Αναρωτιέμαι μερικές φορές…
10 Φεβ 2015 από Σπύρος Γ. Κούρτης
Η Ιθάκη μου
7 Φεβ 2015 από Σπύρος Γ. Κούρτης
Μια διάλεξη που θά κανα και εγώ. Εδώ
Του Κώστα Χλωμούδη
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά Διδάσκει στο τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά στο επιστημονικό πεδίο της Οικονομικής Ανάλυσης.
Όλοι γνώριζαν, εδώ και καιρό, στην Ελλάδα (Πολίτες και Πολιτικοί) ότι η πολιτική των Μνημονίων είναι δυνατόν να τελειώσει μόνον την ημέρα που η Ελλάδα θα μπορεί να βγει και να δανεισθεί ή να βρει χρήματα για την αναχρηματοδότησή της από κάποια πηγή. Όλοι γνωρίζουν την αλήθεια. Έχουμε επιλέξει το Ευρώ (φαίνεται και αυτό να έχει ξεκαθαρίσει). Συνεπώς προσπαθούμε να πείσουμε με προτάσεις – «ισοδύναμα» για τροποποιήσεις του μνημονίου, με αλλαγής του ονόματός του για συμβολικούς λόγους, κατόπιν συμφωνίας των συμβεβλημένων εταίρων μας/δανειστών! Μετά όμως την όποια αλλαγή του, το υλοποιούμε. Δεν στρεψοδικούμε, δεν υπονομεύουμε, δεν νομιμοποιούμε την αναξιοπιστία. Εργαζόμαστε!
Πως όμως αυτά θα συμβιβαστούν με το κοινό που έχει διαμορφώσει και διαπαιδαγωγήσει ο αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ σε συγχορδία με τον κο Καμένο; Πως θα ξεχάσουν να διαγκωνίζονται σε ανερμάτιστες προοπτικές, διατυπώνοντας τες με «πιασάρακες» αντιπολιτευτικές ατάκες όντες στην κυβέρνηση πλέον;
Ο λαϊκισμός έχει μολύνει μεγάλα τμήματα του πολιτικού οικοδομήματος της χώρας, κάνοντας πλέον ισχυρή την κυριαρχία του και σε αυτή τη Βουλή… Η μετάστασή του σε κάθε δημόσιο θεσμό, κάθε πολιτική πρακτική, κάθε δημόσιο λόγο, πραγματοποιήθηκε με τέτοια ταχύτητα που η κοινωνία δεν μπόρεσε να προλάβει τη θεραπεία.
Ο λαϊκισμός έχει μετατρέψει τμήματα της κοινωνίας σε μια άλογη μάζα που συμπεριφέρεται όπως ένα ακυβέρνητο καράβι. Ο λαϊκισμός δημιούργησε προσδοκίες, που δεν πρόκειται, γιατί δεν μπορεί να πραγματοποιήσει. Γι’ αυτό και επένδυσε, όλο αυτό το διάστημα, στο θυμικό όσων χάνουν από την κρίση, αλλά και των πλέον αδυνάμων κοινωνικών κατηγοριών, αξιοποιώντας και τον καιροσκοπισμό κάποιων εκ των πολιτικών ηγεσιών. Αποτέλεσμα ο πρωτόγονος εθνικισμός που αναδύεται. Πολλοί συμπατριώτες μας νομίζουν ότι είμαστε στην φάση του «Όχι» του Μεταξά. Η εχθρότητα προς την Ευρώπη είναι η παράπλευρη συνέπεια. Κινδυνεύουμε να γκρεμίσουμε ότι χτίσαμε, με κόπο, πάνω από 50 χρόνια, διαμορφώνοντας μία κοινή γνώμη εχθρική προς τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.
«Στην πολιτική τα πράγματα δεν μένουν ποτέ στάσιμα. Όταν δεν βελτιώνονται, χειροτερεύουν…»
Η δημοσιονομική κρίση που πλήττει βάναυσα τη χώρα μας δεν δημιουργήθηκε ούτε σήμερα, ούτε το 2010. Είναι κυρίως το αποτέλεσμα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της περιόδου 2007-2009 (έχει τεκμηριωθεί με στοιχεία η κατακόρυφη αύξηση των δημοσίων δαπανών με την ταυτόχρονη σημαντική μείωση των δημοσίων εσόδων). Είναι επίσης το αποτέλεσμα της γνωστής νοσηρής πολιτικής λειτουργίας των επιλεκτικών παροχών, της χορήγησης προνομίων σε κοινωνικές ομάδες ως εργαλείου συνειδητής διαιώνισης πελατειακών πρακτικών που οδήγησαν στη λαφυραγώγηση και τραγική δήωση του δημόσιου πλούτου και των συνειδήσεων, της άμετρης ανοχής στην παραοικονομία και της συνεχούς κρατικής σπατάλης που τροφοδότησε τα ελλείμματα και δημιούργησε ανισότητες υπέρ κάποιων ομάδων που είχαν τη δυνατότητα να πιέσουν για ιδιαίτερες ρυθμίσεις και ξεχωριστές παροχές, έναντι όλων των άλλων. Λυπάμαι που θα το υποστηρίξω αλλά ο λαός δεν έχει πάντα δίκιο. Το μόνο σίγουρο είναι ο σεβασμός στην ετυμηγορία του.
Πως διαμορφώθηκε όμως η μέση αυτή συνείδηση στην κοινωνία μας; Το αντιπροσωπευτικό μέλος της μεσαίας τάξης (αυτό που αποκαλούμε και μικροαστό) είναι συνήθως διαμαρτυρόμενο, αισθάνεται πικραμένο και αδικημένο και βέβαια ποτέ δεν φταίει το ίδιο για τίποτα. Αντιμετωπίζει όλα όσα αφορούν τους άλλους και ποτέ τον ίδιο. Διαχειρίζεται τα κοινά προβλήματα με τα εργαλεία μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται ως κοινωνική επικράτηση της «ημιμάθειας». Την κατάσταση αυτή την εντοπίζουμε σε πολλές πτυχές του δημόσιου λόγου. Σε κάθε πεδίο δημόσιων διαβουλεύσεων διακρίνουμε κοινά χαρακτηριστικά του επιπέδου αυτών των συζητήσεων (όπως αυτές ανά τους «καφενέδες της Ελλάδος»), είτε αυτές οι συζητήσεις γίνονται σε μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας είτε στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης είτε δυστυχώς και στη Βουλή.
