βαϊτσα το κερί,
άψε και το λυχνάρι
και κάτσε και ντουσούντιζε
ίντα θα μας εφέρει,

για πακι για λουκάνικο
κι απ’ αγριμιού κομμάτι
κι από τη μαύρη όρνιθα
κανένα αυγουλάκι
κι αν το’ κανε κι η γαλανή
ας είναι ζευγαράκι.
Για απάκι, για λουκάνικο,
για χοιρινό κομμάτι
κι από τον πύρο του βουτσιού
να πιούμε μια γεμάτη.

κι από το πιθαράκι σου
λάδι ένα κουρουπάκι
κι αν είναι κι ακροπλιάτερο
Βαστούμε  και τ’ ασκάκι.
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Κρήτης
Ταχιά ταχιά ν᾿ ἀρχιχρονιὰ κι ἀρχὴ τοῦ Γεναρίου,
αὔριο ξημερώνεται τ᾿ ἁγίου Βασιλείου.
Πρῶτα ποὺ βγῆκεν ὁ Χριστός,
-ἅγιος καὶ πνευματικός-
στὴ γῆ νὰ περπατήσει,
ἐβγῆκε καὶ χαιρέτησε ὅλους τοὺς ζευγολάτες.
Τὸν πρῶτο ποὺ χαιρέτησε ἦτον Ἅγιο Βασίλης
-Καλῶς τὰ κάνεις Βασιλειό, καλὸν ζευγάριν ἔχεις.
-Καλὸ τὸ λὲς ἀφέντη μου καλὸ καὶ εὐλογημένο,
ποὺ τὸ ῾βλογᾶ ἡ χάρη σου μὲ τὸ δεξιό σου χέρι,
μὲ τὸ δεξιὸ μὲ τὸ ζερβὸ μὲ τὸ μαλαματένιο.
-Γιὰ πές μου Ἅη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταὴ καὶ ρόβι δεκαοχτὼ κι ἀπὸ νωρὶς στὸ στάβλο.
Ἐθέρισα κι ἁλώνεψα κι ἔκαμα χίλια μόδια
και τὰ κορκοσκινίσματα χίλια καὶ πεντακόσια.
Ματ᾿ ἄλλα δὲν ἐμέτρησα γιατί Χριστὸς ἐπέρνα.
Καὶ κειὰ ποὺ στάθην᾿ ὁ Χριστὸς χρυσὸν δεντρὶν ἐβγῆκεν,
καὶ κειὰ ποὺ μεταπάτησε χρυσὸ κυπαρισσάκι
ποὖχε στὴν μέση τὸν σταυρὸ καὶ στὴν κορφὴ τὴν βρύση.
Στὰ μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μὰ ἐπὰ τὸν ἔχουν τὸν ὑγιό, τὸ μοσχοκανακάρη…
ΑΛΛΑ
Ταχιά ταχιά  ναι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
απού εβγήκεν ο Χριστός στη γη κι επεριπάτει.
Κι εκεί που περιπάτησε χρυσό δεντρό εβγήκε,
χρυσό δεντρό, χρυσό βαγί, χρυσό κυπαρισσάκι.
Χρυσά ναι τα κλωνάρια του κι ολάργυρη η κορφή του
και κάτω στη ποδίτσα του, γράμματά  ναι γραμμένα.
Δάσκαλοι αναγνώθουν τα, διάκοι καλαναρχούν τα
και τα μικρά διακόπουλα στέκουν και συντηρούν τα.
Επά  ρθαμε να παίξουμε στ αφέντη μας τσι πόρτες,
απού  χει αυλές μαρμαρωτές και πόρτες ρουκουνάτες
Και παραθυροκάμαρες που στάζουν το λογάρι
και στον αθό του λογαριού κοιμάται ο νιος κι αφέντης.
’νοιξε αφέντη μου, άνοιξε και κυνηγάρης σου  ρθα,
να φας απ άκρια του λαγού κι απ αγριμιού τη μέση
κι από την πετροπέρδικα την αηδονολαλούσα
που την επαίρναν τα πουλιά σκοπό και κελαηδούσαν.
Επόπαμε τ αφέντη μας να πούμε τση κεράς μας.
Μακρύ καλάμι και λιανό χάμε στη γη στρωμένο,
άνοιξε χαϊδεμένο μου και στέκα κι ανημένω.
Κερά μαρμαροτράχηλη κι αργυροπηγουνάτη
και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη από τα χιόνια.
Κερά μου ετά που κάθεσαι, τα πάπλια που κοιμάσαι,
το φουστανάκι που φορείς είναι σφαλτά ραμμένο
και πέψε μου το στο σκολειό να σου το καλοράψω.
Επόπαμε και τση κεράς να πούμε και του γιου σας.
Έχετε γιο στα γράμματα που πιάνει το κοντύλι
που να τα αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι.
Επόπαμε και του υγιού, να πούμε και τση κόρης.
Έχετε κόρη όμορφη, δάσκαλος τη γυρεύει,
Δάσκαλος και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύγει.
Κι αν έχετε μικρό παιδί στη σέλα καβαλάρη,
να σειεί το μανικάκι του να πέφτει το λογάρι,
να το μαζώνει η μάνα του να  χει χαρά μεγάλη.
Επόπαμε τση κόρης σας, ας πούμε και τση βάγιας.
’ψε βαγίτσα το κερί και πιάσε το διπλέρι
και κάτσε και ντουχιούντησε ίντα θα μας (ε)φέρεις.
Για απάκι για λουκάνικογια από πλευράς κομμάτι
για από τον πείρο του βουτσού να πιούμε μια γεμάτη.
Ποπάνω Θιος στη πόρτα σας γράφει την αλφαβήτα,
τώρα μισεύγουμε κι εμείς κι έχετε καληνύχτα.

