Τα παιδιά στην Ευρώπη βρίσκονται στο διαδίκτυο 88 λεπτά κάθε μέρα (2 ώρες για τις ηλικίες 15/16 ετών), ξεκινώντας κατά μέσο όρο στην ηλικία των 9 ετών, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες τα παιδιά ξεκινούν πολύ πιο νωρίς, κατά την προσχολική ηλικία. Το πρώτο ζήτημα που χρήζει αντιμετώπισης εξακολουθεί να είναι το ψηφιακό χάσμα, που στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης απειλεί όλες τις λιγότερο προστατευμένες ηλικίες, μεταξύ των οποίων τα παιδιά, με αρνητικές επιπτώσεις για το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τους μέλλον. Η πρόσβαση στον ψηφιακό κόσμο και στο λεξιλόγιό του απαιτεί παρακολούθηση, την οποία μόνο μια εκπαιδευτική συμμαχία μεταξύ οικογένειας, σχολείου και κοινωνίας μπορεί να προσφέρει.Το σχολείο προσαρμόζεται σταδιακά στον ψηφιακό κόσμο, μέσα από τη χρήση φυσικού εξοπλισμού, προγραμμάτων και μεθόδων εργασίας που έχουν τεθεί σε λειτουργία σε 23 χώρες της Ένωσης, με ρυθμούς και μέσα που σε γενικές γραμμές δεν επαρκούν για να συμβαδίσει με τις αλλαγές που έχει επιφέρει η τεχνολογία στη ζωή των παιδιών. Το σχολείο καλείται να εκπαιδεύσει τους ανηλίκους στην πρακτική και κριτική χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών και του Διαδικτύου, μέσα από τη δημιουργία συνάφειας τόσο με τους ενηλίκους όσο και με τους συνομηλίκους τους, υπερασπιζόμενο την πολιτιστική πολυμορφία που είναι συνδεδεμένη με το άνοιγμα προς τον κόσμο. Η εκπαίδευση επιτρέπει στους νέους να αποκτήσουν ψηφιακές δεξιότητες, αναγνωρισμένες μεταξύ των οκτώ «βασικών δεξιοτήτων» που είναι απαραίτητες για όσους ζουν σε μια κοινωνία γνώσης.
Η κοινωνία μοιράζεται από κοινού με το σχολείο αυτήν την ευθύνη, έχοντας επίγνωση των κοινωνικών και οικονομικών πλεονεκτημάτων που έχει μια κριτική, ενεργή και ασφαλής χρήση των ψηφιακών μέσων εκ μέρους των ανηλίκων, σε αντίθεση με μια χρήση που προκαλεί εξάρτηση, κομφορμιστική και αγχογόνο στάση παθητικότητας και επιθετικότητας.
Τα κράτη μέλη συνεχίζουν, με διαφορετικό ρυθμό το καθένα, να προωθούν τη γεφύρωση του ψηφιακού χάσματος και τη συμμετοχή των ανηλίκων στον ψηφιακό κόσμο, μέσω πολιτικών πρόσβασης στο Διαδίκτυο, ρύθμισης του περιεχομένου του, σεβασμού για την ιδιωτική ζωή και την ψηφιακή ταυτότητα και μέσω της εισαγωγής του βασικού προγραμματισμού ως μαθήματος επιλογής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Τα παιδιά, οι οικογένειες, το σχολείο, οι ακαδημαϊκοί καθώς και η κοινωνία ευαισθητοποιούνται όλο και περισσότερο όσον αφορά τα πρότυπα ποιότητας που πρέπει να πληροί ένα περιεχόμενο που απευθύνεται σε ανηλίκους, ανεξαρτήτως από τη μορφή διανομής του, αναλογική ή ψηφιακή, online ή offline και από το μέσο που χρησιμοποιείται για αυτήν (τηλεόραση, υπολογιστής, τηλέφωνο, ηλεκτρονική ταμπλέτα). Οι κατασκευαστές υλικού εξοπλισμού και περιεχομένου και οι ενώσεις τους συμμετέχουν γενικά στην κοινή έρευνα, αν και παράλληλα υπερασπίζονται την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την οδηγία σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων, οι δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες πολλών καναλιών, άμεσα και μέσω των ραδιοτηλεοπτικών μέσων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν θέσει σε ισχύ εδώ και χρόνια την ανταλλαγή ορθών πρακτικών και μέσων παρακολούθησης των προγραμμάτων για ανηλίκους, αν και, παρόλα αυτά, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες είναι σαφής η συντακτική ευθύνη, όπως στις τηλεοπτικές εκπομπές, η προσφορά ποιοτικών προγραμμάτων για τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα είναι συχνά περιορισμένη.