Η ημιμάθεια δεν είναι μισή μάθηση ή η απουσία γνώσης. Είναι η έχθρα απέναντι στη μόρφωση. Η αποτυχημένη ταύτιση με τη γνώση, δημιουργεί την απέχθεια γι’ αυτό που δεν ευοδώθηκε να μάθουν. Η ημιμάθεια είναι η συλλογική πατερίτσα της ανάπηρης πλειονότητας του κόσμου που ομιλούν για τα κοινά δημοσίως στη χώρα μας σήμερα.
Η ημιμάθεια, ο κρυφός πόθος για ταύτιση με τα θεωρούμενα μεγάλα, έξυπνα, δυνατά και μαζί με αυτά το αγνάντεμα του ακατανόητου, εκτρέπει και την αναγκαία συμβολή των ΜΜΕ στη Δημοκρατία, στην παιδεία και στην κουλτούρα σε αβασάνιστες εκλαϊκεύσεις με άπνοες περιλήψεις της πολυσύνθετης πραγματικότητας.
Η έλλειψη σεβασμού προς τους συνομιλητές, η αγένεια και η διακοπή ονομάζεται διάλογος. Η διεκδίκηση απαντήσεων με ένα ναι ή ένα όχι σε ερωτήσεις που αφορούν καταστάσεις, φαινόμενα ή γεγονότα που είναι πολυσύνθετα και πολλές φορές διεπιστημονικού χαρακτήρα, ονομάζεται ενημέρωση. Η απέχθεια προς την πνευματική εργασία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα.
Σε περιόδους όξυνσης των βασικών κοινωνικών αντιφάσεων, στις μικρές η μεγαλύτερες κρίσεις, όταν η βάναυση λαϊκιστική υπερτροφοδότηση του κοινωνικού ναρκισσισμού ανοίγει ρήγματα, οι μορφωμένοι, ικανοί και εξειδικευμένοι κινδυνεύουν να αποτελέσουν περιθώριο, επισύροντας την οργή των μνησίκακων ημιμαθών, που εντάσσονται στην υπηρεσία της «κατάστασης», του «ρεύματος», της «επικρατούσας» δύναμης.
Τα τελευταία χρόνια , για λόγους αδυναμίας της Πολιτικής, κυριάρχησε ο «μιντιοκρατικός» τρόπος σκέψης, λειτουργίας και σχεδιασμού της Πολιτικής. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ο αριθμός πολιτικών που ως “τηλεπερσόνες” στην ουσία προερχόμενοι/ες από τα ΜΜΕ, μεταβαίνουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Βασικό «προσόν» και ίσως μοναδική εκπαίδευση και εξειδίκευση, ότι είχαν σχετική επαφή και προβολή από κάποιο/α ΜΜΕ…
Αν κάτι λοιπόν λείπει περισσότερο από την εποχή μας, παράλληλα με τον αναγκαίο ελεύθερο χρόνο για σκέψη και όχι απλή απορρόφηση του διαρκώς αυξανόμενου όγκου των πληροφοριών, είναι η ικανότητα να σκεφτόμαστε διαφορετικά και το θάρρος να εκφράζουμε ανοιχτά τη γνώμη μας.
Η ηγεμονία της ημιμάθειας και του «ξερολισμού» θα είναι δύσκολο να αντιμετωπισθεί, αλλά μπορεί να συμβεί σύντομα μόλις αρχίσουν να διαμορφώνονται οι όροι για τη συγκρότηση συσχετισμών μιας νέα μετεκλογικής κοινωνικής αυτογνωσίας…
Κάτι που ήδη έχει αρχίσει να αχνοφαίνεται…
Από εδώ “Μεταρρύθμιση
Η κοινωνική προσφορά των εκπαιδευτικών, πέρα από το συμβατικό ωράριο ως συνειδητή επιλογή και κοινωνική πολιτική του σχολείου
30 Ιαν 2015 από Σπύρος Γ. Κούρτης
Παρέμβαση στο συνέδριο
Παιδαγωγικής ηγεσίας 30 Ιαν 2015.
Πνευματικό κέντρο Χανίων
ΜΗΝΥΜΑ
από τον Γιάννη Κουτσοχέρα
Πάντα να πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι κι ας μένεις μόνος.
Μονάχος- έρημος – γαλήνιος να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου.
Και στους πολλούς – στους λίγους – ν’ αντιστέκεσαι
κρατώντας την ψυχή σου βάτο φλεγόμενη
για φως- πάντα για φως – για το καλό του Ανθρώπου.
Στους δυνατούς ενάντια, στους σκληρόκαρδους
και στους Δειλούς – στους χωματένιους.
Ενάντια και του αφέντη του ανελεύτερου και του τρεμόκαρδου του δούλου ενάντια.
Και να πονάς και να γελάς και να ονειρεύεσαι
πάντα για το αγαθό και το καλό του Ανθρώπου.
Να πολεμάς με το γνωστό και το άγνωστο με την κακή και την καλή τη μοίρα.
Και με τους άπονους θεούς και τους απάνθρωπους ανθρώπους
πάντα να πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι.
Και όλο για το καλό – το φως του ανθρώπου.
