Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
ΠΡΟΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑ[1]
Όταν πριν κάποια χρόνια, το 2002, κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το βιβλίο του καλού συναδέλφου Θανάση Ν. Παπαθανασίου: Ο Θεός μου ο αλλοδαπός[2], στην Ελλάδα το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα βρίσκονταν θα λέγαμε εν εξελίξει. Για τα θεολογικά γράμματα – κι όχι μόνον – το εν λόγω βιβλίο λειτούργησε ως καταλύτης σ’ ότι αφορά τη σχέση του νεοέλληνα με τα κύματα προσφύγων και μεταναστών, που από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όλο και περισσότερο κατακλύζουν την πατρίδα μας. Ο συγγραφέας με ιδιαίτερα καυστική γραφή διαπίστωνε ό,τι «οι νεοέλληνες τελούν μεν πλέον σε συγκατοίκηση με τους αλλοδαπούς που στάγδην κατέκλυσαν τη χώρα, η συγκατοίκηση, όμως, αυτή είναι εξαιρετικά τρικιμιασμένη και, συχνά, δυσβάστακτα πικρόγευστη εκατέρωθεν»[3]. Δεν υπάρχει αμφιβολία ό,τι το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο, από την πλευρά της θεολογικής θεώρησης του τότε προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, αποτελούσε τη σημαντικότερη συμβολή στο ζήτημα. Έκτοτε μια σειρά από δημοσιεύματα[4], αυτά που προέρχονται από το θεολογικό και εκκλησιαστικό χώρο, στην προοπτική της νηφάλιας θεώρησης του πολιτισμικά διαφορετικού Άλλου, το καθένα συνέβαλε θετικά στο πανανθρώπινο χριστιανικό μήνυμα ότι κάθε πρόσφυγας και μετανάστης δεν είναι εχθρός, αλλά συνάνθρωπος και ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως απειλή για τον Δυτικό χριστιανικό πολιτισμό.
Ερχόμενος τώρα στο θέμα μου, ευθύς εξ αρχής ας μου επιτραπεί εδώ μια βασική διαπίστωση. Σε πολλούς είναι διάχυτη η άποψη ό,τι ο θεολογικός λόγος, κυρίως αυτός που απορρέει από το εσωτερικό της Ορθοδοξίας, είναι αποστεωμένος, ο οποίος συνεχώς κοιτά προς τα πίσω, συντηρώντας με πολλαπλούς τρόπους μια παράδοση που ξεκινά από την εποχή του Ιησού, διαπερνά τη ρωμαϊκή, μετέπειτα βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή εποχή και φτάνει μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ό,τι αυτή η άποψη είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Υποστηρίζεται, κυρίως, από ομάδες ανθρώπων που στο σύνολό τους σχεδόν δεν έχουν κάποια ουσιαστική σχέση γενικότερα με τη χριστιανική πίστη, ειδικότερα, όμως, με την Ορθοδοξία.
Σ’ αυτό το μοτίβο θεώρησης των πραγμάτων, εξυπακούεται ότι δεν είναι λίγοι και εκείνοι που θεωρούν ό,τι η θρησκεία στον 21ο αιώνα έχει μπει στο «ντουλάπι της ιστορίας». Δεν είναι του παρόντος εδώ να αναμοχλεύουμε τέτοια ζητήματα. Ωστόσο, εκείνο που οφείλω με παρρησία να τονίσω είναι το γεγονός ότι, η θρησκεία όχι μόνον με τη θεολογική της, αλλά κυρίως με τη θρησκειολογική[5] αλλά και την κοινωνιολογική[6] ερμηνεία του όρου, στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου και μετανεωτερικού περιβάλλοντος, δεν δίνει μόνον απαντήσεις σε μεταφυσικά ερωτήματα. Ακουμπά και συνειδήσεις ανθρώπων που επιζητούν να ανήκουν κάπου. Στη διαλεκτική ανθρώπου και πίστης σε ένα Θεό, ή σε πολλούς θεούς και θεές, η θρησκεία, κατά τον επιτυχή χαρακτηρισμό του πανεπιστημιακού Νίκου Κοτζιά «είναι ένας τρόπος δημιουργίας και κατανόησης των ανθρώπινων κοινωνιών»[7]. Η άποψη αυτή, στηριζόμενη στη θέση του Γερμανού φιλοσόφου και κοινωνιολόγου J. Habermas, φέρνει στο προσκήνιο το κυριότερο από θρησκευτικής και θεολογικής πλευράς πρόταγμα για το προσφυγικό και μεταναστευτικό σήμερα ζήτημα, ό,τι δηλαδή, η θρησκεία οφείλει να συνενώνει τις κοινωνίες πάντα σε μια θετική ηθική βάση, εκεί όπου η αλληλεγγύη θα υπερβαίνει θρησκευτικούς, φυλετικούς και εθνικούς διαχωρισμούς. Επιπλέον, η θρησκεία στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, η θρησκεία ως βασικός κορμός της συλλογικής ταυτότητας, σε σημαντικό βαθμό καθορίζει και διαμορφώνει την ταυτότητα κάθε λαού[8].
