Γράφει o Δημήτρης Κεραμεύς Ντουμπουρίδης μετά την παράσταση στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων, το Σάββατο 7/8/2010 και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω , αφού και στο Θέατρο της ΕΗΜ στα Γιάννενα, την Τετάρτη 25 Αυγούστου ζήσαμε την εκεί παράσταση και γίναμε κοινωνοί των ίδιων συναισθημάτων.
“Ένα εικαστικό θαύμα. Μια εικαστική πανδαισία λόγου και κίνησης. Ένα απαύγασμα δεξιοτεχνίας και τελειότητας. Ιδού, ορισμένα μόνο, από τα συστατικά που κάνουν μια παράσταση αξέχαστη. Μια παράσταση που μπήκε ήδη στο πάνθεον των κλασσικών, πλην όμως ανατρεπτικών, παραστάσεων από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο λόγος βέβαια για τον «Ορέστη» του Ευριπίδη δια χειρός Χουβαρδά. ………….. Εν αρχή βέβαια η μετάφραση του ποιητή Στρατή Πασχάλη, που «έπιασε» μια νέα δυναμική του Ευριπίδειου Λόγου, προσθέτοντας ειρωνική χροιά αλλά και ποιητική έξαρση σ’ ένα κατ’ εξοχήν ποιητικότατο έργο.Η σκηνοθεσία του Διευθυντή του Εθνικού έπεται αλλά και πρωτοπορεί. Στηριζόμενος σε ότι καλύτερο έχει αυτή τη στιγμή το Ελληνικό Θέατρο από πλευράς ανθρωπίνου δυναμικού, στο πολύ καλό, αισθητικά αλλά και λειτουργικά, σκηνικό αλλά και στον καθάριο λόγο της μετάφρασης επιχειρεί και στο τέλος καταφέρνει να παρουσιάσει μια μεταμοντέρνα παραγωγή, που δε μένει μόνο στα κλισέ που επιτυχώς αναπαράγει, αλλά βάζει τη σφραγίδα της σ’ ένα έργο που θα μείνει ως διδασκαλία για τις επόμενες γενιές. Ν’ αρχίσουμε πρώτ’ απ’ όλα απ’ τις καφκικές του επιρροές. Εμφανέστατες απ’ την αρχή ως το τέλος με πρώτο δείγμα τον Χορό που αρχίζει την περιπλάνησή του στο έργο ως αδαές συνονθύλευμα άσχετων και άμαθων νέων για να καταλήξει στην πορεία, συνένοχος, μάρτυρας και τέλος εκφραστής των επί σκηνής δρώμενων. Κατόπιν, τα στοιχεία του χωροχρόνου που εμπλέκονται και εν τέλει απορροφώνται και ξεβράζονται από όλους τους εμπλεκόμενους, χρησιμοποιώντας με επιτυχία μοναδική τα δυο σκηνικά ως χοάνη για να μπαίνουν και να βγαίνουν από το ένα στο άλλο, ως άλλη εύπλαστη μάζα που πλάθει όμως η ίδια τους χαρακτήρες της, δηλαδή τους χαρακτήρες, εν τέλει, της ίδιας της πλοκής. Αποστασιοποιημένο το «μέσα» σκηνικό, αυτό το διάφανο σπίτι, εξωστρεφές και μεγεθυσμένο, λόγω του πρώτου, το «έξω». Στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν με γνώση και σύνεση από τον σκηνοθέτη για να τονίσουν ακόμα περισσότερο τον ήδη «έγκλειστο» χαρακτήρα του έργου. Αν σε όλα αυτά προστεθούν και τα μεταμοντέρνα κλισέ που αναφέρθηκαν πιο πάνω, όπως η «κλοπή λόγου» αλλά και η «κλοπή σώματος», τότε θα πρέπει να μιλάμε για μια καινούρια, σαφέστατη, ενδιαφέρουσα και πλήρως δικαιωμένη οπτική του έργου. Του έργου, του οποίου η ουσία διακατεχόταν από την Ευριπίδεια φιλοσοφία. Δεν παρέκκλινε ούτε