Σε όλους είναι γνωστό σαν στερεότυπο, ότι για την τη κοινωνική καταξίωση συχνά ήταν σημαντικό να είναι κανείς συνδαιτυμόνας «του χωροφύλακα, του παπά και του δάσκαλου». Σε κάθε μικρή κοινωνία αλλά και σε κάθε ομάδα ανθρώπων το κύρος του δάσκαλου προσδίδει μια αύρα , σε όσους τον συναναστρέφονται. Συχνά όπου το παραπάνω δόγμα είχε μεγαλύτερη ισχύ ο δάσκαλος είνα η ψυχή της ομάδας.
Ο κάθε εκπαιδευτικός σαν φορέας της μόρφωσης , της γνώσης και πολύ συχνά του νέου, του καινοτόμου είναι σε κάθε μικρόκοσμο που δραστηριοποιείται, ο πυρήνας του. Συναντά ανθρώπους που θα του ζητήσουν μια συμβουλή , μια γνώμη, μια άλλη πάντα καλλίτερη εκτίμηση των όσων τους απασχολούν. Είναι ο άνθρωπος που αγωνιά πως θα προσφέρει στους μαθητές, πως θα συνεργαστεί με τους γονείς , πως θα συνεισφέρει με τις μικρές του δυνάμεις στη διαμόρφωση και βελτίωση τουλάχιστον της οπτικής των πραγμάτων, να φωτίζει τα σκοτάδια.
Ξεκινά με όνειρο για «το αδύνατο» να προσφέρει στο κτίσιμο του καινούργιου κόσμου μεταλαμπαδεύοντας γνώσεις και εμπνέοντας με τη στάση του όσους βρίσκονται στη ακτίνα δράσης του.
«Όπου κατέχει να μιλεί με σύνεση και τρόπο, κάνει να κλαίσι να γελούν τα μάτια των ανθρώπων» , βρίσκουμε στο Ερωτόκριτο του Κορνάρου.
Για το σχολείο ο δάσκαλος έχει κεντρική και σημαντική θέση . Ίσως η ουσιαστικότερη σε όλη την έννοια που περικλείεται στη φράση “το σχολείο μου”.
Ο άνθρωπος που είναι επιφορτισμένος με το καθήκον της μεταφοράς της γνώσης, της διάπλασης της μελλοντικής κοινωνίας και το αύριο του ανθρώπου. Κλισέ “η φράση όλα είναι θέμα παιδείας῾
Λειτουργώντας μέσα στο πλαίσιο των νόμων , των ΠΔ , των εγκυκλίων και των Υ.Α. μοιάζει σαν ακροβάτης πάνω στο σχοινί που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ, της τήρησης των κανόνων , της συνείδησης του και της δίψας των μαθητών και των γύρω του για το λόγο τις ιδέες και τη στάση του. Πέρα και πάνω από όποια τήρηση των κανόνων, σαν άνθρωπος προσπαθεί να εμπνεύσει τους μαθητές του, να διαπλάσει με το χαρακτήρα του και ασυνείδητα, να επηρεάσει τη ζωή των γύρων του, μέσα και έξω από τη σχολική αίθουσα, εντός ή εκτός ωραρίου.
Με χαρά θυμάμαι τις επαφές με τους δασκάλους μου μέσα και έξω από το μάθημα. Τυχεροί όσοι συναντήσουν δασκάλους που θα εκτιμούν και θα σέβονται .
Δάσκαλοι δίπλα μας, μέσα και έξω από το «μάθημα». Η στάση τους όλη ένα ακόμα μάθημα, μάθημα ζωής. Πολλές συζητήσεις, πολλές δράσεις είτε με τη μορφή της δράσεων χειροτεχνίας, είτε με τη συμμετοχή στις θεατρικές παραστάσεις είτε ακόμα και σε τύπου διαλέξεις συναντήσεις, όπου στα έκπληκτα μάτια και στο διψασμένο μας για γνώση είναι, ξεδίπλωναν με όσα μέσα διέθεταν, τα μυστικά του σύμπαντος , τις μεγάλες ανακαλύψεις, την γνωριμία με τη λογοτεχνία και τη ποίηση. Μεγάλα μαθήματα ζωής οι δράσεις και η στάση τους έξω από « μάθημα» .
Στο σήμερα που τα πράγματα, ενώ στο πυρήνα τους μένουν ίδια, υπάρχει εντυπωσιακή αλλαγή ως προς τα μέσα. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές , το διαδίκτυο, τα σύγχρονα εποπτικά μέσα διδασκαλίας δίνουν τη δυνατότητα και την ευκολία για μεγαλύτερη ευελιξία στην μετάδοση της γνώσης και την καλλιέργεια του νου.
Και για να παραφράσουμε το Μπρέχτ : «καλά όλα αυτά αλλά έχουν ένα ελάττωμα, χρειάζονται Δασκάλους για να προσφέρουν» και με το Δ κεφαλαίο.
Δασκάλους με μόρφωση επιστημονική και κυρίως κοινωνική, παιδαγωγική. Δασκάλους που, το να προσφέρουν είναι η πεμπτουσία της ύπαρξής τους, Δασκάλους που θα ονειρεύονται ένα καλλίτερο άνθρωπο πέρα και έξω από τις όποιες συνθήκες αντικειμενικές ή υποκειμενικές που τον εμποδίζουν. Εκεί είναι και η δύναμή του. Πως θα αλλάξει μια κατάσταση αν δεν ονειρεύεσαι και δεν παλεύεις να τη κάνεις καλλίτερη όχι από ιδιοτέλεια αλλά για το « καλό τ’ ανθρώπου».
Μέλημα μας να γίνουν δράσεις που μπορούν (στο πλαίσιο των προγραμμάτων των σχολικών δραστηριοτήτων και του νέου θεσμού του κοινωνικού σχολείου) με γνώμονα και στόχο την μόρφωση, την γνώση όχι μόνο για τις εξετάσεις αλλά την ανάπτυξη του πνεύματος , τη διάχυση του πολιτισμού της καθημερινότητας.
