Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ. Το παρόν ως Ιστορία και η Ιστορία ως παρόν

Υπό του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

ΟΛΙΓΑ ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ

Ανέκαθεν η Ιστορία υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλές πεδίο για ένα μέρος λογοτεχνών. Τα αποτελέσματα, βέβαια, ανάλογα την εποχή και το δημιουργό διαφέρουν. Όποιος τουλάχιστον καταπιάνεται με το ζήτημα αυτό, όπως σωστά έχει υποστηριχθεί, οφείλει να κάμει τις «απαραίτητες ταξινομήσεις»[1]· κι αναφέρομαι κυρίως στον ιστορικό όχι μόνο της Λογοτεχνίας, αλλά και στον καθεαυτό ιστορικό. Επιπροσθέτως, λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω θέση, θα ήθελα να καταστήσω σαφή ακόμη μια βασική παράμετρο: οφείλουμε να βλέπουμε και να θεωρούμε την Ιστορία μας, όχι μόνο ως ένα ένδοξο πολλές φορές παρελθόν, αλλά και ως ένα διαρκές παρόν. Φέρνω ως παράδειγμα τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου της κας. Παπαδριανού, την Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον Διδάσκαλο του Γένους Βενιαμίν Λέσβιο, και προτείνω να τους δούμε μέσα από ένα διπλό ή μάλλον έναν πολλαπλό καθρέφτη. Ας υποθέσουμε ότι κάθε κάτοπτρο είναι κι ένα γεγονός από το βίο τους. Υπ’ αυτήν την έννοια, έχω τη γνώμη ότι τίποτε απ’ τα δύο αυτά πρόσωπα και τα γεγονότα της μετεπαναστατικής περιόδου, δεν μπορεί να ολοκληρώσει τη μορφή του, παρά μόνο μέσα από τη σύνθεση δυο τουλάχιστον ειδώλων από εκείνα που προκαλεί. Από το βασικό, δηλαδή, κι ανεπανάληπτο τρόπο με τον οποίο καθρεφτίζονται στη «δική τους εποχή», και κατόπιν από τα «παραλλαγμένα είδωλα μιας άλλης εποχής» ή «εποχών» που τα ανακαλεί στη μνήμη και τα σπουδάζει[2]. Κι ομιλώ για τη δική μας εποχή, τη σημερινή και τον τρόπο που διαβάζουμε βιβλία σαν της κας. Παπαδριανού, τα οποία μας κάμουν να ξαναθυμούμαστε πρόσωπα και γεγονότα που καθόρισαν την ιδιοπροσωπία του Νεότερου Ελληνισμού.

Ωστόσο, εκείνο που οφείλουμε να δούμε για την δεκαπενταετία κατά την οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα του βιβλίου και, βέβαια, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά· ενδεικτικά αναφέρω την τραγική καταστροφή του Αϊβαλιού τον Ιούνιο του 1821, την Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον γνωστό Βενιαμίν Λέσβιο, είναι γεγονότα και πρόσωπα ενταγμένα στη δική τους εποχή, με τα δικά τους θα ‘λεγα «συστήματα ιδεών», τα οποία εμείς σήμερα, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε.

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Γεγονός είναι ότι η συγγραφέας γράφει για ιστορικά πρόσωπα και ιστορικά συμβάντα[3]. Για να επιτύχει στο σκοπό της, ο οποίος καθώς φαίνεται είναι η πιστή αναπαράστασή τους, μέσα από τη συγχρονία και τη διαχρονία τους, έχει μελετήσει τις σχετικές πηγές και την αντίστοιχη βιβλιογραφία. Όχι βέβαια όλη, αλλά ενδεικτική απ’ ότι φαίνεται στην παράθεσή της στο τέλος του βιβλίου. Μια πρώτη ερμηνεία που θα μπορούσε εδώ να καταγραφεί, είναι ότι η κα. Παπαδριανού με αυτό το ιστορικό μυθιστόρημά της δεν υπεραπλουστεύει το πολυσύνθετο πάζλ των ιστορικών γεγονότων, γεγονότων που χρονολογικά εκτίνονται στην πιο ταραγμένη πολεμικά, πολιτικά, οικονομικά και πνευματικά εν μέρει θα ‘λεγα δεκαετία του 19ου αιώνα, από το 1821 μέχρι τα χρόνια του Ιωάννη Καποδίστρια.

