Κάθε γενιά διαθέτει την τεχνολογία που την ορίζει και όπως φαίνεται κάθε δεκαετία χρειάζεται μια ετικέτα. Η δεκαετία του εξήντα ήταν η Διαστημική Εποχή, το ενενήντα η εποχή του Διαδικτύου. Οι δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα είδαν την επανάσταση των υπολογιστών. Η δεκαετία που μόλις πέρασε ίσως μείνει στην ιστορία ως η δεκαετία του Facebook ή του Smartphone. Χωρίς το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης, δεν είναι πάντα εμφανής ο ρόλος μιας νέας τεχνολογίας ή το πώς θα αλλάξει τον τρόπο που ζούμε. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές για την περίοδο που μόλις άρχισε, η οποία μπορεί μια μέρα να είναι γνωστή ως η εποχή Big Data (Μεγάλων Δεδομένων), η αυγή του Cloud (Συννεφου), ή ακόμη, η διαμόρφωση της Cisco, η εποχή Zettabyte.
Το πρόθεμα Zetta υποδηλώνει έναν αδιανόητα μεγάλο αριθμό μηδενικών: ένα δισεκατομμύριο τρισεκατομμυρίων bytes. Επειδή τα bytes είναι η βασική μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, τέτοιου είδους αριθμοί λένε πολλά για το μέγεθος της υλικοτεχνικής υποδομής που διέπει τη σύγχρονη τεχνολογία πληροφοριών, αλλά μετρώντας bytes σήμερα είναι όπως όταν το 1914 καταμετρούσαν τον αντίστοιχο αριθμό σταγόνων μελανιού που χρησιμοποιούνταν για να σχηματιστούν τα γράμματα στις φωτοσυνθετικές μηχανές της εποχής εκείνης. Είναι εντυπωσιακό, αλλά δεν είναι τρομερά χρήσιμο.
Παρόλα αυτά, εμπειρογνώμονες υλικοτεχνικών υποδομών και λογισμικών συγκεντρώνονται σε συνέδρια για να αναλύσουν το πρωτοφανές μέγεθος των αριθμητικών δεδομένων και το πώς η έννοια της “big data” αλλάζει τα πάντα. Ο Larry Smarr, Διευθυντής του του Ινστιτούτου Τηλεπικοινωνιών και Πληροφορικής της Καλιφόρνια, ανέφερε σε ένα πρόσφατο σεμινάριο ότι “μιλάμε για κάτι που η ανθρωπότητα δεν έχει ποτέ μέχρι σήμερα προσπαθήσει να αντιμετωπίσει”. Ο Smarr έχει δίκιο κατά μία έννοια -η πανταχού παρουσία και η κλίμακα της ψηφιακής υποδομής είναι ριζικά νέα- αλλά η κοινωνία έχει βιώσει παρόμοιους μετασχηματισμούς και στο παρελθόν.
Χονδρικά μεταξύ 1850 και 1900, ο κόσμος υπέστη μια άνευ προηγουμένου τεχνολογική ανακατατάξη. Πρώτον, η βιομηχανική επανάσταση πήρε στα χέρια της την τυπογραφία, μια τέχνη που είχε παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη από την εποχή του Γουτεμβέργιου. Ο κόσμος πέρασε από τα εκατομμύρια των βιβλίων που τυπώνονταν κάθε χρόνο σε δισεκατομμύρια. Ο αριθμός των εφημερίδων στην Αμερική και την Ευρώπη εξερράγη, από μόλις μερικές εκατοντάδες σε δεκάδες χιλιάδες. Η βιομηχανική επανάσταση μείωσε δραματικά το κόστος και δημιούργησε μια έκρηξη στον όγκο των τυπογραφικών στοιχείων.
Για πρώτη φορά, οι λέξεις έγιναν εμπορεύσιμα προϊόντα.