ΚΑΛΑΝΤΑ  ΤΟΥ   ΖΕΥΓΑ
Τα κάλαντα του βοσκού
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά και πρώτη του Γενάρη,
Πρώτη που βγήκεν ο Χριστός κι οι δώδεκα Αποστόλοι
Κι  ’η Βασίλης ορταγιά με το ραβδί στη χέρα
Κι επιάσαν τα κελερικά, τα χειμαδιά, τσι ρίζες,
Κι όπου μιτάτο στέκεται, όπου κελάρι μπαίνει.
_ Γεια και χαρά σας τσοι βλογά και την ευκή  ντου δίδει,
καλό μαξούλι να χετε και διάφορο περίσσο.
Στα στράταν  όπου γύριζε μπαίνει και στο δικό σας,
Βρίσκει τσι πόρτες ανοιχτές, τσι τάβλες σας στρωμένες,
Βρίσκει και τον αφέντη μας, τον πρωτοκουραδάρη,
Με δεκοχτώ γραμματικούς και δώδεκα ανεγνώστες,
Να του μετρούν τα έχη ντου, να γράφουν τα καλά ντου.
Άη Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και δε μπαίνει,
Πριχού να πει τα αρχόντισσας τση Πόλης τα πρεπίδια,
τση κόρης τα παινέματα, τση Βενετιάς τα ξόμπλια.
Βγάνει χαρτί διαβάζει το, βγάνει τα αλφαβητάρι
Κι ότι δε γράφει το χαρτί, ποσώνει το ξεστήθου.
Κάθε παινάδι που κανε , βλαστάρι ξεφυτρώνει,
Κάθε πρεπίδι που  ΄λεγε , πουλάκι κατασταίνει
Κι εκελαηδούσαν τση κεράς κι έλεγαν τζης τροπάρι.
Κερά φεγγαροπρόσωπη και δροσοκαυκαλάτη,
Του Κόφινα κελάρισσα, του Ρούβα αφεντικίνα,
Ό,τι να πιάσεις μάλαμα να γίνεται κι ασήμι.
Κι ένα πολυλάκι πέταξε και στάθηκε στον ώμο
Τση κόρης που  ναι δίπλα σου, τση κόρης απού στέκει
Σαν τη κολώνα τη χυτή, σαν τα εκκλησάς το τέμπλο.
Τ αρχόντου ο γιος τση πάντηξε που βγήκε για κυνήγι,
Κι εδά δε κάνει δίχως τσης και σας τηνε γυρεύγει.
Επά που καλαντίσαμε νάναι ο Χριστός μαζί σας,
Άη Βασίλης βοηθός κι οι δώδεκα Αποστόλοι
Να οδύρονται στη γέννα ντος, να  ρχονται στσι κουρές ντος,
Να ξεμιστεύγουν στσι χιονιές, να βοηθούν στη μάντρα.
Καλή νομή να κάμετε κι αρίφνητα κουράδια,
Να  ΄ναι κεφαλοπύρωτα να μην τα πιάνει οδύνη
Με τα λεράκια ντος χρυσά, τση μανακές μπρισίμι,
Να μην τα βάνουν οι κορφές του γερο-Ψηλορείτη,
Να τοσε πέφτει στενασά τση Μεσαράς ο κάμπος.
Κι ωσάν το Γεροπόταμο το γάλα ντος να τρέχει,
Ωσάν τη λίμνη του Κουρνά να ναι το χάλκωμα ντως
Και σα τη Ζώμινθο ψηλά τα τυρομύζηθρα σας.
Να δίδετε ότινος περνά κι ότινος παρατύχει,
Πάσα μου στσι καλάντιστές απού καλαναρχούνε
Και λεν τα λόγια του Θεού κι αγιάζουν το μιτάτο,
μυζήθρα (γ)ή κι αθότυρο , κατσόχειροοκαδιάρη,
κι α δεν τα βρίσκετ έντρομα και τα  ΄χετε στσι τρύπες
ας είναι και ψιμόριφο (γ)ή και κακοτραγάκι,
πούρι πολλά κοπιάσανε στη μάντρα σας να βγούνε