Μια δεύτερη, επάλληλη ερμηνεία που θα μπορούσε να καταγραφεί ως μια ακόμη βασική συνιστώσα και αρετή του βιβλίου, είναι η καλά οργανωμένη αντίληψη που έχει η συγγραφέας για την ιστορία της παραπάνω περιόδου. Το υποστηρίζω αυτό, μολονότι από τη πλευρά μου ολίγο παρακάτω εκφράζω μερικές ενστάσεις, σ’ ότι αφορά στην προσωπικότητα του Βενιαμίν Λεσβίου. Βασική, λοιπόν, αρετή του βιβλίου: το συνταίριασμα λογοτεχνικής και ιστορικής συνείδησης.

Στους δύο βασικούς πρωταγωνιστές τώρα του βιβλίου και την παρουσίασή τους μέσα από το βιβλίο της συγγραφέως. Το πρώτο πρόσωπο: η Πανώρια Χατζηκώστα, Αϊβαλιώτισσα αρχόντισσα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Η Πανώρια ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Γι’ αυτή γράφει η κα. Παπαδριανού, αυτής το βίο με απαράμιλλο λογοτεχνικό τρόπο μας μεταφέρει. Η εστίασή της κυρίως στην προσωπικότητά της, από τη στιγμή που χάνει τα πάντα στο κατεστραμμένο από τους Τούρκους Αϊβαλί, μέχρι τα ύστερα χρόνια της Επανάστασης και της συγκρότησης του Νεοελληνικού Κράτους, είναι η εστίαση μιας «λογοτέχνιδος»· ας μου επιτραπεί αυτός όρος για την κα. Παπαδριανού, σ’ ένα ιστορικό πρόσωπο και στα συνακόλουθα γεγονότα που το συγκροτούν, η οποία εντάσσεται στη διαχρονική σταθερή σχέση της Λογοτεχνίας με το ιστορικό παρελθόν ενός λαού. Δεν γνωρίζω κατά πόσο η συγγραφέας διεκδικεί τον τίτλο της λογοτέχνιδος – αυτό θα μας το απαντήσει η ίδια – εκείνο όμως που από την πλευρά μου οφείλω εδώ να τονίσω, είναι ότι η κα. Παπαδριανού, με την τέχνη της γραφής της, φαίνεται να μας εισάγει σε εκείνον τον χαμένο ιστορικό χρόνο γεγονότων της Νεότερης Ιστορίας μας, με τον απαραίτητο, βέβαια, βιωματικό νόστο. Φτάνει κανείς να δει τη ζωή της Πανώριας από τη στιγμή που με τραγικό τρόπο χάνει την οικογένειά της και φεύγει απ’ τ’ Αϊβαλί,  για να χαθεί κυριολεκτικά σε μια ζωή με πολλαπλές ανατροπές. Η θύμηση για ότι ήταν πριν, συνεπάγεται και έναν διαρκή νόστο, αλλά και ένα διαρκές αίσθημα απώλειας το οποίο η ηρωίδα κουβαλά μέχρι το θάνατό της: «“Θέλω να πάω στο Αϊβαλί” φώναζε συνέχεια, “να δω τα παιδιά μου!” Αφήστε με να πέσω στη θάλασσα», λέγει σ’ όσους της παραστέκονται λίγο πριν πεθάνει.

