>

Στη σχέση αυτή υπάρχει αμφίδρομη ωφέλεια: Και οι συμβουλευόμενοι, δηλαδή τα παιδιά, με τη σειρά τους και με τον τρόπο τους συμβουλεύουν τους παιδαγωγού και τους γονείς τους αρκεί να υπάρχει ταπείνωση. Εκπαιδεύουν σε καταστάσεις και σε εμπειρίες τους μεγαλυτέρους τους, που ποτέ μέσα από τη θεωρητική κατάρτιση δε θα αποκτούσαν. Η Στάση ζωής του πνευματικού συμβούλου οφείλει να τον οδηγήσει στο να έχει ευήκοον ους και στα δικά του λεγόμενα και στο πώς ενδεχομένως να ακουσθούν από το νέο.[12]
Θα πρέπει παράλληλα να παραπέμπουμε και σε άλλους, γιατί δεν πρέπει π.χ. οι γονείς να έχουμε αυτάρκεια ως παιδαγωγοί. Οι διακριτικοί πνευματικοί, οι ώριμοι κατηχητές, οι άξιοι δάσκαλοι και καθηγητές θα πρέπει να είναι αυτοί στους οποίους θα παραπέμπουμε τα παιδιά μας, όταν διαπιστώνουμε ότι δεν επαρκούμε ως γονείς. Ως πνευματικοί σύμβουλοι όλοι όμως θα πρέπει να αφηνόμαστε και στη Χάρη του Θεού που «θεραπεύει τα ασθενή και αναπληρώνει τα ελλείποντα». Η ύπαρξη ασθενών και ελλειπόντων σ’ αυτή τη σχέση δε μειώνει τους παιδαγωγούς. Η επίκληση της Θείας βοηθείας θα βοηθήσει τον πνευματικό οδηγό και το γονιό του 21ου αιώνα να αντέξει και να μη φοβηθεί το φορτίο ευθύνης προς τους νέους μας. «Ο Κύριος βοηθός! Ο Κύριος εμοί βοηθός και τίνα φοβηθήσομαι!» .