Είχες πάντα την καρδιά του φυγά• από το μισάνοιχτο παράθυρο, στην απεραντοσύνη κυνηγούσες ξαπλωμένος τις σκέψεις των άλλων που είχαν το σχήμα του δικού σου παλμού. Ο χρόνος είχε διέλθει προ πολλού από το σημείο τήξης που
είχες αποκλείσει από τα όρια του δεδομένου. Έξω στ’ανοιχτά αναζητούσες επιτακτικά -όπως είναι το συνήθειό σου- να μονομαχήσεις με την ασημένια νύχτα.
Το μέλλον δεν υπάρχει πια, παρά μόνο ως απουσία ανιαρών λουλουδιών.
Αφήστε μια απάντηση