Πιο πάνω εμίλησα για εκείνο το σχήμα των γεγονότων και προσώπων, με τις ανά κάτοπτρο αναπαραστάσεις και παραλλαγές των αρχικών ειδώλων τους. Πρόκειται για εκείνη τη μαγική εικόνα στο χώρο της Λογοτεχνίας και της Ιστορίας και των αμφίδρομων πολλές φορές σχέσεων τους, που προκαλεί ερμηνείες, οι οποίες εδράζονται στη μοναδικότητα μιας προσωπικότητας και των γεγονότων που με αυτή συνδέονται. Εδώ, δύο ενδεικτικές εκδοχές για τη μαγική εικόνα της Πανώριας Χατζηκώστα, της γνωστής με το παρατσούκλι Ψωροκώσταινας, γυναίκας που έμελλε να ταυτιστεί με τις τύχες της Ελλάδας, είναι άκρως χαρακτηριστικές για να κατανοήσουμε και να γευτούμε καλύτερα τη γραφή της κας. Παπαδριανού. Η πρώτη εκδοχή μας φέρνει πολύ κοντά στη διάρκεια μέσα στον ιστορικό χρόνο, που ως προσωπικότητα είχε η Πανώρια Χατζηκώστα. Μόλις στα 1913, ογδόντα χρόνια περίπου μετά το θάνατό της, ο μεγάλος ιστοριοδίφης Σπυρίδων Λάμπρος σ’ ένα άρθρο του στο περιοδικό Νέος Ελληνομνήμων που ο ίδιος εξέδιδε, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «η περίφημος, η κλασσική, η πασίγνωστος προσωνυμία της ημετέρας πατρίδος λοιπόν, το σκληρόν και χαρακτηριστικόν εκείνο παρατσούκλι “ψωροκώσταινα” έχει την ιστορίαν του. Η “ψωροκώσταινα” κατήγετο από τας Κυδωνίας, ήτο σύζυγος του εμπόρου Κώστα Αϊβαλιώτη και ωνομάζετο Πανώρεια. Το 1821 οι Τούρκοι έσφαξαν τον σύζυγον και τα τέσσερα τέκνα της Πανώρειας, και αύτη μετεφέρθη από έναν ψαριανόν εις τα Ψαρά, όπου εύρε τον συμπατριώτην της διδάσκαλον Βενιαμίν τον Λέσβιον και τον ηκολούθησεν εις το Ναύπλιον. Εκεί έζησεν αρκετόν καιρόν, αλλά κατά την ερήμωσιν της Πελοποννήσου υπό του Ιμβραήμ περιέπεσεν εις μεγάλην πενίαν, αναλαβούσα να διατρέφη δωδεκάδα ορφανών. Ο προστάτης της διδάσκαλος είχεν αποθάνει από τύφον, και το παρατσούκλι της αυτό… την Ελλάδα… ετίμησε κατόπιν ολόκληρον»[4]. Ο ακριβής αυτός ιστορικός λόγος έρχεται απόλυτα και δένει με τον λογοτεχνικό της κας. Παπαδριανού, η οποία καταγράφοντας την παρουσία της Πανώριας και του Βενιαμίν στο επαναστατημένο Ανάπλι του 1823, δεν ξεχνά με παραστατικό τρόπο να παραθέσει την άσχημη αντιμετώπιση που είχε από την πρώτη κιόλας επαφή της με τους ντόπιους Ναυπλιώτες.

Επιτρέψτε μου, εδώ, να διακινδυνεύσω μια υπόθεση: αν δούμε τη γραφή της κας. Παπαδριανού μέσα από την αμφίδρομη σχέση Λογοτεχνίας και Ιστορίας, σίγουρο είναι ότι το ιστορικό πρόσωπο της Πανώριας Χατζηκώστα, εντάσσεται σε εκείνο το πλαίσιο που η ανάπλασή του άνετα μπορεί να συγκριθεί με αντίστοιχα πρόσωπα της εποχής της. Η Ψωροκώσταινα, υπήρξε εκείνο το πρόσωπο που η μετεπαναστατική του τύχη, κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα, ήταν παρόμοια με τους ήρωες που επολέμησαν για τη λευτεριά της πατρίδας μας, αλλά μετά την Επανάσταση είτε αγνοήθηκαν, είτε δεν ανταμείφτηκαν καθώς έπρεπε. Η κλασική πια εικόνα όπου η Ψωροκώσταινα στον έρανο του Ιούνιου του 1826 για το Μεσολόγγι δίνει το ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της, έρχεται να μας θυμίσει πως αυτή τη γυναίκα – ηρωίδα, που όλη η ζωή της υπήρξε μαρτυρική και ηρωική συνάμα, ταυτίστηκε με την επίσης πορεία πολλών ηρώων της Επανάστασης του 1821, τους οποίους δυστυχώς το ελλαδικό κρατίδιο αμέσως μετά τη συγκρότησή του σε πολιτεία ουδέποτε τίμησε. Είναι γνωστό το επίγραμμα του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού, με το τίτλο: Προς τους Επτανήσιους, όπου εκφράζει τον ενθουσιασμό αλλά και την απογοήτευση του λαού από τα ίδια τα ιδανικά, την προδοσία του από τους ανθρώπους στους οποίους στήριξε τις ελπίδες του:  «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε, / Πάντοτ’ ευκολόπιστε και πάντα προδομένε!»[5].

