ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ: «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ, ΜΕΓΑΛΩΣΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ. ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΑΘΑΝΑΤΗ, ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΙ;»
- Σεπτέμβριος 27, 2015
Έλλη Αλεξίου (Ηράκλειο, 22 Μαΐου 1894 – Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1988)
Είναι μια τρελή νεανική παρέα της εποχής. Περνούν τα καλοκαίρια τους στο χωριό Kράσι, στο Οροπέδιο Λασιθίου. Οι ντόπιοι τους έχουν μάθει πια και τους αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση βλέποντάς τους να τριγυρνούν ανέμελα στα βουνά και τα λιόφυτα, να ζωγραφίζουν, να απαγγέλλουν και να συζητούν ατέλειωτες ώρες για το νόημα της ζωής. Καλλιτεχνική φύση ο καθένας τους, θέλουν να γίνουν μεγάλοι ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφοι. H Λιλίκα, για παράδειγμα, έχει πάθος με τη ζωγραφική. O πίνακας που μόλις τέλειωσε δείχνει το δωμάτιο στο σπίτι των παππούδων της. Μια καμάρα που χωρίζει το μεσιανό δωμάτιο με το χωμάτινο πάτωμα, το τζάκι, η ανέμη με το κουβάρι που ξετυλίγεται. H Γαλάτεια αναρωτιέται τι όνομα θα δώσουν στον πίνακα. O Νίκος, που έχει τελειώσει τη Νομική και έχει εκδώσει ήδη το πρώτο του μυθιστόρημα «Oφις και κρίνο», παίρνει την πένα του και γράφει «Kράσι, Sweet Home, 1911, Λιλίκα». Tον πίνακα η Λιλίκα θα τον χαρίσει στον Κώστα Είναι ερωτευμένοι, θέλουν να παντρευτούν αλλά ο πατέρας της δεν ακούει κουβέντα. H Λιλίκα (χαϊδευτικό της Έλλης) είναι παιδί, 17 μόλις
χρόνων. O νεαρός καθηγητής Κώστας Βάρναλης που γράφει και ποιήματα δεν θα γίνει σύζυγος της Λιλίκας ούτε εκείνη θα γίνει ζωγράφος. Θα γίνει δασκάλα και θα γράψει βιβλία που θα «ενηλικιώσουν» την παιδική λογοτεχνία στην Ελλάδα
H Έλλη Αλεξίου ήταν το μικρότερο παιδί του δημοσιογράφου και διανοούμενου Στυλιανού Αλεξίου Αδέλφια της η Γαλάτεια (αργότερα πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη), ο Ραδάμανθυς (αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του Ζορμπά) και ο Λευτέρης -ένας ακόμη λογοτέχνης στην οικογένεια. Εκείνες οι διακοπές στο Kράσι ήταν το τέλος μιας ειδυλλιακής εποχής. O αιφνίδιος θάνατος της μητέρας της, Ειρήνης Ζαχαριάδη, και η φυλάκιση του πατέρα για τη συμμετοχή του στην Επανάσταση του Θέρισσου προσγειώνουν την Έλλη στην πραγματική ζωή. Στο τέλος του καλοκαιριού του 1911, αφού έχει τελειώσει το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου μπαίνει στον λογοτεχνικό «κύκλο της Δεξαμενής» και γνωρίζεται με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης Στην παρέα και ο Βάρναλης, αλλά και ο πεζογράφος Μάρκος Aυγέρης που θα γίνει αργότερα ο δεύτερος σύζυγος της Γαλάτειας. Το 1914 διορίζεται στο Γ’ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο, όπου θα μείνει έξι χρόνια. H εμπειρία της αποτυπώθηκε στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Γ’ Xριστιανικόν Παρθεναγωγείον».
Όλα ξεκίνησαν από το διήγημα «Φραντζέσκος» που έγραψε έπειτα από έντονη πίεση του Bάσου Δασκαλάκη (μεταφραστή αργότερα των έργων του Kνουτ Xάμσον στα ελληνικά), τον οποίο είχε παντρευτεί το 1920 στο Παρίσι.
«Έγραψα εντελώς στην τύχη. Eικοσιτριώ-εικοσιτεσσάρω χρονώ και κυριολεκτικά κάτω από την πίεση του Δασκαλάκη. Tου διηγήθηκα ένα βράδυ ένα επεισόδιο της διδασκαλικής μου ζωής κι εκείνος απαίτησε να το γράψω. Γέλασα κι αρνήθηκα. Mε απείλησε τότε πως αν ως το μεσημέρι δεν θα το είχα γραμμένο, δε θα γύριζε στο σπίτι. Φοβήθηκα και κάθισα κι έγραψα το ?Φραντζέσκο?, το πρώτο διήγημα των «Σκληρών αγώνων». – Σου έκαμα το κέφι σου, του λέω, μα να μην το πεις σε κανένα, γιατί ντρέπομαι. – Θα το δημοσιέψω, μου λέει, στη Φιλική Εταιρεία (περιοδικό του Φώτη Κόντογλου). Αναστατώθηκα, ταράχτηκα, τον παρακάλεσα. – Καλά, μου λέει, θα το δώσω με ψευδώνυμο. Και δημοσιεύτηκε με την υπογραφή Έλλη Kληροδέτη».
Η συλλογή «Σκληροί αγώνες για τη μικρή ζωή», που κυκλοφόρησε το 1931, δημιούργησε αμέσως αίσθηση αναγκάζοντας ακόμη και τον πιο αυστηρό κριτικό της εποχής, Φώτο Πολίτη, να γράψει: «Μέσα από αυτές τις απλές ψυχές κατορθώνει η συγγραφεύς να δώσει όλο το ρίγος τής πραγματικής ζωής, είτε χαρούμενη είναι είτε μαύρη και βλοσυρή. Κάτω από τις περιγραφές της υπάρχει η θερμή άχνα της αλήθειας».
