Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Οι Εβραίοι άκουσαν τους προφήτες τους. Οι Έλληνες γιατί δεν άκουσαν τους ποιητές τους; Την ερώτηση τη διατύπωσε ο Κώστας Αξελός στη δεκαετία του ’50 (την παραθέτω από μνήμης). Υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι η ελληνική παιδεία εξόρισε τους ποιητές της, τους λογοτέχνες της.
Μπορεί να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τα δύο ποιητικά Νομπέλ μας, όμως όταν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά, τα αντιμετωπίζουμε λίγο ώς πολύ ως είδος πολυτελείας, ένα υποχρεωτικό βάρος. Δεν έχουμε αναρωτηθεί ποτέ στα σοβαρά γιατί για τους λογοτέχνες μας δεν υπήρξε ποτέ γλωσσικό ζήτημα. Ο Σολωμός έγραψε στα δικά του ελληνικά, ο Κάλβος στα δικά του. Κι εμείς τρέχαμε στους Μιστριώτηδες και στους Ψυχάρηδες για να μας πουν ποια ελληνικά πρέπει να μιλάμε αν θέλουμε να λεγόμαστε Έλληνες.
Το πρόβλημα εννοείται ότι δεν περιορίζεται στο γλωσσικό. Αν και αναρωτιέμαι σε ποιο άλλο ευρωπαϊκό έθνος η διαμάχη για τη γλώσσα άφησε πίσω της ακόμη και νεκρούς. Υπενθυμίζω τα Ορεστειακά. Αναρωτιέμαι, επίσης, ποιο άλλο έθνος προσέδωσε ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα σε ένα μέρος της γραμματικής, όπως εμείς στην τρίτη κλίση. Η κατάργησή της λειτούργησε σαν πιστοποιητικό προοδευτικών φρονημάτων. Το Ισραήλ που δημιουργήθηκε από Εβραίους της διασποράς, με διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα, αποφάσισε να αναγνωρίσει τον εαυτό του στη γλώσσα των προφητών. Εμείς αναγνωρίσαμε τον εαυτό μας στη Βαβυλωνία, το θεατρικό του Βυζάντιου, και αναθέσαμε στους γραμματικούς και τους φιλόλογους να νομοθετήσουν. Η τυπολατρική νοοτροπία μας θριάμβευσε ακόμη κι εδώ. Στην Ελλάδα υπάρχουν νόμοι για τα πάντα, απλώς δεν μπορούν να μας προστατεύσουν από το χάος που οι ίδιοι οι νόμοι δημιουργούν.
«Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα». Τον τίτλο τον χρωστώ στον φίλο Βασίλη Παπαβασιλείου. Ήταν το αγαπημένο του ρεφρέν στις εκπομπές που κάναμε τον χειμώνα στον ΣΚΑΪ με τον Περικλή Βαλλιάνο και τον Αρη Πορτοσάλτε. Δύσκολα διότι το έθνος βρισκόταν σε μόνιμη αναζήτηση του εαυτού του. Κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτήν την αναζήτηση ανέλαβε και το περίφημο «γλωσσικό». Σήμερα μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Θεωρούμε ότι το λύσαμε. Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία επέβαλε την δημοτική ως γλώσσα της εκπαίδευσης. Θύματα η υπέροχη τρίτη κλίση και η «ωραία περισπωμένη» όπως έλεγε ο Εγγονόπουλος. Οι γλωσσολόγοι και οι προοδευτικοί φιλόλογοι θριάμβευσαν. Ηττήθηκαν οι καθαρευουσιάνοι; Λυπάμαι αλλά ηττήθηκε ο Παπαδιαμάντης.
Θυμάμαι ακόμη μια ομιλία του Γιώργου Ιωάννου για τον Παπαδιαμάντη. Ήταν στη δεκαετία του ’70 και μου έχει μείνει ο τρόπος που ο Ιωάννου περιέγραφε την ανάπτυξη της φράσης του Παπαδιαμάντη. Μακροπερίοδος, σαν κύμα που φουσκώνει και ξεσπάει. Η μουσική της συνομιλεί με τα ελληνικά της εκκλησίας, συνομιλεί όμως και με την ανάπτυξη της φράσης του Φλομπέρ ή του Ντοστογιέφσκι που είχε ο ίδιος μεταφράσει. Ο Παπαδιαμάντης οδήγησε τις δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας στα εκφραστικά της όρια. Ουπς! Που σου γράφει και το καταραμένο Διαδίκτυο όταν βάλεις λάθος κωδικό. Σήμερα στο σχολείο διδάσκεται ως ένας Σκιαθίτης συγγραφέας, λαϊκός άνθρωπος, μεράκλωνε ψέλνοντας στον Άγιο Ελισαίο, του άρεσε το κρασί, κάπνιζε και πληρωνόταν με τη λέξη από τις εφημερίδες του καιρού εκείνου. Ηθογράφος μιας Ελλάδας ξεπερασμένης, μάλλον γραφικής, όπως γραφική είναι και η γλώσσα του. Τα ελληνικά τού Παπαδιαμάντη, και η λογοτεχνία του, για το Ελληνόπουλο που πάει σήμερα σχολείο είναι «έθνικ». Κάτι σαν ιστορικό κειμήλιο που φιλοξενείται στο κακότεχνο μουσείο του εγχειρίδιου της Νέας Ελληνικής.
Δεν είμαι ιστορικός, δεν είμαι φιλόλογος, δεν είμαι πολιτικός. Είμαι, όμως, αναγνώστης λογοτεχνίας, και μάλιστα συντηρητικός αναγνώστης. Σε πείσμα των καιρών θεωρώ ότι η κλασική λογοτεχνία δεν είναι απλώς διακοσμητικό έπιπλο στο καθιστικό της δημοκρατίας. Σήμερα αναφέρθηκα στη μουσική του Παπαδιαμάντη, σ’ αυτήν την καθαρεύουσα που μας φαίνεται εξωτική. Θα μπορούσα να αναφερθώ και στη μουσική του Βαλτινού, στον αντίποδα της μακροπεριόδου φράσης του Σκιαθίτη. Πώς μια γλώσσα που έζησε τόσους αιώνες μπορεί ακόμη να βγάζει τέτοια μουσική;
Ασχέτως επισήμων εορτασμών, η συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έναρξη της Επανάστασης, είναι μια ευκαιρία να ακούσουμε τη φωνή των ποιητών μας. Καιρός να καταλάβουμε ότι η εθνική μας ταυτότητα, και η αδυναμία μας να την προσδιορίσουμε, για τους λογοτέχνες μας υπήρξε έναυσμα δημιουργίας. Παραθέτω από μνήμης και πάλι τον Παπαδιαμάντη, στον «Βαρδιάνο στα Σπόρκα» όπου γράφει ότι η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της για να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί.
ΠΗΓΗ