Τούτο το περιστατικό της συνεισφοράς της Ψωροκώσταινας προς το πολιορκημένο Μεσολόγγι, η κα. Παπαδριανού ως μια πτυχή της πολύπαθης ζωής της τό καταγράφει με θαυμάσιο τρόπο: λαμβάνει χώρα όταν η Πανώρια έχει ήδη περάσει από το αρχοντικό της αρχόντισσας Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, στο οποίο μάλιστα βρίσκει την απαραίτητη οικογενειακή θαλπωρή. Σ’ αυτό το σπίτι μαθαίνει για την πτώση του Μεσολογγίου, την οποία η ίδια παρομοιάζει με την πτώση του Αϊβαλιού και της Χίου – «“πρώτα το Αϊβαλί και η Χίος τώρα το Μεσολόγγι”», ψιθύρισε η Πανώρια και λιποθύμησε», γράφει χαρακτηριστικά η συγγραφέας. Ποια, ωστόσο, ήταν η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, είναι νομίζω επιτακτική η ανάγκη σύντομα να παραθέσω, μιας κι αυτής της αρχόντισσας ο βίος, έμμεσα συσχετίζεται με της Πανώριας. Στο αρχοντικό αυτής της εξαιρετικής γυναικείας φυσιογνωμίας του 19ου αιώνα σύχναζε η Πανώρια. Μια αρχόντισσα στο σπίτι μιας αρχόντισσας. Κι ο ορισμός, εδώ, της αρχοντιάς έχει τη σημασία του, αλλά σημασία έχει και η λογοτεχνική μαστοριά της κας. Παπαδριανού που καταγράφει το σκηνικό της συχνής παρουσίας της Πανώριας στο σπίτι της Παπαλεξοπούλου. Πίσω από το ανθρώπινο δράμα που ζει η άλλοτε αρχόντισσα τ’ Αϊβαλιού και τώρα πλύστρα και ζητιάνα Ψωροκώσταινα, η αρχόντισσα Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, γυναίκα του Ναυπλιώτη Γερουσιαστή Σπύρου Παπαλεξόπουλου, η γνωστή «Παπαλέξαινα» που λέει και το δημοτικό τραγούδι, δεξιώνεται στο σπίτι της και φροντίζει την Ψωροκώσταινα. Η ίδια, βέβαια, μολονότι αρχόντισσα, απεβίωσε πάμφτωχη στα 1899, όπως άλλωστε και η Πανώρια Χατζηκώστα, που προς το τέλος του βίου της εγνώρισε και τον πρώτο Κυβερνήτη του νεοσύστατου ελλαδικού κρατιδίου, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Η συγγραφέας καταγράφει τη σχέση της με τον Κυβερνήτη και την αναγνώριση εκ μέρους του τής μεγάλης κοινωνικής προσφοράς της προς τα παιδιά του ορφανοτροφείου. Κι αυτή η σχέση δεν ήταν μόνο σχέση φροντίδας κι αναγνώρισης, αλλά και σχέση συμβολική: εκεί ακριβώς όπου την ίδια την Πανώρια, η δολοφονία του Κυβερνήτη κυριολεκτικά τη συντρίβει στέλνοντάς την στο θάνατο.