William McTaggart (1883-1889), “Οι μετανάστες”
ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ
Είναι γεγονός ό,τι για ένα αρκετά μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, οι λέξεις πρόσφυγας και μετανάστης προκαλούν φόβο. Καλυπτόμενοι οι περισσότεροι πίσω από τις στερεότυπες διακρίσεις, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω, στη μακρά διάρκεια της Ιστορίας διέσχιζαν την ίδια τη ζωή των ανθρώπων, εκφράζουν την άποψη ότι καθετί διαφορετικό στον πολιτισμό, την κουλτούρα, τη θρησκεία, ουκ ολίγες φορές λειτουργεί ως εχθρός. Ποιοι, όμως, είναι εκείνοι που υποκινούν αυτήν την αξιολόγηση, που στο όνομα της προσφυγιάς και της μετανάστευσης ομιλούν για την διαφορετικότητα, η οποία γίνεται εχθρική, για περιβάλλοντα που μέχρι πριν κάποια χρόνια θέλαμε να πιστεύουμε ό,τι είναι εθνολογικά και πολιτισμικά ομοιογενή; Πρόκειται για ένα καίριο πράγματι ερώτημα. Αναμφίβολα η ξενοφοβία και ο ρατσισμός στις μέρες μας βρίσκει εκφραστές όχι μόνο σε ακραίους πολιτικούς και ευρύτερους κοινωνικούς εν γένει χώρους, αλλά δυστυχώς και σε εκκλησιαστικούς. Οι περιπτώσεις είναι αρκετές κι αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν, μιας και ουδεμία σχέση έχουν με την πεμπτουσία της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία σε ότι αφορά στον άνθρωπο και τον κόσμο – εξ ου και οι όροι χριστιανική ανθρωπολογία και κοσμολογία – κινείται στους τρεις παρακάτω βασικούς άξονες. Πρώτον, το μοντέλο της ανθρώπινης ζωής δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια κοινωνία προσώπων, μια «κοινωνία ετεροτήτων». Δεύτερον, αυτή η κοινωνία διαφορετικών προσώπων οφείλει πάντοτε να επιζητά την αυταπάρνηση, την αλληλεγγύη, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, όσο διαφορετικός κι αν είναι αυτός. Αυτόν τον τρόπο θέασης του διαφορετικού ανθρώπινου προσώπου, ο κορυφαίος Ρώσος θεολόγος του 20ου αιώνα π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ τον περιγράφει χαρακτηριστικά με τα εξής συνταρακτικά λόγια: «η αυταπάρνηση δεν εξαλείφει ούτε καταστρέφει την προσωπικότητα. Αντίθετα μάλιστα, η προσωπικότητα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αληθινά παρά μέσα σ’ ένα καθολικό διάλογο με τους άλλους. Όταν απαρνούμαστε τον εαυτό μας, διευρύνουμε την ύπαρξή μας, ανοιγόμαστε προς τους άλλους, τους φέρνουμε στο νου και στην καρδιά μας. Γινόμαστε περισσότερο ο εαυτός μας»[9]. Ο τρίτος βασικός άξονας, είναι άκρως σημαντικός, διότι από την σκοπιά της θεολογίας και της νηφάλιας θεώρησης των σημερινών κοινωνικών προβλημάτων, ένα εξ αυτών θα ‘λεγα ό,τι είναι και το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα, βλέπει τους πολιτισμούς, όπου αυτοί ειρηνικά, ανθίζουν και καρποφορούν, να μην απαξιώνονται, καθότι όλοι τους «εμπεριέχουν ερμηνείες του κόσμου», όσο διαφορετικές, βέβαια, κι αν είναι αυτές.
