Ο Γιάννης ο Κούτρης, υψηλός, τεσσαρακοντούτης, άτριχος το πρόσωπον, αρχίζων ήδη να ρυτιδούται, όμοιος με γριάν, είχε συλλάβει το έτος εκείνο (ήτοι προ δύο σχεδόν μηνών), διά το Πάσχα, τολμηρόν σχέδιον. Οι ποιμένες των Καλυβιών, ολόκληρον συνοικίαν αποτελούντες, εκκλησιάζοντο εις τον Αι-Γιάννη της Κ’στοδουλίτσας, οι αιπόλοι των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη, ελειτουργούντο εις τον Άγιον Χαράλαμπον. Οι άμοιροι βοσκοί της Κεχρεάς, τ’ Αι-Κωνσταντίνου, τ’ Αι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων μερών, ήσαν σκόρπιοι «σαν του λαγού τα τέκνα». Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η Γριά![1]», εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, Γιάννην τον Λαδίκαν, όστις έκαμνε τον επίτροπον εις τον Αι-Γιώργη της Κ’στοδουλίτσας, και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από τα μανουάλια τα συνημμένα εις ογκώδεις δέσμας ημίκαυστα κηρία, πατών αυτά με τα τσαρούχια του διά να τα σβήσει, κάτω εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος ότι ήτο φόβος μη λαμπαδιάσουν, αν τα άφηνε ν’ αποκαώσι. Ο ίδιος προέτεινε κι έκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τας τάξεις των πανηγυριστών, συλλέγων εράνους «για να φτιαστούν οι εκκλησιές». «Ήταν τάχα, Θεός να μας σχωρέσει, και παστρικά τα χέρια του;» Όλα ταύτα εκίνουν την αντιζηλίαν του Γιάννη του Κούτρη. Από την καθαράν εβδομάδα του είχεν έλθει η ιδέα, και καθ’ όλην την τεσσαρακοστήν την επώαζεν. Εμελέτα ν’ αποσπάσει απ το εκκλησίασμα του Αγ. Χαραλάμπους τον Γιώργη τον Τρυγολόγο, με την φαμίλιαν του, τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους Μαυροδημαίους, τέσσαρας αδελφούς με τας γυναίκας, και τα τέκνα των, όπως τους σύρει προς το Πρυΐ, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κι εκεί μετά των υπαρχόντων τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα, όπως εορτάσωσι, κατ’ ιδίαν το Πάσχα.
……………………………………….
Ο Γιάννης η Γριά δεν ήθελε μόνον να εορτάσει με τους συννομείς του χωριστά την Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ’ επεθύμει και να τελεσθεί η Ανάστασις αύτη όχι εις την άλλην εκκλησίαν, αλλ’ ωρισμένως εις την Αγία Αναστασά. Αφού το πάλαι ήτο εκκλησία, αφού ο χώρος ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη λειτουργήται; Μάτην ο παπ’ Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην μάθησίν του και την έμφυτον λογικήν του διά να τον πείσει ότι εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν αμετάπειστος.
– Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν ο ιερεύς.
Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ’ απ’ τ’ αστέρια;
– Και μήγαρις η Ανάσταση δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; αντέλεγεν ο
βοσκός. Έχουν, ας πούμε, εκκλησιές καλοχτισμένες, με πλάκες και με κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ’ την εκκλησιά όξου για να κάμουν Ανάσταση· κι ημείς που δεν έχουμ’ εκκλησιά, ας πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ’ Ανάσταση σ’ ένα ξέσκεπο μέρος, που ήταν μια φορά κι έναν καιρό, κατά πώς λένε, εκκλησιά;
Ο ιερεύς τον εκοίταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε:
– Κάμνουν Ανάσταση όξου απ’ τις εκκλησιές, ναι· μα λειτουργία; Πώς θα
λειτουργήσουμε;
– Απάνου στα μάρμαρα, που ήταν μια τ’ αι-δήμα, ας πούμε.
– Μα δεν είναι Αγία Τράπεζα εγκαινιασμένη.