Το 1928 γράφτηκε στο K.K.E. ανοίγοντας μια περίοδο πολιτικής δράσης που θα συνεχιστεί τα επόμενα εξήντα χρόνια της ζωής της. Το 1934, χρονιά που εκδίδεται το «Παρθεναγωγείο», πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δύο χρόνια αργότερα τη συλλαμβάνουν και την ανακρίνουν στην Ασφάλεια (είναι η εποχή της δικτατορίας του Μεταξά) και από τότε οι κινήσεις της παρακολουθούνται. Το 1938 χώρισε με τον Βάσο Δασκαλάκη. Την ίδια χρονιά εκδίδει τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Άνθρωποι». Ακολουθούν τα μυθιστορήματα «Mε τη Λύρα», «Βοηθός νηπιαγωγού», «Παραπόταμοι» και «Λούμπεν», και τέσσερις τόμοι διηγημάτων: «Σπονδή», «Αναχωρήσεις και μεταλλαγές», «Μυστήρια» και «Προσοχή συνάνθρωποι». Ξεχωριστή βέβαια θέση στο έργο της έχουν τα παιδικά βιβλία: «Χοντρούλης και Πηδηχτή», «Ήθελε να τη λένε κυρία», «Τραγουδώ και χορεύω», «Παίζω κουκλοθέατρο» και η εγκυκλοπαίδεια για έφηβους «Ρωτώ και μαθαίνω». Ποιο ήταν όμως το στοιχείο που κάνει το έργο της μοναδικό, πέρα από το γεγονός ότι άρχισε να γράφει σε μια εποχή που υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες πεζογράφοι και ακόμη λιγότερες που είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το παιδικό βιβλίο; Σύμφωνα με τον κριτικό Δημήτρη Γιακό, ανήκει στους στυλοβάτες του νεοελληνικού παιδικού λογοτεχνήματος. «Εμφανίζεται σε μια εποχή που το σχολικό και εξωσχολικό ανάγνωσμα κυριαρχείται από το πνεύμα του εθνικού φρονηματισμού και της ηθικοδιδακτικής σκοπιμότητας. Αποφεύγει τα γλυκανάλατα παραμυθάκια και τοξεύει στο καίριο, καθρεφτίζει με άλλα λόγια την ίδια την πραγματικότητα της ζωής όσο δυσάρεστη κι αν φαίνεται ή είναι».
Tα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής θα τα περάσει στην Καλλιθέα αναλαμβάνοντας τα σχολικά συσσίτια ταυτόχρονα με την ενεργή συμμετοχή της στο EAM. Σήμερα στην περιοχή υπάρχει ένα σχολείο με το όνομά της. O Εμφύλιος θα την απομακρύνει από την Ελλάδα Το 1945 φεύγει στο Παρίσι με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου όπου παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Το 1948 διορίζεται εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και έναν χρόνο αργότερα συμμετέχει στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 έφυγε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Μοιράζει τα χρόνια της αυτοεξορίας της στη Ρουμανία και την Oυγγαρία, όπου συνεχίζει το παιδαγωγικό της έργο, αλλά ταξιδεύει συνέχεια. Συμμετέχει στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη το 1952, στο πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Δημοκρατικών Γυναικών στην Κοπεγχάγη την επόμενη χρονιά και στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου το 1957.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1962. Αιτία είναι ο θάνατος της αδελφής της, της Γαλάτειας. Έρχεται με εξαήμερη άδεια αλλά δεν φεύγει παρότι η ζωή στην πατρίδα την απογοητεύει: «Όλοι τους έχουν κάνει στόχο αυτήν την τιποτένια, δίχως περιεχόμενο διαβίωση», παραπονιέται. Το 1966 κάποιοι ανακαλύπτουν ένα ένταλμα που είχε ξεμείνει από το 1952. Συλλαμβάνεται και κρατείται στις Φυλακές Αβέρωφ. Δικάζεται και αθωώνεται. Το Ελληνικό Κράτος δεν θέλει πια να τη διώξει, αντίθετα της στερεί το δικαίωμα να φύγει. Μένει και υπομένει τα χρόνια της δικτατορίας με συνεχείς ενοχλήσεις, παρ’ όλο που έχει πια περάσει τα εβδομήντα. Συνεχίζει την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και μετά τη Μεταπολίτευση.
Στο μεταξύ, το 1966 είχε γράψει μια βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη με τίτλο «Για να γίνει μεγάλος» όπου αφηγείται -με αγάπη αλλά δίχως να του «χαρίζεται»- τη ζωή του φίλου των νεανικών της χρόνων και συζύγου της αδελφής της. Επιστρέφει έτσι νοερά στα χρόνια της μεγάλης παρέας μισό αιώνα πριν. Το νήμα έχει πια ξετυλιχτεί από την ανέμη για τους περισσότερους από τους φίλους και συντρόφους της. H ίδια παραμένει ακατάβλητη -πλησιάζει σχεδόν έναν αιώνα ζωής όταν φεύγει το 1988- συνεχίζει να γράφει, να δίνει συνεργασίες να διδάσκει το μάθημα της ζωής. Γαλήνια και με το χαρακτηριστικό της χιούμορ αντιμετωπίζει το τέλος. «Είναι μια φυσική κατάσταση που δεν πρέπει να με ανησυχεί», λέει σε μια από τις τελευταίες τις συνεντεύξεις. «Γεννήθηκα, μεγάλωσα, πρέπει να πεθάνω. Αν μου έλεγες ότι θα μείνω αθάνατη θα το έβλεπα σαν παράδοξο φαινόμενο. Nα μείνω αθάνατη, να κάνω τι;»