Δεύτερον, η εφεύρεση του τηλέγραφου και του τηλεφώνου προκάλεσε την ταχύτητα της ανταλλαγής πληροφοριών να εκτοξευθεί από την ταχύτητα ενός αλόγου στην ταχύτητα του φωτός. Η πρώτη εμπορική τηλέγραφική γραμμή από την Ουάσιγκτον, στη Νέα Υόρκη, εγκαταστάθηκε το 1846. Το πρώτο υπερατλαντικό καλώδιο τοποθετήθηκε το 1866. Μέχρι το 1900, η ανθρωπότητα συνδέθηκε με αυτό που ο οικονομικός συντάκτης Tom Standage ονομάζει το “Βικτωριανό Διαδίκτυο” (Victorian Internet). Αυτό το σύστημα τηλέγραφου μετέφερε σχεδόν 100 εκατομμύρια μηνύματα -τρισεκατομμύρια κλικ- του κώδικα Μορς ετησίως. Και από το 1900, υπήρχαν και δεκάδες εκατομμύρια σπίτια και επιχειρήσεις με τηλέφωνα.
Αυτές οι τεχνολογίες εξελίχθηκαν μετά το 1900 και οδήγησαν σε περαιτέρω καινοτομίες που διαμόρφωσαν την σύγχρονη οικονομία ενώ απειλήθηκαν πολλά παραδοσιακά κοινωνικά ήθη. Ο κόσμος το 1950 είχε ελάχιστες ή καμία ομοιότητα με τον κόσμο το 1850. Η φύση της ανθρώπινης επικοινωνίας έχει αλλάξει ριζικά και ο ρυθμός των αλλαγών θα επιταχυνόταν στο μέλλον.
Μέσα σε δύο δεκαετίες από την εμφάνιση του υπολογιστή στη δεκαετία του 1950, η επανάσταση του πυριτίου κυριάρχησε. Αυτό ήταν άλλο ένα άλμα προς τα εμπρός στο οικοσύστημα των πληροφοριών. Η Πληροφορική και οι Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές εξελίχθηκαν από μια βιοτεχνική συντεχνία, με την οποία ασχολούνταν μερικές χιλιάδες σε “αίθουσες που στέγαζαν γίγάντιους ηλεκτρονικούς υπολογιστές”, σε μια καθημερινή διαδικασία που είναι παρούσα σε δισεκατομμύρια μηχανές που κρατάμε στα χέρια μας, βολεύουμε στις τσέπες ή τις τσάντες μας και κέντρα δεδομένων.
Η πρώτη επανάσταση των πληροφοριών “γεννησε” τη μαζική εκτύπωση και τις τηλεπικοινωνίες. Η δεύτερη είδε την άνοδο της μαζικής εξάπλωσης των υπολογιστών και του Διαδικτύου. Ο Ιστός δεν αυξησε την ταχύτητα στην ανταλλαγή πληροφοριών, η ταχύτητα του φωτός είναι συγκεκριμένη-αλλά άλλαξε δραματικά τον όγκο των πληροφοριών που μεταφέρονται. Οι πληροφορίες δεν ήταν πλέον μόνο κείμενο, αλλά εικόνες και βίντεο και, ολοένα αυαξνόμενα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο για όλους και για όλα. Είμαστε μάρτυρες της εμφάνισης ενός νέου τύπου δεδομένων που προκύπτουν από κάθε πτυχή της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και συμπεριφοράς, από τις εμπορικές συναλλαγές ως τις βιολογικές μας διεργασίες.