Οι τρεις παραπάνω βασικοί άξονες, αξιώματα της θεολογικής επιστήμης για την ερμηνεία του ανθρώπινου προσώπου και του κόσμου[10] – επιτρέψτε μου εδώ με έμφαση να τονίσω ό,τι η θεολογία είναι επιστήμη, κι όπως κάθε επιστήμη έχει τα αξιώματά της, έτσι κι αυτή διατυπώνει τη δική της διδασκαλία με αυτά – για ό,τι σχετίζεται με το θέμα μας, την προσφυγιά και τη μετανάστευση, όταν αυτά δεν παραχαράσσονται και δεν παρερμηνεύονται, δείχνουν τον τρόπο οικοδόμησης μιας κοινωνίας ανθρώπων, εκεί που η ετερότητα, η διαφορετικότητα, μπορεί να ανοίξει το δρόμο ενάντια στην κοινωνική αδικία και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στοιχειοθετώντας την ανθρώπινη παρουσία σε αυτόν τον κόσμο στις πραγματικές της διαστάσεις, όπως ακριβώς ατόφια την αποτιμά ολάκερη η χριστιανική διδασκαλία, αλλά όπως λέγει κι ποιητής Τάσος Λειβαδίτης σε έναν πολύτιμο όπως τον ονομάζει στίχο: «κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο / είμαστε κιόλας νεκροί»[11].
Διδάσκοντας κάποια ημέρα πέρυσι το μάθημα των Θρησκευτικών σε ένα τμήμα της Β΄ Λυκείου στο σχολείο που υπηρετώ, στη συζήτηση που είχα με τους μαθητές και τις μαθήτριές μου για το προσφυγικό και μεταναστευτικό σήμερα ζήτημα, ο παραπάνω στίχος λειτούργησε θεραπευτικά, ενάντια σε λογικές στατικές και περίκλειστες γύρω από τον εαυτούλη μας, λογικές που θρυμματίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο, στην καθολικότητά του. Λογικές που ουκ ολίγες φορές από όσους αρέσκονται με πολλαπλούς τρόπους, κυρίως εκείνους που ως μοναδικό όπλο ενάντια στην ετερότητα και τη διαφορετικότητα χρησιμοποιούν τη βία, καταστέλλουν την πολυμορφία, ή το χειρότερο για δήθεν, τάχαμου «ανθρωπιστικούς» λόγους σπρώχνουν πρόσφυγες και μετανάστες να λειτουργούν «ως αρμαθιά ακοινώνητων μεταξύ τους γκέτο»[12], με αποτέλεσμα αυτοί που είναι απ’ έξω, οι καθαροί στη φυλή και στο αίμα, συχνά πυκνά να επαναλαμβάνουν ως μόνιμη πια επωδό τον κίνδυνο εθνολογικής αλλοίωσης της πατρίδας μας. Σαφέστατα, εδώ, πρόκειται για αισθήματα περικύκλωσης και απειλής, έξαρσης «πολυειδών ρατσισμών»[13], που δυστυχώς εκπορεύονται και από εκκλησιαστικούς κύκλους.
Σε αυτούς, πράγματι, τους εκκλησιαστικούς κύκλους κυοφορούνται αντιλήψεις μοναδικότητας και απολυτότητας. Σε ότι αφορά στις τραγικές διαστάσεις που σήμερα έχει πάρει η προσφυγιά και η μετανάστευση, οι ίδιοι αυτοί κύκλοι, συνεπικουρούμενοι και από ακραίες πολιτικές πρακτικές, επιδιώκουν να πείσουν όσους νηφάλια με αγάπη και χριστιανικό ήθος τολμούν να μιλήσουν για τους πρόσφυγες και μετανάστες, ότι μόνο μέσα από τις δικές τους διαδικασίες και από το δικό τους χώρο μπορεί να δημιουργηθεί κάτι καλό. Έξω από αυτούς υπάρχει το χάος και η καταστροφή, η ξενοφοβία, ο ρατσισμός. Στην κυριολεξία καθετί διαφορετικό δεν έχουν τη διάθεση να το ακούσουν. Κι αυτό συμβαίνει γιατί σκέφτονται ολιστικά και απόλυτα. Βέβαια, κάποιος μπορεί εδώ να υποστηρίξει ότι όλα αυτά ισχύουν μόνο για απλούς θρησκευόμενους ανθρώπους. Σας πληροφορώ ό,τι αυτό είναι ένα τραγικό λάθος. Οι επιλογές αυτές πληθαίνουν και σε ένα μέρος του θεολογικού – εκκλησιαστικού χώρου. Πως εξηγείται αυτό; Η υπόθεση – ερμηνεία, νομίζω, είναι τόσο απλή. Επιτρέψτε μου να καταθέσω ένα ερμηνευτικό σχόλιο. Όταν κάποιος διαλέγεται με τέτοιους κύκλους, στην καλύτερη περίπτωση θέλει να νομίζει ό,τι στοχεύει στον ειλικρινή διάλογο. Οι πολλαπλές, όμως, αγκυλώσεις τους σιγά – σιγά τον αποδιώχνουν από τον αρχικό στόχο. Αν και εκφράζει μια ευρύτερη