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΛΕΣΒΙΟΥ

Ανάμεσα σ’ όλα αυτά κινείται και ο άλλος βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου της κας. Παπαδριανού, ο Βενιαμίν Λέσβιος, στον οποίο η Πανώρια Χατζηκώστα χρωστά της ζωής. Ο Βενιαμίν υπήρξε ο άνθρωπος που αμέσως μετά την καταστροφή τ’ Αϊβαλιού της έδωσε τη δύναμη να πατήσει γερά στα πόδια της. Κοντά σ’ αυτόν η Πανώρια μπόρεσε να επιβιώσει. Η σχέση τους, όπως λογοτεχνικά την καταγράφει η συγγραφέας, υπήρξε σχέση με πολλαπλούς συμβολισμούς: ένας Διδάσκαλος του Γένους, με γερή μόρφωση, ενταγμένος σθεναρά στο κίνημα του Διαφωτισμού, με τους κατατρεγμούς του από τους αντιπάλους του, με την αξιοθαύμαστη συνεισφορά του στον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας, μιας και ήταν μέλος της Αρμοστείας του Αιγαίου, συμβιώνει με μια γυναίκα, που σε μερικά σημεία του βιβλίου τούτη η συμβίωση μου έδωσε την εντύπωση ότι αγγίζει ακόμη και τα όρια του ερωτισμού, χωρίς, εδώ για μια μερίδα τουλάχιστον θεολογούντων να θεωρηθώ βέβηλος, εφόσον ομιλώ για έναν καλόγερο. Αν και η σχέση αυτή αρχίζει από τότε που ο Βενιαμίν βρίσκονταν στο Αϊβαλί για να συγκεντρώσει πολεμοφόδια για την Επανάσταση, η Πανώρια φαίνεται να τον ακολουθεί στα Ψαρά, στην Ύδρα και στο Ναύπλιο και, βέβαια, να συναναστρέφεται με πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός του, όπως λόγου χάριν ο Θεόφιλος Καΐρης και ο Δημήτριος Υψηλάντης. Ένα περιστατικό από τη γνωριμία της Πανώριας με τον Θεόφιλο Καΐρη είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό και αξίζει να σταθεί ο αναγνώστης σ’ αυτό, γιατί δείχνει όχι μόνο τις τελευταίες στιγμές της ζωής του Βενιαμίν, αλλά και το νόστο όσων και οι τρεις τους, η Πανώρια, ο Βενιαμίν και ο Θεόφιλος ζούσαν όταν το Αϊβαλί περνούσε ημέρες δόξας. Αμέσως μετά απ’ αυτή την αναπόληση ο Βενιαμίν πεθαίνει από τύφο στα χέρια της Πανώριας. Αλλά και σ’ αυτή ακόμη την τελευταία στιγμή της ζωή του Βενιαμίν, η Πανώρια έχει το ακριβό προνόμιο να ακούσει για τον φίλο του πρίγκιπα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και για την αδελφή του Καΐρη, την  Ευανθία και τη λογιοσύνη της, μαθαίνοντας από το στόμα του Βενιαμίν ότι «μόνο η μόρφωση θα μας ελευθερώσει». Πρόκειται εδώ, για την άμεση σύνδεση της σκέψης του Βενιαμίν με εκείνη του κορυφαίου των Διδασκάλων του Γένους, του Αδαμάντιου Κοραή, που πρώτος αυτός πίστευε και ακράδαντα μέσα από τα έργα του διακήρυττε ότι για να ελευθερωθούν οι Έλληνες από τον τουρκικό ζυγό, έπρεπε πρώτα να αποκτήσουν γερή παιδεία.