Πώς θα αλλάξει η τεχνολογία την ανθρώπινη επικοινωνία; Οι απαρχές μιας απάντησης μπορεί να βρεθούν στα γραπτά του Γερμανού κριτικού Walter Benjamin, ο οποίος εζησε την περίοδο της πρώτης επανάστασης της πληροφορίας. Ανήκε, όπως ο ίδιος το έθεσε, σε μια «γενιά που πήγαινε στο σχολείο με ιππήλατα τραμ», αλλά «τώρα βρισκόταν σε ένα τοπίο στο οποίο το μόνο που παρέμεινε αμετάβλητο ήταν τα σύννεφα. . . και το μικρό, εύθραυστο ανθρώπινο σώμα». Μεταξύ αυτών των κοσμογονικών αλλαγών, ο Benjamin θεωρεί ότι ήταν η απώλεια μιας αυθεντικής μορφής της ανθρώπινης εμπειρίας, αυτής της αφήγησης. Πριν από τον τηλέγραφο και το τυπογραφείο, οι ιστορίες “ταξίδευαν” από στόμα σε στόμα. Η επαφή της πρακτικής σοφίας και των διαχρονικών μηνυμάτων, που μετέφεραν οι ιστορίες, αγγιζαν τον ακροατή απρόσκοπτα και διαισθητικά. Τα διδάγματά τους διατηρήθηκαν στη συλλογική πολιτιστική μνήμη.
Αλλά η εποχή της αφήγησης έχει ξεπεραστεί από την εποχή της πληροφορίας, ένα εντελώς νέο τρόπο επικοινωνίας που περιστρέφεται γύρω από πραγματικά περιστατικά περισσότερο, παρά έχει να κάνει με την ανθρώπινη εμπειρία. Ο σκοπός των γεγονότων είναι να ενημερώσουν, δεν διδάσκουν. Το γεγονός, λέει ο Benjamin, είναι «κατανοητό από μόνο του». Δεν χρειάζεται να διατηρηθεί, αλλά «καταναλώνεται» και να ξεχνιέται μόλις γίνει «παλιό».
Η πληροφορία δεν είναι διαχρονική, αλλά επίκαιρη.
Η επικοινωνία των πληροφοριών δεν χρειάζεται παραμυθάδες, αλλά διαμεσολαβητές. Η εποχή του Benjamin είδε την άνοδο μιας κάστας, συνεχώς διευρυνόμενης, επαγγελματιών δημοσιογράφων που ασσχολούνταν με τη διαδικασία επιλογής, την ερμηνεία, και την ανακοίνωση γεγονότων. Επιπλέον, οι πληροφορίες δεν ήταν καθολικά προσβάσιμες και η κατανάλωση τους υπόκειτο σε κοινωνικούς, εκπαιδευτικούς και οικονομικούς περιορισμούς.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια ιστορική καμπή παρόμοια με εκείνη που έζησε ο Benjamin. Μια γενιά που πήγε στο σχολείο με λεωφορεία που οδηγούσαν άνθρωποι κατά πάσα πιθανότητα θα ζήσει για να δει έναν κόσμο των οχημάτων που θα τα οδηγούν ρομπότ. Αισθητήρες δεδομένων και εγγραφής είναι πλέον ενσωματωμένοι σε μηχανήματα, το περιβάλλον, ακόμα και το σώμα μας. Ασύρματα δίκτυα διαμοιράζουν και αλγόριθμοι ταξινομούν, αναλύουν και αποθηκεύουν αυτά τα δεδομένα σε εικονικές τράπεζες συλλογικής μνήμης δημιουργώντας πολύτιμες πηγές ανεκμετάλλευτης -ως επί το πλείστον- προς το παρόν γνώσης. Περισσότερο από το 80% όλων των δεδομένων παραμένουν πέραν των δυνατοτήτων των εκκολαπτόμενων αναλύσεων.
Θα ήταν δελεαστικό να πιστεύουμε ότι αυτή η νέα εποχή δεν θα χρειάζεται πλέον μεσάζοντες. Ωστόσο, τα δεδομένα, και ιδιαίτερα τα “μεγάλα δεδομένα” (big data), πρέπει να ερμηνεύονται για να αποκτήσουν χρησιμότητα. Επιστήμονες που ασχολούνται με δεδομένα έχουν αρχίσει να αντικαθιστούν τους δημοσιογράφους και άλλους μεσάζοντες του παρελθόντος, αλλά με μία στρέβλωση: για να κατανοήσουν το νόημα “μεγάλων δεδομένων” (big data) χρειάζεται να σκέφτονται σαν τους παραμυθάδες της παλιάς εποχής.