Αλληλοβοήθεια και διάχυση της γνώσης και των καλών πρακτικών, τη αυτοεπιμόρ–φωση, την διαρκή αναζήτηση. Άλλωστε η γνώση και η μόρφωση είναι από τα αγαθά που όσο και να σπαταλήσεις, χαρίσεις , μοιράσεις ποτέ δεν τα χάνεις.
Παρά τις όποιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, υπάρχουν τα περιθώρια να αναπτύξουμε δράσεις εντός και εκτός ωραρίου που θα εμπνεύσουμε, στο έφηβο, στο νέο άνθρωπο, στον κάθε πολίτη σημερινό και αυριανό την αξία της γνώσης , την πολύτιμη σημασία της ευγένειας και τελικά της προσωπικής επιτυχίας και απελευθέ-ρωσης από όσα προκαλεί η αμορφωσιά και η εσωστρέφεια από τον ακαλλιέργητο νου.
Μπορούμε να παραμερίσουμε τις όποιες δυσκολίες και με συνεργασία συναδελφικό-τητα (πράγμα που στη Ελληνική φυλή είναι κομμάτι δύσκολο), να προσφέρουμε ότι μπορούμε στον άνθρωπο.
Δεν χρειάζονται κονδύλια να είμαστε ευγενικοί, να αγαπάμε αυτό που κάνουμε , άλλωστε μόνο έτσι θα το κάνουμε και καλά, να θέλουμε να γινόμαστε καλλίτεροι.
Δεν υπάρχει για το δάσκαλο καλλίτερη ανταμοιβή από τις αναφορές των μαθητών του σε αυτόν με αγάπη και σεβασμό όταν αυτοί είναι πια ώριμοι πολίτες και το ανταποδίδουν με την έκφραση της εκτίμησης τους προς αυτόν σε μέλλοντα χρόνο.
Βέβαια primum vivere deinte philosofare .
Κι όμως πάντα και επιμένω σε αυτό υπάρχει χώρος για το όνειρο, για το αδύνατο του Καζαντζάκη.
Πεδίο δράσης του είναι τα επιστημονικά σωματεία, οι πολιτιστικοί σύλλογοι η προσφορά του στη κοινωνία από θέσεις τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, συμβάλλοντας με τη πείρα του, τις γνώσεις του, σε θέματα πολιτισμού και παιδείας στη κοινωνία.
Με αυτές τις σκέψεις σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Εύχομαι οι συζητήσεις που θα προκύψουν από το συνέδριο αυτό να είναι ένας φάρος ακόμα για το καλό τ’ ανθρώπου.
Η παρέμβαση αυτή αφιερώνεται στους δασκάλους μου και σε όλους τους Δασκάλους.
Ποιος είναι ο “φασίστας”;
29 Ιαν 2015 από Σπύρος Γ. Κούρτης
Κύριε διευθυντά,
όλο και πιο συχνά ακούω χαρακτηρισμούς για «Φασίστες» και «Φασισμό», για πράγματα που μπορεί και να μην έχουν σχέση με την ιδεολογία, αλλά απλά με θέματα αγωγής, μόρφωσης και συμπεριφοράς!! Σήμερα, όποιος διαφωνεί με κάποιον -σε οτιδήποτε- του πετάει έναν αφορισμό «είσαι φασίστας»… και δικαιώνεται!!
Ξεπέρασα μισό αιώνα ζωής, δεν γνώρισα ούτε τον Μουσολίνι, ούτε τον Χίτλερ, ούτε τον Μεταξά, άλλα ούτε και -παιδί τότε της επαρχίας- πολιοκατάλαβα τη χούντα, για να αντιληφθώ τι είναι «ο δικτάτορας». Ομως, απ’ όντας θυμάμαι τη ζωή μου και πέρα από τις θεωρίες κοσμοθεωριών που διαβάζω, ακούω για δικτάτορες, χούντες και φασίστες, τραγουδώ και χορεύω τα αντιφασιστικά τραγούδια των Θεοδωράκη, Ρίτσου, Λοΐζου…, της εποχής μου και ακόμα δεν έχω καταλάβει… «τι είναι ο φασισμός»!!
Σήμερα, στο απόγειο της ωριμότητάς μου και μέσα στη φουρτούνα του ιδεολογικο-πολιτικού αχταρμά που ζούμε, αυτή η αναζήτησή μου, πλέον περισσότερο από ποτέ, με πνίγει. Παρακολουθώ τους μεν να κατηγορούν τους δε για φασισμό και δημιουργώ έτσι ένα πρώτο δοκίμιο «φασίστα». Μετά παρακολουθώ τους δε να κατηγορούν τους μεν για αναχρονιστικό ολοκληρωτισμό και δημιουργώ ένα δεύτερο δοκίμιο φασίστα, που όμως -σε επίπεδο αντίληψης, αγωγής και συμπεριφοράς- είναι ακριβώς ίδιο με το πρώτο, απαξιώνοντας έτσι ολόκληρο το «πείραμά» μου και τα δοκίμιά του!!