προβληματική, αν και έχει ανοικτούς ορίζοντες, μετανιώνει για το εγχείρημά του να διαλεχθεί μαζί τους. Για να γίνω κατανοητός θα φέρω ένα τρανταχτό παράδειγμα. Σε συζήτηση για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που πριν λίγο καιρό είχα με γνωστούς τέτοιων κύκλων, οι οποίοι παρεμπιπτόντως τονίζω εδώ στα πρόσωπα των προσφύγων και των μεταναστών βλέπουν τον κίνδυνο ισλαμοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, γι’ αυτό και η καθύβρισή τους, για προβληματισμό τους έθεσα τα δύο παρακάτω κείμενα, δίχως, βέβαια, εξ αρχής να τους αποκαλύψω τους συγγραφείς τους. Το πρώτο κείμενο: «ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε γύρω μας να αφθονούν οι γυμνοί και οι άστεγοι. Είναι πάμπολλοι οι πρόσφυγες που χτυπούν τις πόρτες μας. Πάμπολλοι είναι οι ξένοι και οι μετανάστες. Όπου κι αν κοιτάξεις, θα δεις χέρια απλωμένα σε ζητιανιά. Για σπίτι έχουν το ύπαιθρο. Κατάλυμα βρίσκουν στις στοές, τις παρόδους και τα ερημικότερα σημεία της αγοράς. Φωλιάζουν σε τρύπες όπως οι νυχτοκόρακες και οι κουκουβάγιες. Τα ρούχα τους είναι διάτρητα κουρέλια. Για χωράφι έχουν τη διάθεση όσων δίνουν ελεημοσύνη. Για τροφή, ότι τύχει. Πίνουν νερό από τις κρήνες όπως τα ζώα, και για ποτήρια έχουν τις χούφτες τους. Για αποθήκη έχουν την κοιλιά τους, όσο μπορεί αυτή να συγκρατήσει ότι μπαίνει μέσα. Τραπέζι τους είναι τα γόνατά τους διπλωμένα. Κρεβάτι, το έδαφος. Μπάνιο, κάποιος ποταμός ή λίμνη, όπως τα έχει προσφέρει ακατέργαστα και κοινά σε όλους ο Θεός. Η ζωή τους είναι πλέον γεμάτη μετακινήσεις και αγριάδα, όμως δεν ήταν έτσι εξαρχής. Ας όψονται η συμφορά και η ανάγκη»[14]. Και το δεύτερο: «Θα σας πω κάτι ενοχλητικό και βαρύ. Ξέρω ότι θα οργιστείτε, αλλά θα σας το πω. Και δεν θα το πω για να σας βλάψω, αλλά για να σας διορθώσω… Διάφοροι λένε ότι (αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι) είναι φυγάδες, ξένοι και τιποτένιοι, που άφησαν τις πατρίδες τους και συρρέουν στην πόλη μας. Για πες λοιπόν! Αυτός είναι ο λόγος που αγανακτείς… επειδή όλοι την θεωρούν λιμάνι τους και προτιμούν την ξένη πόλη από τη γενέτειρά τους; Αντιθέτως, θα ‘πρεπε να χαιρόμαστε για το γεγονός ότι όλοι καταφεύγουν στα χέρια σας σαν σε λιμάνι κοινό και θεωρούν την πόλη αυτή μητέρα όλων»[15].
Giuseppe Pellizza da Volpedo (1906), “Οικογένεια μεταναστών”
Στο ερώτημα αν τέτοια κείμενα, στο σημερινό θολό τοπίο της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας, όπου η πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων δεν είναι αμιγής και μονότροπη, μπορούν να λειτουργήσουν ως υπόδειγμα ανοχής και δεξίωσης του πολιτισμικά διαφορετικού Άλλου, μακριά, βέβαια, από εκείνη τη χθόνια λογική της καθαρότητας της φυλής και του αίματος, η απάντηση από τους «χριστιανομαθημένους» συνομιλητές μου δεν ήταν ξεκάθαρη. Μα δεν συμφωνείτε με όσα λένε τα κείμενα; Επέμενα. Καμιά ξεκάθαρη απάντηση. Απεναντίας, μάλιστα, «στόλισαν» με εκείνη την απέχθεια που νιώθουν όσοι ποτέ τους δεν έχουν νιώσει ψήγματα αλληλεγγύης το περιεχόμενο των κειμένων. Όταν, όμως, τους αποκάλυψα τους συγγραφείς, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τον Γρηγόριο Νύσσης, αδελφό του Μεγάλου Βασιλείου και τον Ιωάννη Χρυσόστομο, έμειναν έκπληκτοι για το πώς Πατέρες της Εκκλησίας αιώνες πριν από εμάς σήμερα, εξηγούσαν πως ο κοντινός, ο πλησίον, μπορεί να είναι ο πλέον «απόμακρος για την ανθρώπινη λογική»[16], είτε βιολογική, είτε πολιτισμική, είτε θρησκευτική: ο ξένος, ο εχθρός!