Ποια ερωτήματα πρέπει να τεθούν; Ποια στοιχεία πρέπει να ερμηνευτούν; Πού θα πρέπει να αποσταλούν; Πότε και για ποιον; Ενώ ένας δημοσιογράφος του δέκατου ένατου αιώνα, θα αναγνωρίσει αυτές τις ερωτήσεις, η απάντησή τους απαιτεί όλο και περισσότερο την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των επιθυμιών. Οι διαμεσολαβητές του μέλλοντος θα πρέπει να είναι σφαιρικά μορφωμένοι, όχι μόνο στην επιστήμη των υπολογιστών και τη συλλογή πληροφοριών, αλλά και στην ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την κοινωνική δυναμική, να είναι ευέλικτοι στην οπτική και ακουστική τους αντίληψη, στη γνωστική αποδοχή, και τη φιλοσοφία ίσως ακόμα και στην απλή κοινή λογική.
Χάρη στις δυνατότητες των εργαλείων ανάλυσης, από τα οποία έχουμε καταφέρει να γρατσουνίσουμε μόνο την επιφάνεια, σύντομα θα είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε τη νέα εικονική μνήμη μας για να αποκτήσουμε γνώση ριζωμένη στη συλλογική εμπειρία. Με τη βοήθεια των παραμυθάδων, αυτό μπορεί να διαχυθεί αρμονικά με τη μορφή της πρακτικής σοφίας.
Ο όρος “big data” δεν δικαιώνει ό, τι συμβαίνει, εκτός από το να ονοματοδοτεί την επανάστασης της τυπογραφίας και των επικοινωνιών της Benjamin εποχής ως η «μεγάλη αφήγηση». Ο βομβαρδισμός πληροφοριών των αρχών του εικοστού αιώνα, συνοδεύτηκε από ένα νέο είδος επικοινωνίας. Ομοίως, η επανάσταση των αρχών του 21ου αιώνα μάς φέρνει ένα νέο είδος των πληροφοριών: τις “μετα-πληροφορίες”.
Πληροφορίες είναι η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από τη γνωριμία ή ερμηνεύοντας τα γεγονότα. Μετα-πληροφορία είναι κάτι περισσότερο, όπως η μεταφυσική. Ασχολείται με τη φύση των ενεργειών, τις μεθόδους και τις διαδικασίες, με τις οποίες οι άνθρωποι και τα πράγματα ενημερώνονται από τα δεδομένα. Ετυμολογικά, η ελληνική λέξη “meta” σημαίνει επίσης “κατόπιν, έπειτα.” Δημιουργείται ετσι μια ακολουθία καθώς η εποχή της μετα-πληροφορίας ακολουθεί την εποχή της πληροφορίας χρονολογικά.
Κανείς δεν μπορεί να υποσχεθεί την απόλυτη και τέλεια γνώση, ούτε καν οι επιστήμονες που ασχολούνται με δεδομένα. Τα αναλυτικά εργαλεία της μετα-πληροφορίας δεν θα χαρίσουν αλάθητους οδηγούς για τη ζωή μας. Περισσότερο από ποτέ, η αξία αυτού που ανακοινώνεται προέρχεται από το ταλέντο και την εμπειρία των επικοινωνολόγων. Στην εποχή μας, αυτοί οι μεσάζοντες θα είναι παραμυθάδες. Όμως, όπως τόνισε ο Benjamin, η αφήγηση προϋποθέτει επίσης ένα “δώρο προς ακρόαση” σε μια “κοινότητα ακροατών”. Τόσο ο αφηγητής όσο και ο ακροατής είναι ανθρωποι και επιρεπείς σε σφάλματα και θα έτσι παραμείνουν.
tων M. Anthony Mills και Mark P. Mills
Ο M. Anthony Mills είναι υποψήφιος διδάκτορας της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Notre Dame. Ο Mark P. Mills, είναι ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο του Μανχάταν και γράφει βιβλίο για τα “μεγάλα δεδομένα”.