Επειδή δεν δέχομαι τα «αδιέξοδα σκέψης», τώρα πλέον προσπαθώ να συνδυάσω τις θεωρίες περί Φασισμού, με τις πρακτικές και τα συμβαίνοντα γύρω μου, με την ελπίδα να καταλήξω κάπου. Από τη θεωρία, λοιπόν, έχω προ πολλού καταλήξει ότι: «Φασισμός είναι η επιβολή περιορισμών της ελεύθερης σκέψης και μέσω αυτής (της μη σκέψης), η υπακοή και πειθαρχία σε συγκεκριμένες συμπεριφορές, χωρίς αντιρρήσεις, διάλογο και αναζητήσεις»!! Ιστορικά, ο περιορισμός της ελεύθερης σκέψης, επιχειρήθηκε και μέσω της θρησκείας και μέσω της ιδεολογίας, αλλά και με την επιβολή των όπλων. Σήμερα όμως, σε συνθήκες πλήρους ανεξιθρησκίας (ίσως και αθεΐας), πλήρους κατάρρευσης των οριοθετήσεων και σύγχυσης των ιδεολογιών και με τα όπλα, να διεκδικούν μόνο τα συμφέροντα και τις γρήγορες αποδώσεις πλούτου, …«άραγε υπάρχει Φασισμός;;» και αν ναι, «πώς αυτός επιβάλλεται»;
Σήμερα, λοιπόν, παρότι εξέλειπαν τα παραπάνω εργαλεία φίμωσης και «περιορισμού της σκέψης», εντούτοις θεωρώ ότι ζούμε στο απόγειο, στη 2α παρουσία και στη θεοποίηση του Φασισμού, τον όποιο απλώς εμείς αυτάρεσκα τον λέμε: «Ελευθερία» και «Δημοκρατία»!! Δηλαδή, η υπερβολή και η αχαλίνωτη διεκδίκηση των στόχων και του οράματος, μάς πέρασε στην αντίπερα όχθη και είναι αυτή που δημιουργεί τη στρέβλωση, το έκτρωμα και ενσαρκώνει τον «Σατανά» (Φασισμό)!!
Οταν σήμερα, σε συνθήκες πλήρους «Ελευθερίας»:
– Δεν λες την άποψή σου ή την ψελλίζεις κρυμμένος στο παρασκήνιο και πίσω από ψευδώνυμα, παπαγαλάκια και ανώνυμους κύκλους, είναι γιατί, φοβάσαι ότι θα σε σταμπάρουν, θα σε λοιδορήσουν, θα σε διαπομπεύσουν και ίσως θα σε βλάψουν, ότι δηλαδή, θα σε κατηγορήσουν… γιατί σκέπτεσαι ελεύθερα!!
– Δεν συζητάς, δεν κάνεις διάλογο (αλλά κοκορομαχία), όταν δεν δέχεσαι την αντίθετη άποψη και θεωρείς ότι μόνο εσύ έχεις δίκιο, είναι γιατί δεν αναγνωρίζεις την ελευθερία και το δικαίωμα του άλλου… να σκέπτεται διαφορετικά!!
– Διαστρεβλώνεις απροκάλυπτα την πραγματικότητα, αλλοιώνοντας τη σημασία των λέξεων και το νόημα των φράσεων, με μοναδικό στόχο, να παραπλανήσεις και να επιβάλεις τον σκοπό σου, είναι γιατί δεν αναγνωρίζεις τη δυνατότητα του άλλου να σκέπτεται, να κρίνει και να αντιλαμβάνεται!!
– Διαμορφώνεις την άποψη και τα επιχειρήματά σου, κάθε φορά, ανάλογα από την πλευρά που βρίσκεσαι και μόλις αλλάξεις πλευρά (πας απέναντι), ανερυθρίαστα δοξάζεις αυτά που χθες κατηγορούσες και δαιμονοποιείς αυτά που υμνούσες, είναι γιατί θεωρείς τους άλλους ηλίθιους, ανίκανους να σκεφτούν, να σε καταλάβουν και να σε κρίνουν!!
– Είσαι μονίμως εσύ ο χαμένος, ο αδικημένος και το θύμα απατεώνων, τους οποίους μπορεί σήμερα να κατηγορείς και να καταριέσαι, αλλά αύριο είσαι έτοιμος να τους ξαναδεχτείς, να τους δοξάσεις γονυπετής, είναι γιατί σε έμαθαν να μη κρίνεις ιδέες, πράξεις και αποτελέσματα, αλλά απλά να προσκυνάς το απρόσωπο «στέμμα» (του κόμματος), βασιζόμενος μόνο στο ένστικτό σου και όχι στη σκέψη σου!!
Αν πράγματι θες να δεις τι σημαίνει Φασισμός, κοίτα απλά γύρω σου και παρατήρησε όλους αυτούς, τους μικρούς και τους μεγάλους δικτατορίσκους, που κατηγορούν εύκολα τους πάντες και τα πάντα, γιατί απλά θεωρούν ότι …μόνο αυτοί έχουν το δικαίωμα να σκέπτονται έτσι και να πράττουν τα ίδια (που κατηγορούν). Ολους αυτούς, που συγχέουν τη «Γνώση» (της μελέτης), με την «Αποψη» (των ερεθισμάτων και των συμφερόντων) και προσπαθούν να σου επιβάλουν της άποψή τους, ως την αποκλειστική γνώση.
Αυτό δηλαδή, που οι θρησκείες πέτυχαν με τα δόγματα, οι ιδεολογίες με τον φόβο και τις διώξεις και οι δικτατορίες με τα όπλα και το αίμα, οι σημερινοί Φασίστες της «Δημοκρατίας» μας, το επιτυγχάνουν εύκολα και ανώδυνα, μέσα από τη σύγχυση, την αμφιβολία και την παραπληροφόρηση της κοινωνίας, κρατώντας την αμόρφωτη και χειραγωγώντας την, αξιοποιώντας όλες τις τεχνικές μάρκετινγκ και τις δυνατότητες της επικοινωνίας, απλά διότι, «αυτοί», δεν θεωρούν τον πολίτη ως άνθρωπο -δηλαδή ένα σκεπτόμενο ον- αλλά, ως ένα άβουλο προϊόν εκμετάλλευσης!!
Κώστας Βουλγαράκης
Χανιώτικα Νέα 28/1/2015 σελ.33
Σήμερα στα σχολεία
23 Ιαν 2015 από Σπύρος Γ. Κούρτης
Η πλαστική σακούλα πρέπει να αντικατασταθεί
3 Ιαν 2015 από Σπύρος Γ. Κούρτης
Μια παρουσίαση που πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.