Οφείλω, βέβαια, εδώ να πω και ετούτο: η κοινωνία ανθρώπων και η σχέση μεταξύ των δεν είναι μια πραγματικότητα που προϋποθέτει τη συμμετοχή ενός μόνο εκ των συμμετεχόντων. Απεναντίας αυτή η κοινωνία ανθρώπινων προσώπων αποκτά νόημα, μόνο όταν ο καθένας μας ως πράξη συμβολής καταθέτει την ύπαρξή του με σεβασμό και κατανόηση της υπάρχουσας διαφορετικότητας, ετερότητας, στη διακονία πάντα μιας «κοινής εν κινήσει ευχαριστιακής τράπεζας»[17]. Κι αυτό δεν είναι ουτοπία. Είναι πραγματικότητα[18]. Φτάνει για κάποιους, ο εκκλησιαστικός και θεολογικός χώρος, σε ότι αφορά στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, να μην περιορίζεται μόνο σε πράξεις τελετουργικές, σε μια κάποια διεκπεραίωση θεσμικών συντεταγμένων από την αλήθεια των πραγμάτων της ζωής και του κόσμου, εκεί δηλαδή, που ο Άλλος είναι ολοκληρωτικά απών. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να κατανοήσουμε ό,τι η αγάπη, η ελευθερία, η αλληλεγγύη, η προσέγγιση και η δεξίωση του διαφορετικού πολιτισμικά Άλλου, είναι ατραποί και δρόμοι που δεν είναι αδιάβατοι.
Υπ’ αυτήν την έννοια η προσφυγιά και η μετανάστευση, όταν δεν τη βλέπουμε ως «απειλή και έγκλημα»[19], απεναντίας όταν τη βλέπουμε ως «σηματωρό»[20] για πλεύση σε κοινό πλοίο που οδηγεί στη συνύπαρξη, θα αντιταχθούμε απέναντι σε όσους υποστηρίζουν ό,τι ο κόσμος μας πρέπει να είναι συγκροτημένος μέσα από αποκλεισμούς και μοναδικότητες. Καθώς φαίνεται οι απαξιωτικές πρακτικές εκείνων που στα πρόσωπα των προσφύγων και των μεταναστών βλέπουν μόνον εχθρούς, είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιηθεί ό,τι η συνύπαρξη στηρίζεται σε μια λογική βάση που δικαιολογεί την ανοχή και αφήνει περιθώρια στην ελευθερία της επιλογής για ό,τι πιστεύει ο Άλλος. Στην προκειμένη περίπτωση το μεταναστευτικό ζήτημα θεωρούμενο στις ιστορικές τους διαστάσεις, δεν μπορεί να σημαίνει απλά ό,τι μετακινούνται κάποιες ομάδες ανθρώπων, στοχεύοντας σε μια καλύτερη ζωή και τίποτε παραπάνω. Αυτή η θεώρηση είναι τόσο απλουστευτική και καταντά γελοία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, λοιπόν, ό,τι οι άνθρωποι που μεταναστεύουν στις υποδεχόμενες κοινωνίες αναπόφευκτα μεταφέρουν την ξεχωριστή πολιτισμική και θρησκευτική τους παράδοση[21]. Κι αυτή οφείλουμε να τη σεβόμαστε.
Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τη βασική παρατήρηση που κάμει ένας από τους σημαντικότερους σήμερα μελετητές της μετανεωτερικότητας, 0 Ζίγκμουντ Μπάουμαν· στο πλαίσιο, βέβαια, που η μετανεωτερικότητα[22] συνδέεται άμεσα με τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, την παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας και τους τρόπους συσσώρευσης οικονομικού κεφαλαίου. Στο καταιγιστικό βιβλίο του Ρευστοί καιροί, ο κορυφαίος Πολωνός κοινωνιολόγος, αναφερόμενος στους πρόσφυγες γράφει ό,τι «αποτελούν την ενσάρκωση των “ανθρώπινων αποβλήτων”, χωρίς να έχουν κάποια χρήσιμη λειτουργία να επιτελέσουν στη χώρα άφιξης και προσωρινής παραμονής και χωρίς να υπάρχει ούτε η πρόθεση ούτε η ρεαλιστική προοπτική για αφομοίωση και ενσωμάτωση στο κοινωνικό σώμα». Και συνεχίζει: «οι πρόσφυγες βρίσκονται μεταξύ διασταυρούμενων πυρών ή, για μεγαλύτερη ακρίβεια, είναι δέκτες αντιφατικών μηνυμάτων. Εκδιώκονται με τη βία ή εκφοβίζονται για να φύγουν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, αλλά τους αρνούνται την είσοδο σε κάποια άλλη. Δεν αλλάζουν χώρους. Χάνουν το χώρο τους πάνω στη γη και πετιούνται στο πουθενά […] Τα στρατόπεδα των προσφύγων ή των αιτούντων άσυλο είναι έξυπνα επινοήματα προσωρινών εγκαταστάσεων που καθίστανται μόνιμα μέσω του αποκλεισμού των εξόδων τους. Επιτρέψτε μου να το επαναλάβω. Οι τρόφιμοι των στρατοπέδων προσφύγων ή των αιτούντων άσυλο δεν μπορούν να επιστρέψουν “εκεί απ’ όπου ήρθαν”, αφού οι χώρες αυτές δεν τους θέλουν πίσω. Οι ζωές τους έχουν καταστραφεί, τα σπίτια τους έχουν υποστεί ζημιές, ισοπεδωθεί ή κλαπεί. Επιπλέον δεν υπάρχει διέξοδος, γιατί καμιά κυβέρνηση δεν θα δει με ευχαρίστηση την εισροή εκατομμυρίων αστέγων και θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει την εγκατάσταση των νεοφερμένων»[23]. Αυτές οι καίριες παρατηρήσεις του Μπάουμαν, οδηγούν στον εντοπισμό μιας σημαντικής αιτίας, κατά την οποία οδηγεί ένα πλήθος οργανισμών και θεσμών, στο πλαίσιο του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[24], να προβάλλουν μοντέλα συνύπαρξης διαφορετικών λαών, με σκοπό της δημιουργία ενός μελλοντικού «πολυπολιτισμικού και ανεκτικού “παγκόσμιου” πολίτη»[25], ή «κοινωνίες μεταναστών» κατά τον Μάικλ Ουόζλερ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον[26], στο πλαίσιο πάντα της συνύπαρξης και της ανεκτικότητας του πολιτισμικά διαφορετικού Άλλου.
Στην προοπτική που ο θεολογικός και ο εκκλησιαστικός χώρος μπορεί εδώ να έχει ουσιαστική συμμετοχή, όχι, όμως, με εκείνη την επιδερμική χρήση της φιλανθρωπίας, αλλά στη βάση της συνιστώσας που θέλει τον ξεριζωμό, τον λιμό και τη γενοκτονία των προσφύγων και των μεταναστών να καταλαγιάζει σε αληθινή «κοινωνία ετεροτήτων»[27]. Τότε και μόνον τότε η χριστιανική ανθρωπολογία φαίνεται να αποκτά ουσιαστική σημασία, όταν αναφέρεται στην αρμονική συνύπαρξη[28] ανθρώπων διαφορετικής πίστης και κουλτούρας. Χρέος και αγώνας κάθε χριστιανού είναι η ταύτισή του με τον Άλλο, όσο διαφορετικός πολιτισμικά, θρησκευτικά κι αν είναι. Κάτι σαν το πατέρα Ναζάριο, τον ρωμαιοκαθολικό ιερέα στη εκπληκτική ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ, με τίτλο Ναζαρέν, ο οποίος προτιμούσε να ζει σε φτωχογειτονιές του Μεξικού ταυτίζοντας τον εαυτό του με πάμφτωχους και περιθωριακούς ανθρώπους, αλλά και κάτι σαν τον αξέχαστο παπα-Στρατή Δήμου, που κι αυτός ταύτισε τον εαυτό του με κάθε πρόσφυγα και μετανάστη.
Όλα τα παραπάνω εντάσσονται σε εκείνο το πλαίσιο θέασης και κριτικής του Δυτικού χριστιανικού πολιτισμού, που στο φλέγον σήμερα ζήτημα της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, αδυνατεί να εκφράσει δυναμικό, ρηξικέλευθο, πανανθρώπινο λόγο. Αδυνατεί γιατί αρκείται μόνο στη ρητορική μιας λανθάνουσας φιλανθρωπίας, με μεταμφιεσμένο προσωπείο, που παλινωδεί ανάμεσα σε επισημότητες και συναισθηματισμούς, και λαχανιασμένος ανελέητα μαστιγώνει την αξιοπρέπεια ανθρώπων που αναζητούν διέξοδο στα αδιέξοδα που άλλοι τους δημιουργούν. Αν αυτό δεν είναι πασιφανής αμηχανία και ενοχή του Δυτικού χριστιανικού κόσμου απέναντι στον πρόσφυγα και μετανάστη, τί άλλο θα μπορούσε άραγε να είναι;
[1] Εισήγηση που έγινε στο Διεθνές Συνέδριο Crossing Borders (Λέσβος 7-10 Ιουλίου 2016) για το προσφυγικό ζήτημα / Λόφος Πανεπιστημίου Αιγαίου.
[2] Ο Θεός μου ο αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι του δρόμου, Αθήνα: Ακρίτας· η πρώτη έκδοσή του είχε γίνει το 1995, όχι όμως με όλα τα κείμενα της δεύτερης.
[3] Αυτόθι, σ. 13.
[4] Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής: Χρυσόστομος Σταμούλης, (2010), Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης, Αθήνα: Ακρίτας, και Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), (2015), Συνύπαρξη, Ειρήνη, φύση, φτώχεια, τρομοκρατία, αξία. Θρησκειολογική θεώρηση, Αθήνα: Αρμός. Ωστόσο, για την τεράστια εισροή προσφύγων και μεταναστών κατά την τελευταία δεκαετία, σημαντικότατη είναι και η συμβολή του αφιερώματος του περιοδικού Σύναξη, τχ. 96, (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2005) 3-66, όπου φιλοξενούνται ενδιαφέροντα κείμενα των: Νίκου Ζία, Χρυσόστομου Σταμούλη, Αντωνίου Κ. Παπαντωνίου, Αρχιμ. Γρηγορίου Δ. Παπαθωμά, Βασιλείου Ν. Μακρίδη, Πανωραίας Κανελλοπούλου, Γρηγορίου Ιωάννου, καθώς επίσης και ένα ιδιαίτερα συγκινητικό κείμενο μιας φοιτήτριας γεννημένης στην Αλβανία και εγκατεστημένης στην Ελλάδα, η οποία αφηγείται τη σχέση της με το Θεό και την Εκκλησία ως μετανάστρια. Το αφιέρωμα του περιοδικού κλείνει με δύο συναξάρια, με τίτλο: «Χαρά στον όπου νταγιαντά». Η λέξη νταγιαντάς σημαίνει αυτόν που υπομένει, αντέχει. Τα δύο συναξάρια που δημοσιεύονται εδώ αφορούν, το μεν πρώτο τον όσιο Ιωάννη Παλαιολαυρίτη, το δε δεύτερο τον άγιο Εύπλο, οι οποίοι συνεχώς έπαιρναν το δρόμο για ξένα μέρη.
[5] E. Feil, (1986), Religio, Gottingen. Πρβλ., Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), (2004), «Θρησκεία», στο: Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού. Συλλογή θρησκειολογικών μελετημάτων, Αθήνα: Ακρίτας, σσ. 27-47, όπου και σχετική ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία.
[6] Για το θέμα σημαντικό είναι το βιβλίο του Ιωάννη Πέτρου, (2002), Θρησκεία και κοινωνία. Κοινωνιολογική ανάλυση των σχέσεων θρησκείας και κοινωνίας στη σύγχρονη πραγματικότητα, Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης.
[7] «Θρησκεία – Πολυπολιτισμός», (2004), στο: Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο. Ένας οικουμενικός διάλογος, Εμμανουήλ Κλάψης, (επιμ.), Αθήνα: Καστανιώτης, σσ. 11 -12. Πρβλ., τα όσα επίσης ο ίδιος λέγει στα προλεγόμενά του για τη σχέση θρησκείας και ανεκτικότητας στο: Μάικλ Ουόλζερ, (1998), Περί ανεκτικότητας, Για τον εκπολιτισμό της διαφοράς, Κατερίνα Μανδενάκη (μτφρ.), Αθήνα: Καστανιώτη, σσ. 26-29. Στην προκειμένη περίπτωση αξίζει, εδώ, να σημειωθεί και η εξαιρετικής σημασίας προσέγγιση της θρησκείας από ανθρωπολογικής και εθνογραφικής πλευράς, την οποία κάμει ο κορυφαίος Αμερικανός ανθρωπολόγος Clifford Geertz, (2003), Η ερμηνεία των πολιτισμών, Θεόδωρος Παραδέλλης (μτφρ.), Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σσ. 95-131. Πρβλ. Lionel Obadia, (2008), Η ανθρωπολογία των θρησκειών, Ντάνα Παπαχρίστου, (μτφρ.), Αθήνα: Πολύτροπον.
[8] Νικόλας Βερνίκος – Σοφία Δασκαλοπούλου, (2002), Πολυπολιτισμικότητα. Οι διαστάσεις της πολιτισμικής ταυτότητας, Αθήνα: Κριτική, σ. 314.
[9] Το σώμα του ζώντος Χριστού. Μια ορθόδοξη ερμηνεία της Εκκλησίας, (1999), Ι. Κ. Παπαδόπουλος, (μτφρ.), Αθήνα: Αρμός, σ. 68.