– Τον παλαιό καιρό, που την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν
συνγκαινιασμένη;
– Το Πηδάλιο λέει όταν βεβηλωθεί μία εκκλησία, να μη λειτουργιέται, αν δεν
ξανακτισθεί κι εγκαινιασθεί πάλι.
…………………………..
Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθεί διά την στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ’ ην απηγορεύοντο εις τους χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να λειτουργώσιν εις εξωκκλήσια. Αλλά το αίσθημα είναι ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας και χωρία, μη έχων πόρους να κτίσει μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτισε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά.
Εν ριπή οφλαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και οι ποιμενίδες ήναψαν πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις το υπήνεμον, έξω της θύρας, στήσασαι μεγάλην χύτραν, παρεσκεύαζον την σούπαν. Δύο εξ αυτών νεόνυμφοι εφόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια των, και τα βαβουκλιά των με τα κεντητά προμάνικα και τα τ’λουπάνιά των τα λευκά. Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός, έψαλλε τον κανόνα. Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να παρίσταται εις την εκκλησίαν ως επίτροπος, επρωτοστάτει εις το άναμμα και σβήσιμον των κηρίων, πατών αυτά, ενίοτε με το τσαρούχι του, μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον Λαδίκαν, και [όστις] ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν ως προεστώς με τόσην σοβαρότητα, ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας σιωπώντα. Την στιγμήν δ’ εκείνην εισελθούσα εις τον ναΐσκον η δωδεκαέτις κόρη του, το Κουμπώ,, ισταμένη τέως έξω παρά τον παραστάτην, επιστατούσα εις το κάχλασμα της χύτρας, του λέγει εις το ους:
– Αφέντ’, έρχουντι κόσμους.
– Ποιοι και ποιοι; είπεν εξαφνισθείς ο Κούτρης.
– Έρχουντι ο Δημητράκης τς Κώτσινας, μαζί με τη γυναίκα τ’ Ασ’μηνιώ, και ο
Γιάννης τς Κ’στάλους κι ο μπαρμπα-Γιώργης…
– Ποιος μπάρμπας Γιώργης;
– Ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ’.
Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του Κούτρη.
– Ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ’! επανέλαβε μηχανικώς, κι εξηκολούθησεν, ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν ήξευρεν αύτη:
– Τι, δεν κάμανε Ανάστασ’ στουν Αι-Χαράλαμπου;
Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ. Αυτός έκαμνεν αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να συνέβη τάχα, και διατί δεν επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως του αφήρεσαν το προστ’λίκι απ’ εκεί;
Αυτός, ο Γιάννης ο Κούτρης, διατί ίσα-ίσα έβαλε τα δυνατά του, αποφασίσας να κάμει εφέτος χωριστήν Ανάστασιν με τους γείτονάς του, εις το κατάμερον το ιδικόν του; Διά ν’ απαλλαχθεί από το φορτικόν θέαμα του δευτέρου εξαδέλφου του, του Γιάννη Λαδίκα, εις τον Αι-Γιώργη της Κ’στοδουλίτσας, ή αυτού του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, εις τον Αι-Χαράλαμπον, οίτινες εκαμαν και οι δύο τον προεστόν και τον επίτροπον, εκάτερος εις το κατάμερόν του, ανάπτοντες και σβήνοντες τα κηρία, ψιθυρίζοντες επιδεικτικώς εις το ους του ιερέως παρά την βόρειαν θύραν του ιερού βήματος, περιφέροντες ελευθέρως δίδκον, με την επωδόν «Το λάδι της εκκλησίας, χριστιανοί!» και κάμνοντες «κ’μάντο, σε ούλα τα πάντα», εντός κι εκτός του ναού. Και τώρα, αφού κατώρθωσε να ψαλεί η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασά, εις το ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, αφού τους εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασά εις την Παναγίαν Δομάν, με τας γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα κοπάδια των, με τα κατσικάκια, βελάζοντα σπαρακτικώς περί τας αίγας, έμελλε πάλιν να καταδικασθεί να υποστεί την πρωτοκαθεδρίαν αυτού του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα δικαιώματα. Ποία δικαιώματα;
Αφήστε μια απάντηση