Εδώ
Πολιτική δρόμου, πολιτική θεσμών
2 Ιαν 2015 από Σπύρος Γ. Κούρτης
Από την Σώτη Τριανταφύλλου
Η ύπαρξη και η λειτουργία των θεσμών δεν προηγείται της κοινωνίας των πολιτών, όπως τείνουμε να πιστεύουμε. Αντιθέτως, οι θεσμοί γίνονται θεμέλιο της δημοκρατίας μόνον αν τους αναγνωρίζουμε ως θεμέλιο της δημοκρατίας. Βρισκόμαστε σήμερα ανάμεσα σε δυο κατεστημένα: από τη μία πλευρά το διαβρωμένο, αποτυχημένο κράτος με τους ατελείς θεσμούς του, κι από την άλλη πλευρά την πολιτική και τους πολιτικούς του δρόμου.
Χρειάζεται ισορροπία ανάμεσα στις λειτουργίες των αντιπροσωπευτικών οργάνων και στην καθημερινή συνεισφορά των πολιτών στη διαμόρφωση της πολιτικής. Αυτή η ισορροπία, στην περίπτωσή μας, είναι ασταθής. Δεν έχουμε ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο ρόλος του «δρόμου» και πώς επηρεάζει τη ζωή της κοινότητας. Και δεν έχουμε αναρωτηθεί τι πιστεύουν και τι επιθυμούν οι άνθρωποι – η πλειοψηφία δηλαδή – που δεν συμμετέχουν στην πολιτική του δρόμου. Στην Ελλάδα, οι ενεργές μειοψηφίες καταδυναστεύουν τους πολίτες.
Πράγματι, έχουμε μακρά παράδοση πολιτικής δρόμου, ακριβώς επειδή οι θεσμοί ήταν πάντοτε ασθενικοί. Και ήταν ασθενικοί επειδή δεν τους σεβόμασταν, δεν απευθυνόμασταν σε αυτούς° ασκούσαμε τα δικαιώματα του πολίτη στον δρόμο, μέσα από μορφές αυτοδικίας. Όσο για τις υποχρεώσεις του πολίτη, δεν τις αποδεχόμασταν – ούτε μας τις δίδαξε κανείς. Τώρα αντιμετωπίζουμε τη σχεδόν αναπόφευκτη «θεσμική» ηγεσία ανθρώπων που δεν έχουν καμία σχέση με τους θεσμούς, ει μη μόνον για να τους εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα εξουσίας –αν και όχι πλειοψηφίας- προέρχεται από τον δρόμο και τον διεφθαρμένο συνδικαλισμό – ευνοεί την ανομία, το περιθώριο, την παραβατικότητα και την απρέπεια. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της ταραχώδους σχέσης των Ελλήνων με το κράτος, της ευρέως διαδεδομένης δυσφήμισης της δημοκρατίας, του αντιευρωπαϊκού και «αντικαπιταλιστικού» πνεύματος. Κυρίως, πρόκειται για την υποχώρηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την υποταγή της πλειοψηφίας σε θορυβώδεις μειονότητες: το πιο πρόχειρο παράδειγμα αυτής της υποταγής, αυτού του «silencing” της πλειοψηφίας, είναι τα ελληνικά πανεπιστήμια όπου οι «θεσμοί» έχουν εκπέσει σε «δρόμο».
Εκτός του ότι πολλές από τις κινητοποιήσεις είναι απλώς θέαμα που εκτυλίσσεται εις βάρος των πολιτών (δημιουργώντας κυκλοφοριακό χάος, συρρίκνωση της αγοράς, ρύπανση της κοινωνικής εικόνας), οργανώνονται χωρίς κανόνες και όρια. Οι ενεργές μειοψηφίες κινητοποιούνται χωρίς να εξαντλήσουν τις μεθόδους που προβλέπονται από τη νομοθεσία και το σύνταγμα° συχνά, οι κινητοποιήσεις δεν κλιμακώνονται, φτάνουν αμέσως σε ακραίες και τελεσίδικες εκδηλώσεις. Τίθενται δύο ζητήματα: το ένα είναι η νομιμότητα ή μη νομιμότητα των κινητοποιήσεων° το άλλο είναι η περαιτέρω εξασθένιση των θεσμών.
Για δεκαετίες, η πολιτική κοινωνιολογία προσπαθεί να μελετήσει – και να λύσει- αυτή την αντίθεση ανάμεσα στη λαϊκή «διαμαρτυρία» (που σπανίως είναι «λαϊκή») και τη θεσμική πολιτική δράση. Πράγματι, οι διαδηλωτές είναι επίσης ψηφοφόροι. Η πολιτική του δρόμου τούς καθιστά, ας πούμε, «υπερ-πολίτες», με δύο διαύλους άσκησης επιρροής: τις κάλπες (όχι μόνον των βουλευτικών εκλογών αλλά και των συνδικαλιστικών, των τοπικών κτλ) και τον δρόμο. Μια υποσημείωση εδώ: πολλοί διαδηλωτές και ακτιβιστές είναι νέοι που δεν ψηφίζουν καν, είτε διότι περιφρονούν τα υπάρχοντα κόμματα, είτε διότι απορρίπτουν ολόκληρο το σύστημα εκπροσώπησης εφόσον αυτό υπαγορεύει το Zeitgeist και η ομαδική σκέψη. Επίσης, πολλοί διαδηλωτές δεν είναι ακόμα δεκαοκτώ ετών, άρα δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα. Δεύτερη υποσημείωση: για να λειτουργεί το δημοκρατικό σύστημα θα έπρεπε τα «παιδιά» που εξεγείρονται με χαρακτηριστική ευθιξία να μαθαίνουν πρωτίστως πώς να διαχειρίζονται τους θεσμούς και δευτερευόντως πώς να διεκδικούν τα δικαιώματά τους στον δρόμο. Έτσι κι αλλιώς, η συμμετοχή στην πολιτική του δρόμου ανθρώπων κάτω των δεκαοκτώ ετών, δηλαδή, επαναλαμβάνω, χωρίς πολιτικά δικαιώματα, θα έπρεπε να αποθαρρύνεται.