Η ΕΕ και τα κράτη μέλη έχουν προχωρήσει σε νομοθετικές ρυθμίσεις και έχουν ενθαρρύνει την αυτορρύθμιση, κάτι που ήταν απαραίτητο δεδομένου ότι ένα τέτοιο φαινόμενο έχει πολλές κοινωνικές πτυχές οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά και μόνο με νομικούς όρους. Έτσι, με τη συγχρηματοδότηση της ΕΕ, δημιουργούνται χρήσιμα εργαλεία, πρώτα απ’ όλα το πρόγραμμα Safer Internet, γερά εδραιωμένο σε όλες τις χώρες της Ένωσης, το οποίο μέχρι το 2013 θα διασφαλίσει έναν συντονισμό που έχει αξιολογηθεί θετικά στην ενδιάμεση έκθεση.
Στο σχέδιο έκθεσης υπογραμμίζονται τρία στοιχεία στο πλαίσιο της προστασίας των παιδιών
– η πρόσβαση και η εκπαίδευση στα μέσα και στα νέα μέσα,– η προστασία, διαχωρίζοντας την καταπολέμηση του παράνομου περιεχομένου από εκείνη του ακατάλληλου περιεχομένου και των ακατάλληλων συμπεριφορών, η προστασία της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα της απάντησης,– η ψηφιακή ιδιότητα του πολίτη.
Γνωρίζοντας τις πολιτιστικές και νομικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με τις οποίες είναι δύσκολο να εδραιωθεί ένα όριο ανάμεσα στο περιεχόμενο και στις συμπεριφορές που επισύρουν κυρώσεις και σε εκείνα που ανήκουν στη «γκρίζα» ζώνη, προτείνουμε να υπάρξει διάκριση μεταξύ αφενός του παράνομου περιεχομένου, όπως οι σεξουαλικές προτάσεις (αναγνωρίζεται ως έγκλημα στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από την εκμετάλλευση και τη σεξουαλική κακοποίηση, αλλά δεν έχει ακόμα εγκριθεί ούτε έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη), η παιδική πορνογραφία, η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, τα online τυχερά παιχνίδια, οι εμπορικές απάτες, και αφετέρου των συμπεριφορών που ενδεχομένως να έχουν σοβαρές συνέπειες, όπως ο κυβερνο-εκφοβισμός και το sexting καθώς και όσες είναι ακατάλληλες για τη συγκεκριμένη ηλικία όπως οι ακατάλληλες διαφημίσεις, η βία, το σεξ και όσες προκαλούν φόβο και άγχος.
Επίσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένα ζητήματα του ισχύοντος πλαισίου:
Η αυτορρύθμιση έχει αποδειχτεί χρήσιμο μέσο, όμως παρουσιάζει περιορισμούς οι οποίοι πρέπει να διορθωθούν σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων.
Είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να αναλάβουν να προστατεύουν τους ανηλίκους στον ψηφιακό κόσμο, ακόμα και προωθώντας κάθε μορφή επικράτησης των κωδικών του ως απαραίτητων για μια πλήρη και ενεργό συμμετοχή στα κοινά, έτσι ώστε να δοθεί στους ευρωπαίους πολίτες η δυνατότητα να αξιοποιήσουν την πολιτιστική και οικονομική διάσταση που έχει κάθε τύπος μέσου που συνδέεται με την ψηφιακή τεχνολογία και να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας, ενισχύοντας την ανάδυση μιας οικονομίας της γνώσης και τονώνοντας την ανταγωνιστικότητα.