μια γραμμή απ’ αυτήν κι αν ξένισε, ίσως, σε κάποια σημεία ήταν η οπτική της ερμηνεία και όχι αυτή καθ’ αυτή η ίδια. Με δανεισμένη την οπτική από το Θέατρο του Παραλόγου, εδώ μπαίνει και ο Κάφκα, αλλά και σαφέστατα επηρεασμένη από το Θέατρο του Μπέκετ και του Πίντερ, ο Χουβαρδάς στήνει τον καμβά του προσεκτικά, με λατρεία στην λεπτομέρεια και μην αφήνοντας τίποτα στην τύχη. Από τη μουσική του Μανόλη Καλομοίρη ταιριασμένη εντελώς με τα δρώμενα, από τη χρήση της στατικής τραπεζαρίας, από το πάγωμα του χρόνου, από τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, από τις άψογες ερμηνείες, δουλεμένες μία προς μία για το γενικό άψογο αποτέλεσμα, ο Χουβαρδάς δεν αφήνει τίποτα να «πέσει κάτω», αντιθέτως ανάγει το Θέατρο, στην περίπτωσή μας τον «Ορέστη», ως την, έτσι κι αλλιώς, Μητ(έ)ρα όλων των Τεχνών.Όλα τα άλλα έπονται. Όχι όμως και οι ερμηνείες όλων, οι απίστευτες ερμηνείες όλων των συντελεστών, οι ερμηνείες που εμπεριείχαν άψογο συντονισμό λόγου / κίνησης, οι ερμηνείες που μάγευαν διότι αξιοποιούσαν τα μέγιστα των δυνατοτήτων των ηθοποιών. Χορού και Ρόλων. Πόση στ’ αλήθεια δουλειά έγινε; Πόσος στ’ αλήθεια χρόνος δαπανήθηκε; Διότι αυτό που είδαμε το βράδυ του Σαββάτου στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Πέρα από κάθε σκέψη και ανάλυση. Ήταν η απόλυτη ευδαιμονία, η απόλυτη σκέψη, η απόλυτη αγαλλίαση. Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο. Η γλυκύτητα, η σκηνική ομορφιά, η ενδυματολογική προσέγγιση του έργου είχαν κάτι από το Θέατρο του Παύλου Μάτεσι. Ο «Φύλακας Άγγελος», ο Ναύτης στον «Ραμόν Νοβάρο», ο Μαιτρ στην «Τελετή» ήταν εκεί απόλυτα συνυφασμένοι με το λόγο του Ευριπίδη. Με τη μαγική μπαγκέτα του Χουβαρδά μετουσιώθηκαν, εναρμονίστηκαν πλήρως με το περιβάλλον του «Ορέστη» και μας έδωσαν μια παράσταση που θα θυμόμαστε για χρόνια.
Η ταυτότητα της παράστασης : Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς Σκηνικά – Κοστούμια: Γιοχάννες Σουτς Μουσική: Μανόλης Καλομοίρης Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος Φωνητική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσσα Τριανταφύλλη
Διανομή: Ορέστης: Νίκος Κουρής, Ηλέκτρα: Στεφανία Γουλιώτη, Ελένη: Τάνια Τρύπη, Μενέλαος: Ακύλλας Καραζήσης, Τυνδάρεως: Χρήστος Στέργιογλου, Πυλάδης: Κώστας Βασαρδάνης, Αγγελιαφόρος: Μανόλης Μαυροματάκης, Ερμιόνη: Γεωργιάννα Νταλάρα, Φρύγας: Νίκος Καραθάνος, Απόλλων: Γιώργος Γλάστρας, Χορός: Λαμπρινή Αγγελίδου, Πολυξένη Ακλίδη, Ελένη Βεργέτη, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Άννα Καλαϊτζίδου, Κόρα Καρβούνη, Γιάννης Κλίνης, Ρηνιώ Κυριαζή, Ζωή Κυριακίδου, Ηρώ Μπέζου, Λένα Παπαληγούρα, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Γιώργος Τζαβάρας, Θάνος Τοκάκης, Ηρώ Χιώτη”.
Αφήστε μια απάντηση