Η, ας την ονομάσουμε, «routinization» των διαδηλώσεων, φοιτητικών απεργιών και αναμετρήσεων με την αστυνομία έχει αφαιρέσει το περιεχόμενο – συμβολικό και «αποδοτικό»- αυτής της εξω-θεσμικής δράσης. Και, με ευκαιρία αυτή τη routinization, αντεργατικές κυβερνήσεις, όπως ήταν, λόγου χάρη, εκείνη της Μάργκαρετ Θάτσερ, μπορούν να τσακίσουν τα συνδικάτα ή να περάσουν αυταρχικούς νόμους και να παραχωρήσουν υπέρμετρες ελευθερίες στην αστυνομία.
Η διαχείριση συγκρούσεων δεν είναι το φόρτε της ελληνικής δημοκρατίας. Όπως δεν είναι η θεσμική αναζήτηση λύσεων και συναίνεσης. Αλλά το πρόβλημα επιδεινώνεται με την πολιτική αναρρίχηση προσώπων που προέρχονται από τον δρόμο, ενώ, ταυτοχρόνως, εμφορούνται από μικροαστική, δημοσιοϋπαλληλική και γραφειοκρατική νοοτροπία. Το πρόβλημα με τον «άνθρωπο-διαδηλωτή» είναι ότι διαμαρτύρεται, ότι προβάλλει αντίθεση χωρίς, απαραιτήτως, να προτείνει θέση. Για την άσκηση θεσμικής εξουσίας απαιτείται, οπωσδήποτε, θέση. Επιπροσθέτως, απαιτείται αγωγή, διπλωματική αρετή, κοινωνικοί τρόποι. Η διεθνής διπλωματία δεν διενεργείται με θράσος και συμπεριφορά πεζοδρομίου.
Μια άλλη διάσταση της πολιτικής του δρόμου είναι η αδιαφορία της για την κοινωνική σταθερότητα. Κι όμως, οι άνθρωποι επιζητούν τη σταθερότητα παρά το ατέλειωτο «ναι μεν αλλά» που συνδέεται με την πολιτική. Δεν μπορεί να υπάρχει παραγωγική πολιτική διαμάχη χωρίς βασική πολιτική συμφωνία: το «ναι μεν αλλά» εξαρτάται από τη βαθύτερη συναίνεση. Η θεμελίωση των βασικών επιχειρημάτων περί πολιτικής προορίζεται στο να απαλλάσσει τους πολίτες από ατέρμονες πολιτικές διαφωνίες ώστε να μπορούν να ζήσουν τη ζωή τους. Μια σταθερή ύπαρξη δίνει στον πολίτη χρόνο και χώρο να κάνει όλα όσα θέλει να κάνει. Τα ολοκληρωτικά και υπερ-ακτιβιστικά κόμματα απομυζούν τον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων από τους οποίους συχνά απαιτούν αφοσίωση θρησκευτικού τύπου. Έτσι, προκύπτουν οι επιλεγόμενοι επαγγελματίες επαναστάτες και τα επαγγελματικά κομματικά στελέχη τα οποία δεν ξέρουν τίποτα για το πώς ζουν οι άνθρωποι, τι σημαίνει προσωπική ζωή και ποιες απολαύσεις μπορεί να προσφέρει. Τα κόμματα αυτά υποβαθμίζουν την προσωπική ζωή οξύνοντας με αυτόν τον ύπουλο τρόπο τα συναισθήματα ματαιότητας και δυσαρέσκειας. Ο αφισοκολλητής είναι άτομο χαμένο σε μια διαδικασία χωρίς νόημα.
Η πολιτική υπάρχει για να μας δώσει τη δυνατότητα να ζούμε τη ζωή για εμάς τους ίδιους. Γι’ αυτό, η λέξη-κλειδί της σύγχρονης ζωής, από τον 17ο αιώνα, είναι «εκπροσώπηση». Εκπροσώπηση σημαίνει δυνατότητα επιλογής: χρησιμοποιούμε τις εκλογές για να επιλέξουμε τους εκπροσώπους μας, κι αν δεν μας αρέσει η επιλογή που κάναμε χρησιμοποιούμε τις εκλογές για να απαλλαγούμε από αυτούς. Οι άνθρωποι πρέπει να συμφωνήσουν να εκπροσωπούνται αν θέλουν να λειτουργήσει η πολιτική: η άμεση δημοκρατία, η δημοκρατία που ρυθμίζει τις υποθέσεις της στον δρόμο δεν είναι δημοκρατία.
Όταν η συμφωνία είναι εξασφαλισμένη, ο χώρος είναι ανοιχτός για την ειρηνική συνύπαρξη. Σε αυτόν τον χώρο όλα είναι δυνατά κι ένα από αυτά είναι το πείραμα για περισσότερη δημοκρατία, δηλαδή με δημοκρατία θεσμών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ιστορικά, η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση ευνόησε πιο συναινετικές και διαδραστικές μορφές της πολιτικής, όπως αυτές που έχουμε σήμερα. Για να έχουμε καλύτερη διακυβέρνηση απαιτείται η συμφωνία να κυβερνηθούμε, όχι το αντίστροφο.
Οι περισσότεροι από μας δεν έχουμε κατανοήσει ότι η πολιτική σταθερότητα ευνοεί την ευημερία μας. Δεν μιλάμε για τη σταθερότητα που οφείλεται σε απαθείς, συντηρητικούς και δύστροπους πολίτες που αποδέχονται την πολιτική σαν ένα γεγονός της ζωής χωρίς να περιμένουν πολλά από αυτή. Μιλάμε για σταθερότητα ζωντανή, ειρηνική και δημιουργική. Το στοίχημα δεν είναι η περιπετειώδης πολιτική. Αν οι πολίτες έχουν ανάγκη από δυνατές συγκινήσεις, πρέπει να τις αναζητούν αλλού.
Διακοπές
27 Δεκ 2014 από Σπύρος Γ. Κούρτης
Καλημέρα σας.