[10] Για μια πρώτη επαφή με τη σύγχρονη θεολογική σκέψη και το πώς αυτή σήμερα διαλέγεται με τον κόσμο βλ. Ηλίας Βουλγαράκης, (1999), Χριστιανισμός και κόσμος. Αναζητώντας ένα σύγχρονο χριστιανικό λόγο, Αθήνα: Αρμός, σσ. 101-157.
[11] Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, (1987), Αθήνα: Κέδρος, σ. 43.
[12] Θανάσης Παπαθανασίου, (2005), «Γινόμαστε περισσότερο ο εαυτός μας», στη: Σύναξη, τχ. 96 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σ. 4.
[13] Αυτόθι. Για το θέμα αυτό, επίσης, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο του Ευθύμιου Παπαταξιάρχη, (2014), «Ο αδιανόητος ρατσισμός. Η πολιτικοποίηση της “φιλοξενίας” την εποχή της κρίσης», στο: Σύγχρονα Θέματα, τχ. 127, (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σσ. 46-62.
[14] Θανάσης Παπαθανασίου, (2004), Ο Θεός μου ο αλλοδαπός, σσ. 43-44.
[15] Ιωάννης Χρυσόστομος, Περί ελεημοσύνης, PG. 51, 269-270.
[16] Θανάσης Παπαθανασίου, (2005), «Γινόμαστε περισσότερο ο εαυτός μας», σ. 4.
[17] Χρυσόστομος Σταμούλης, (2005), «Ώσπερ ξένος και αλήτης η Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης», στη: Σύναξη, τχ. 96 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σ. 15.
[18] «Η ζωή δεν έχει ουτοπίες. Κι αυτοί που μιλάν για ουτοπίες δεν έχει μέσα τους ολοκληρωθεί πλέρια συνείδηση ανθρώπου», Ασημάκης Πανσέληνος, (1974), Τότε που ζούσαμε…, Αθήνα: Κέδρος, σσ. 374-375, [2η έκδοση].
[19] Αντώνιος Κ. Παπαντωνίου, (2005), «Η μεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια σύντομη αποτίμηση», στη: Σύναξη, τχ. 96 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σ. 26.
[20] Θανάσης Παπαθανασίου, (2005), «Γινόμαστε περισσότερο ο εαυτός μας», σ. 4.
[21] Βασίλειος Ν. Μακρίδης, «Μετανάστευση και ανοχή στη σύγχρονη Ευρώπη», στη: Σύναξη, τχ. 96 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σ. 48. Και για να μιλήσουμε ολίγον και θρησκειολογικά, η διάδοση πολλών θρησκειών, κατά το απώτερο αλλά και το εγγύτερο παρελθόν, εν πολλοίς οφείλεται σε μεταναστευτικά ρεύματα. Κλασικό παράδειγμα το Ισλάμ, το οποίο από τον 9ο έως τον 12ο αιώνα αστραπιαία διαδόθηκε στον ευρύτερο μεσογειακό και ευρωπαϊκό χώρο, διαλεγόμενο δημιουργικά με τον χριστιανικό κόσμο. Βλ. Fernand Braudel, (2001), Γραμματική των πολιτισμών, Άρης Αλεξάκης (μτφρ.), Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 138-152.
[22] Ζίγκμουντ Μπάουμαν, (2002), Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης, (μτφρ.), Αθήνα: Ψυχογιός.
[23] ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ, (2008), Ρευστοί καιροί. Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας, Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 77, 82-83.
[24] Μάικλ Ιγκνάτιεφ, (2004), Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολιτική και ως ειδωλολατρία, Ελένη Αστερίου, (μτφρ.), Αθήνα: Καστανιώτη.
[25] Βασίλειος Μακρίδης, (2005), «Μετανάστευση και ανοχή στη σύγχρονη Ευρώπη», στη: Σύναξη, τχ. 96 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σ. 53.
[26] Περί ανεκτικότητας, σσ. 82-87.
[27] Θανάσης Παπαθανασίου, (2005), «Γινόμαστε περισσότερο ο εαυτός μας», στη: Σύναξη, τχ. 96 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σ. 4.
[28] Για μια πανοραμική ερμηνεία της συνύπαρξης από θρησκειολογική κυρίως πλευράς, σημαντικό είναι το τελευταίο βιβλίο του Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστασίου (Γιαννουλάτου), (2015), Συνύπαρξη, Ειρήνη, φύση, φτώχεια, τρομοκρατία, αξία. Θρησκειολογική θεώρηση, Αθήνα: Αρμός.
ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ. Προς μια κοινωνία ετεροτήτων· θεολογική θεώρηση