1986 / Μοντεβιδέο. Προς τον Αρνάλδο Ορφίλα Ρεϊνάλ, Εκδοτικός Οίκος Εικοστός Πρώτος Αιώνας. Αγαπητέ Αρνάλδο: Σου στέλνω τον τελευταίο τόμο της «Μνήμης της Φωτιάς». Όπως βλέπεις, τελειώνει το 1984. Γιατί όχι πριν, ή μετά, δεν ξέρω. Ίσως επειδή αυτή ήταν η τελευταία χρονιά της εξορίας μου, το τέλος ενός κύκλου, το τέλος ενός αιώνα. Ή μπορεί επειδή έτσι το ’θελε το ίδιο το βιβλίο. Πάντως, το βιβλίο κι εγώ ξέρουμε πως η τελευταία σελίδα είναι επίσης και η πρώτη. Συγχώρεσέ με αν βγήκε κάπως μεγάλο. Το γράψιμό του ήταν σκέτη χαρά για το χέρι μου. Και τώρα νιώθω περισσότερο από ποτέ άλλοτε υπερήφανος που γεννήθηκα στην Αμερική, σε αυτά τα σκατά, σε αυτή τη μαγική γη, την εποχή του αιώνα του ανέμου. Δεν λέω περισσότερα, τα επιπλέον θα ήταν βέβηλα. Σε φιλώ, Εδουάρδο».
Με αυτή την επιστολή του Εδουάρδο Γκαλεάνο προς τον εκδότη του κλείνει “Ο αιώνας του ανέμου” το τελευταίο μέρος της εμβληματικής τριλογίας “Μνήμη της φωτιάς” στην οποία ο γνωστός Ουρουγουανός συγγραφέας καταθέτει το επικό του εγχείρημα να ανακτηθεί και να αποκατασταθεί η κατακερματισμένη μνήμη της Λατινικής Αμερικής αλλά και της αμερικανικής ηπείρου γενικότερα, με όπλο την ιστορία και τη λογοτεχνία.
Αντίδοτο κατά της λήθης, η τριλογία με το πρώτο βιβλίο “Η αρχή” κάλυψε την προκολομβιανή Αμερική και την περίοδο ως το 1700, ενώ στο δεύτερο “Πρόσωπα και μάσκες” επισκοπεί τον 18ο και τον 19ο αιώνα. “Ο αιώνας του ανέμου”, που κυκλοφορεί τη Δευτέρα στα ελληνικά βιβλιοπωλεία (εκδ. Πάπυρος, μτφ. Ισμήνη Κανσή) και αποσπάσματά του προδημοσιεύουμε σήμερα, ολοκληρώνει την κατά Γκαλεάνο εκδοχή της λατινοαμερικανικής, κυρίως, ιστορίας, διατρέχοντας τον 20ό αιώνα.
Εποχή θυελλώδης για τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, ο 20ός αιώνας στο βιβλίο του Γκαλεάνο αρχίζει το έτος 1900 στο άσημο χωριουδάκι Σαν Χοσέ ντε Γκράσια του Μεξικού, όπου οι κάτοικοί του προετοιμάζονται για το τέλος του κόσμου.
“1900. Τα μεσάνυχτα της τελευταίας μέρας του αιώνα, όλοι οι κάτοικοι του χωριού Σαν Χοσέ ντε Γκράσια ετοιμάστηκαν να πεθάνουν ευλαβικά… Ασάλευτοι, με τα μάτια κλειστά και τα σαγόνια σφιγμένα, οι άνθρωποι άκουσαν την καμπάνα να χτυπά απανωτά δώδεκα φορές, με τη σιγουριά ότι δεν θα υπήρχε συνέχεια. Όμως υπήρξε συνέχεια. Ο 20ός αιώνας έκανε πριν από λίγο τα πρώτα του βήματα, και συνεχίζει την πορεία του σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Οι κάτοικοι του Σαν Χοσέ ντε Γκράσια εξακολουθούν να ζουν ή να επιβιώνουν στα ίδια σπίτια, στα ίδια βουνά του κεντρικού Μεξικού, προς απογοήτευση των θρησκόληπτων, που περίμεναν τον Παράδεισο, και προς ανακούφιση των αμαρτωλών, που βρίσκουν πως τελικά, σε σύγκριση με αλλού, δεν περνούν και τόσο άσχημα στο χωριουδάκι τους”.
Ο Γκαλεάνο σε κάθε αφήγημα-μινιατούρα ξεδιπλώνει τις ψηφίδες του 20ού αιώνα. Από την αγγλική και τη γαλλική αποικιοκρατία του προηγούμενου βιβλίου περνάει πια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και την αδηφάγα πλουτοκρατία. Διατρέχει τη Λατινική Αμερική, στέκεται σε πρόσωπα εμβληματικά αλλά και αποτρόπαιες φυσιογνωμίες, συναντά ήρωες και δικτάτορες, ανασύρει μύθους και ιστορικά γεγονότα, διαπερνά όμως τον χρόνο ως δηλητηριώδης σαΐτα. Για τον γνωστό συγγραφέα, εξάλλου, η ιστορία του 20ού αιώνα παραμένει κι αυτή μια ιστορία του αέναου αγώνα για την επιβίωση, για την αξιοπρέπεια, για την ελευθερία. Υπ’ αυτό το πρίσμα σμιλεύει το παλίμψηστο της μνήμης και υπ’ αυτή τη συνθήκη μιλά για τον Εμιλιάνο Ζαπάτα, τον Πάντσο Βίγια, τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Μπάστερ Κίτον, τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τη Φρίντα Κάλο, τον Κάρλος Γκαρδέλ, τον Τρότσκι, τον Πελέ, τον Τσε Γκεβάρα, την Εβίτα Περόν, τον Κορτάσαρ, τον Αλιέντε, τον Πινοσέτ, τις Μητέρες της Πλατείας Μαΐου… Όχι, δεν λείπουν οι κακοί από το βιβλίο του. Όπως δεν λείπουν και τα σύμβολα του αμερικανικού 20ού αιώνα, ο καφές, η τζαζ, το ποδόσφαιρο, η κόκα κόλα. Ούτε τα χωριά ούτε οι φωλιασμένες προλήψεις και προκαταλήψεις των ανθρώπων τους απουσιάζουν. Ο ρεαλισμός εναλλάσσεται με τον μαγικό ρεαλισμό στην αφήγησή του. Οι σφαίρες στο προεδρικό μέγαρο της Χιλής παρουσιάζονται τόσο αναπότρεπτα πραγματικές όσο αναπότρεπτα αληθινά είναι τα λόγια του βουνού του Ομάρ Καμπέσας που “αφηγείται πώς το βουνό πενθεί το θάνατο ενός αντάρτη στη Νικαράγουα”.
“…Κι όταν πέθανε ο Τέγιο, το βουνό ένιωσε πως πια δεν το δεσμεύει τίποτα, όλα τα άλλα ήταν δίχως νόημα… Όμως όταν είδε τους άνδρες έτοιμους για μάχη να βαδίζουν πάνω του, να τρυπώνουν στην καρδιά του, αντιλήφθηκε ότι έκανε λάθος, ότι δεν έπρεπε να είχε σωπάσει εκείνο το δειλινό που πέθανε ο Τέγιο, ένιωσε πως ο Τέγιο δεν είναι το τέλος του κόσμου, ούτε η αρχή του, ότι ο Τέγιο ήταν ένα από τα παιδιά του. Ότι ο Τέγιο ήταν παιδί του, ήταν η ζωή του, ο κρυφός εραστής του, το αδέλφι του, το ζώο του, η πέτρα του, το ποτάμι του… Και πως μετά από εκείνον, ακολουθούσαμε κι εμείς, που μπορούσαμε να ανάψουμε φωτιά στα σωθηκά του”.
Βιβλία που καίγονται, μανιφέστα υπογεγραμμένα από διανοούμενους, επιστολές διαμαρτυρίας, βασανιστές και ανώνυμοι βασανισμένοι, αδίστακτοι κερδοσκόποι, ιστορικά γεγονότα που τάραξαν τις χώρες και τους ανθρώπους τους, γυναίκες πεισμωμένες, έτοιμες να συντρίψουν με το μπαστούνι τους τα εκατό χρόνια μοναξιάς… Εμβληματική μορφή ωστόσο παραμένει ο Μιγκέλ Μάρμολο. Διατρέχει το βιβλίο απ’ άκρου σ’ άκρο. Πρόσωπο σύμβολο, που όλη του η ζωή δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι με τον θάνατο, στην αφήγηση του Γκαλεάνο συνοψίζει τη ματιά του συγγραφέα πάνω στην ιστορία της περιοχής του, την πολιτική του θέση, την ηθική του στάση απέναντι στην ανάγνωση της ιστορίας αλλά και και το αποτύπωμα της ιστορίας πάνω στην προσωπική περιπέτεια του συγγραφέα.
“1984. Αυτός ο άνθρωπος έχει τραβήξει τα πάνδεινα, και πολλές φορές κόντεψε να πεθάνει κατά τη διάρκεια του αιώνα. Τώρα, από την εξορία, εξακολουθεί να εμψυχώνει το λαό του που πολεμά. Το ξημέρωμα τον βρίσκει πάντα όρθιο, ξυρισμένο, κι έτοιμο για δράση. Θα μπορούσε να καθίσει ήσυχα να γυρίζει τις πόρτες της μνήμης, όμως δεν μπορεί να κωφεύει όταν τον καλούν οι καιροί, και οι δρόμοι τους οποίους ακόμα δεν έχει διαβεί. Κι έτσι, στα εβδομήντα εννιά του γεννιέται καθημερινά ο γερο-Μιγκέλ Μάρμολ, που έχει μάθει πια ν’ ανασταίνεται”.
Κάπως έτσι άλλωστε ο Γκαλεάνο συνοψίζει και τον ρόλο του, τον ρόλο και τη θέση του διανοούμενου απέναντι στην εποχή του. Κάθε εποχή. Γι’ αυτό και επισημαίνει ότι η ιστορία συνεχίζεται και επιμένει: “Να ξέρετε πως η ελευθερία τού να υπακούς δεν είναι ελευθερία. Το έθνος που υπακούει δεν είναι πια έθνος: είναι η ηχώ ξένων φωνών, είναι η σκιά άλλων σωμάτων”.
via avgi
Αφήστε μια απάντηση