Σάββατο πρωί και ο καιρός βροχερός στο χωριό.
Μαύρα φίδια μας ζώνουνε. Οι ηγέτες μας έχουν μπλέξει τα μπούτια τους, οι τηλεοπτικοί αστέρες ξεκατινιάζονται στα παράθυρα και ο σοφός λαός περιμένει να τον σώσουν οι καρεκλομάχοι, οι τηλεμετρήσεις , οι δημοσκοπήσεις και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Τι πρέπει να γίνει για το τόπο τσιμουδιά. Εκλογές να γίνουν να , να , θα , θα , θα… και πάλι από την αρχή.
Τι μπορεί να γίνει και πως κανείς δεν λέει και πολύ περισσότερο δεν κάνει.
Επίστρατοι και Βενιζελικοί πάλι στην ημερήσια διάταξη.
Λογικές φωνές όπως εδώ ή εδώ είτε δεν (εισ)ακούγονται είτε δεν έρχονται στο προσκήνιο.
Όλοι όμως, δεν μελετάμε, δεν ασχολούμαστε, αλλά με “ψυχαγωγία”, με δήθεν αστειότητες και με εξυπνακίστικα ευφυολογήματα λέμε οτι “είμαστε καλά”. Κλεισμένοι με αυταρέσκεια στο μικρόκοσμο μας δεν μας νοιάζει , κυριαρχεί το θυμικό, “οι κλέφτες” , οι “απατεώνες”, οι έτσι, οι αλλιώς και με την ουσία τίποτα.
Μόνη λύση που βλέπω είναι , αν δεν γίνουν εκλογές, να βάλουμε πλάτη όλοι και να κάνουμε κουμάντο για το τόπο κάποτε και όχι πολιτική και νομολογία με τροπολογίες σε άσχετα νομοθετήματα, ενώ αν γίνουν εκλογές, να εκτιμήσουμε κάθε ψηφοδέλτιο και να σταυρώσουμε πρόσωπα που θεωρούμε αξιοπρεπή , καλλιεργημένα και πολιτικά ανεξάρτητα από κόμμα. Δυστυχώς στα κόμματα και τις παρατάξεις προτάσσεται το συμφέρον της παράταξης και μετά όλα τα άλλα .
Τελικά το πρόβλημα δεν είναι οι ιδέες και οι προτάσεις των κομμάτων αλλά πως αυτές υλοποιούνται από τα μέλη τους.
Το πρόβλημα δεν είναι η αριστερά αλλά οι “αριστεροί”, δεν είναι η δεξιά αλλά οι “δεξιοί”, δεν είναι ο καπιταλισμός αλλά οι “καπιταλιστές”, δεν είναι ο κομμουνισμός αλλά οι “κομμουνιστές”, δεν είναι το Ισλάμ αλλά οι “ισλαμιστές”, δεν είναι ο Χριστιανισμός αλλά οι “Χριστιανοί” .
Καλή χρονιά
Κυριακή πρωί
27 Νοέ 2014 από Σπύρος Γ. Κούρτης
Τι αλλάζουμε όταν βλέπουμε αρνητικά τα πάντα;
Όταν για όλα τα δεινά μας προσωπικά και κοινωνικά, “μας φταίνε” πάντα οι άλλοι.
Όταν περιμένουμε άλλους να αντιμετωπίσουν την καθημερινότητα και τη μιζέρια μας.
Πάντα οι άλλοι και έτσι έχουμε ένα άλλοθι για να αδρανούμε.
Πάντα παρατηρήσεις, “αυτός είπε έτσι” , “ό άλλος αλλιώς”, “αυτοί που τα κάνανε”, “αυτοί φταίνε” αυτοί κανονίζουν τις “ζωές μας”.
Όλα μα όλα αυτά είναι ένα τέλειο άλλοθι να μην κάνουμε τίποτα στην ουσία.
Μεμψιμοιρούμε, γκρινιάζουμε, αρθρογραφούμε , βρίζουμε, μουτζώνουμε (εντάξει αυτά είναι και εκφράσεις πάνω στο θυμό μας), ναι, και το μυαλό για τι τό ‘χουμε; Δεν φαίνεται το άτιμο μέσα στο καύκαλο να μας προσδώσει ομορφιά σαν τα σκουλαρίκια.
Δεν διαβάζουμε, ή διαβάζουμε μόνο ότι μας χαϊδεύει τα αυτιά, τα χώνουμε και σε κάνα πολιτικό και νομίζουμε ότι “εκπληρώνουμε” το χρέος μας.
Τι αλλάζει όταν οι μαθητές μας μας βλέπουν αρνητές του ίδιου μας του είναι; Φορτώνοντας πάντα τα στραβά και την τύφλα μας σε άλλους.
Τι αλλάζει όταν κάνουμε πάντα ότι δεν μας αρέσει; Μας βολεύει, ότι πήγαμε σε μια διαδήλωση, αγανακτήσαμε (αγανακτησμένοι πολίτες (“φρούτο” του 2009)), “καταλάβαμε” γιατί έτσι κάνουν σε όλη την Ελλάδα να ανατρέψουμε το σύστημα (τρομάρα μας) το δημόσιο σχολείο( το ΛΑΪΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ σύντροφοι) , το δημόσιο κτίριο, και τ’ απόγευμα τρέχουμε με την ουρά στα σκέλια σε όσα μας “επιβάλλει” το σύστημα που το πρωί το καταγγέλλουμε.
Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο. Και μπαίνει αμείλικτο το ερώτημα, και τι να κάνουμε;
Πάνω απ’ όλα σωστή ανάγνωση και αναγνώριση της πραγματικότητας(μαθηματικός γαρ).
Να αγνοούμε όσα λέν πολλοί για το δικό τους συμφέρον και μόνο.(Κανένα κομματικό-παραταξιακό μέλος σήμερα δεν είναι άξιο της εμπιστοσύνης μου).