Πέραν όμως τούτων εκείνο που προκαλεί τον αναγνώστη του βιβλίου της κας. Παπαδριανού είναι η καλή ενσωμάτωση σ’ αυτό του συγγραφικού έργου και των διαφωτιστικών ιδεών του Βενιαμίν, ιδιαίτερα το πανταχηκίνητο, το οποίο με μιας αφομοιώνει ο νους της Πανώριας, σε μια στιγμή μάλιστα της ζωής της, στην Ύδρα, όπου ακόμη δεν έχει συνέλθει από τα τραγικά συμβάντα του Αϊβαλιού, αλλά και το κορυφαίο σύγγραμμά του, τη Μεταφυσική, την οποία διαβάζει απανωτά. Σαφέστατα, εδώ, διαβλέπουμε εκείνη την άμεση πρόσβαση μιας πάλαι ποτέ αρχόντισσας και τώρα υπηρέτριας, στη σκέψη ενός ανθρώπου που κυριολεκτικά σφράγισε με τις ιδέες του το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Σ’ αυτό το βιβλίο η Πανώρια θα γνωρίσει από πρώτο χέρι ζητήματα γνωσιοθεωρίας, οντολογίας, ανθρωπολογίας, φαινομενολογίας και θεολογίας. Και μάλιστα με αυτές τις θεωρίες η ίδια θα ταυτιστεί, όταν διαβάζοντας τα αποσπάσματα «περί παθών» και «περί ψυχής» του Βενιαμίν, θα βροντοφωνάξει: «η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη, αθάνατη, αθάνατη… τα παιδιά μου, τα παιδιά μου, ο Κώστας μου… είναι αθάνατοι! Αχ, Βενιαμίν πόσες απορίες έχω. Γιατί μου έφυγες τώρα και εσύ… Άραγε είναι αθάνατοι;»

Γεγονός είναι ότι η κα. Παπαδριανού μας προσφέρει ένα βιβλίο που με ζωηρά χρώματα αναπαριστά μια εποχή ιδιαίτερα κρίσιμη για τη Νεότερη Ιστορία μας. Μολονότι ένας καλός γνώστης της προσωπικότητας του Βενιαμίν Λεσβίου θα βρει σ’ αυτό μερικές ιστορικές θεωρήσεις με τις οποίες μπορεί να διαφωνεί, και για να μην παρεξηγηθώ αναφέρομαι σε πρόσωπα που κατέτρεξαν τον Βενιαμίν για τις ιδέες του, κι εννοώ το Αθανάσιο Πάριο – εδώ, η νεότερη ιστορική έρευνα μας έχει απαλλάξει από το γνωστό δίπολο: διαφωτιστής και αντιδιαφωτιστής – εκείνο που οφείλει κανείς με έμφαση να τονίσει, είναι ότι όποιος το διαβάζει για άλλη μια φορά έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με έναν λόγιο του άμεσου ιστορικού περιβάλλοντός μας, τον Βενιαμίν Λέσβιο αποκτώντας και τη λογοτεχνική του θα ‘λεγα θεώρησή του. Αν και δυστυχώς δεν έχει διασωθεί ούτε μια προσωπογραφία του, το βιβλίο της κας. Παπαδριανού μας τον παρουσιάζει όπως ακριβώς ήταν ο Βενιαμίν: «επίμονος πεισματάρης, επαναστάτης, μα και πάντα σοφός δάσκαλος…». Και για να δικαιολογήσω τον υπότιτλο της βιβλιοπαρουσίασής μου: με το βιβλίο αυτό έχουμε το παρόν ως Ιστορία και την Ιστορία ως παρόν.

[1] ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ, «Βασιλεύς ή στρατιώτης;» Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη Λογοτεχνία, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1997, 62.

[2] Αυτόθι, 63.

[3] Και σ’ άλλο μυθιστόρημά της καταπιάνεται με ακόμη ένα σημαντικό πρόσωπο της εποχής της Τουρκοκρατίας, τον εκ Ληξουρίου καταγόμενο λόγιο επίσκοπο Κερνίτζης και Καλαβρύτων, Ηλία Μηνιάτη. Βλ. 1715. Το τελευταίο φιλί στ’ Ανάπλι, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2012, 231-235.

[4] Νέος Ελληνομνήμων, 13(1916)368. Πρβλ. ΤΡ. Ε. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, τ. Α΄, Έν Αθήναις 1936, 297-298.

[5] Π. Δ. ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Νεοελληνικά. Μελέτες και άρθρα, τ. Β΄, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1984, 215.

Παρουσίαση του βιβλίου εδώ…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *