Πρόσφατα σχόλια

visitors – επισκέπτες

Flag Counter

Αρχεία για ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου (διήγημα του Β. Γεργατσούλη)

20 Απριλίου 2024 από και με ετικέτα , , , ,

ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

Το διήγημά μου “Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου” δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο “Ελευθέριες Τέχνες” (εκδόσεις Διάνοια), Απρίλιος 2024, Επιμέλεια του Έρωτα το Κόκκινο & Νόρα Ξένου, σελ. 62-65.

 

Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου

Διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

 

Ήταν Ιούλης του 1995, μέρα ηλιόλουστη. Σηκώθηκα αχάραγα να καθαρίσω και να στολίσω το σπίτι, να σκουπίσω την αυλή, να μαγειρέψω. Ο αδερφός μου αγαπούσε το βυζάντι στον παραδοσιακό φούρνο. Έτσι λέμε στην Κάρπαθο το ψητό κατσίκι που μαγειρεύουμε συνήθως το Πάσχα, γεμιστό με πιλάφι, συκωτάκια, κρεμμύδι, σκόρδο, σάλτσα, αλατοπίπερο και μυρωδικά. Και χοντροκομμένες πατάτες. Είχα απ’ τα χαράματα κάψει τον φούρνο και είχα βάλει μέσα το ταψί. Είχα καλύψει το κρέας με δροσερά φύλλα λεμονιάς να μοσχομυρίζει.

Πενήντα χρόνια είχα να δω τον αδελφό μου. Ο Μανόλης με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική, ν’ αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Τον ίδιο δρόμο είχαν πάρει πολλοί συγχωριανοί. Ήταν φτωχός ο τόπος μας, τον είχε ρημάξει κι ο πόλεμος. Μια ανάγκη ήταν το φευγιό. Πολλοί μετανάστες άφησαν τα κόκαλά τους στην ξένη γη. Άλλοι επέστρεφαν σακάτηδες και γέροι.

Έτσι κι ο αδερφός μου μετά από πενήντα χρόνια έκαμε απόφαση να επισκεφθεί το νησί του για ένα μήνα. Παλικαράκι είκοσι χρονών έφυγε, εβδομηντάρης γυρνούσε. Αυτά τα χρόνια επικοινωνούσαμε με γράμματα. Τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του τα ήξερα μόνο από φωτογραφίες. Η γυναίκα του ήταν συγχωριανή. Παντρεύτηκαν στην Αμερική.

Στο τελευταίο γράμμα μού έγραφε ότι λαχταρούσε να βρεθεί στα γνωστά λημέρια των παιδικών του χρόνων και να ξαναδεί το πατρικό μας σπίτι. Αυτό το σπίτι το κληρονόμησα εγώ, ως πρωτοκόρη, σύμφωνα με το έθιμο του νησιού μας. Πόσες αναμνήσεις έχει ο αδερφός μου εδώ!

Ο Μανόλης ήταν ο πιο ατίθασος απ’ όλα τα αδέρφια. Ο πιο τρελός. Ήμασταν δυο κορίτσια και πέντε αγόρια. Στα παιδικά μας χρόνια εμείς δεν είχαμε γνωρίσει Ελλάδα. Τα νησιά μας το 1912 τα κατάκτησαν οι Ιταλοί. Με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί στα 1943, ήρθαν οι Γερμανοί. Πιο άγριοι αυτοί, πιο αιμοβόροι. Ο Μανόλης έφυγε για την Αμερική στα 1946, με το τέλος του Πολέμου. Δεν ήταν εδώ να γιορτάσει την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.

Σας έλεγα πως ο Μανόλης «δεν άκουγε τιμονιού». Οι συμβουλές των γονέων μας έπεφταν στο κενό. Όλο με όπλα καταπιανόταν. Είχε τον τρόπο και τα έβρισκε. Μέσα στον μεγάλο κήπο μας έκρυβε πιστόλια, χειροβομβίδες, μπαγιονέτες, κράνη… Ο πατέρας τον μάλωνε, του έλεγε πως θα έβρισκε μια μέρα τον μπελά του και θα κατέστρεφε κι εμάς.

Η μάνα ανέθεσε σε μένα, ως πιο μεγάλη και πιο μυαλωμένη, ν’ ανακαλύψω πού έκρυβε τα όπλα. Τον παρακολούθησα. Πρόσεξα πως σκαρφάλωνε σαν αίλουρος συχνά στην πανύψηλη καρυδιά του κήπου. Ενημέρωσα τη μάνα. Ο πατέρας έστησε μια σκάλα και ανέβηκε. Σε μια κουφάλα του δέντρου βρήκε δυο περίστροφα και τρεις χειροβομβίδες. Οι κατακτητές είχαν βγάλει ανακοίνωση να παραδοθεί κάθε οπλισμός. Αν τα έβρισκαν κρυμμένα, κινδύνευε ο κάτοχός τους. Πήγαμε στο διοικητήριο και τα δώσαμε στους Γερμανούς. Είπαμε να γράψουν στα τετράδιά τους ότι τα παραδίνει ο Μανόλης μας. Αυτό τον έσωσε αργότερα.

Όταν ο αδερφός μου έμαθε πως μέρος του οπλισμού του είχε δοθεί στους κατακτητές, θύμωσε, φώναξε… Μα είχε κι άλλα. Δεν ήταν αφελής να χώνει όλα τα όπλα στο ίδιο σημείο. Τα είχα μοιράσει σε διαφορετικές κρυψώνες.

Ο Μανόλης από παλιά είχε συνάψει σχέσεις –δε θα τις έλεγα φιλίες· προδότης δεν ήταν να έχει φιλίες με τους κατακτητές– αρχικά με τους Ιταλούς, μετά με τους Γερμανούς στρατιώτες. Έκανε μαζί τους ανταλλακτικό εμπόριο. Έπαιρνε κρυφά απ’ το σπίτι μας λάδι, κρασί, σιτάρι, τυρί, μέλι και τα έδινε στους στρατιώτες. Εκείνοι του έδιναν σοκολάτες και τσιγάρα. Ο πατέρας ήταν ο πιο εργατικός άνθρωπος του χωριού. Χαράματα έφευγε για τα χωράφια, νύχτα γύριζε. Τίποτα δεν έλειπε απ’ το σπίτι μας. Τον καρπό του ιδρώτα του όμως δεν τον σώρευε για τους Ιταλογερμανούς. Γινόταν θεριό όταν διαπίστωνε την αφαίρεση προϊόντων απ’ το σπίτι και συχνά καταχέριζε τον γιο του. Μα είπαμε… ο Μανόλης «δεν άκουγε τιμονιού».

Μια μέρα κάποιος καταδότης –πολλοί ρουφιάνευαν εκείνα τα χρόνια– πήγε στο διοικητήριο και αποκάλυψε στους Γερμανούς πως ο αδερφός μου είχε κρυμμένα όπλα. Ήρθαν οι στρατιώτες στο σπίτι. Έψαξαν. Αν και δε βρήκαν όπλα, έσυραν τον αδερφό μου στη φυλακή. Πήγαν ο πατέρας και η μητέρα και διαμαρτυρήθηκαν. Είπαν πως ο Μανόλης είχε παραδώσει τα όπλα του. Έψαξαν τα τετράδιά τους, βρήκαν πράγματι το όνομα του αδερφού μου και τον άφησαν.

Μα ο Μανόλης δεν έβαλε μυαλό. Το Πάσχα του 1944 γλεντούσε με την παρέα του σ’ ένα σπίτι του χωριού που ήταν χτισμένο ψηλά. Από κάτω περνούσε ο κεντρικός δρόμος. Η νεολαία είχε πιει τα ποτά της, είχαν φέρει και όργανα, λύρες και λαούτα, και «εβίβα» και «στην υγειά μας», είχε ανάψει για τα καλά το γλέντι και είχε φουντώσει το κέφι. «Να είχαμε τώρα και κανένα βεγγαλικό να ρίχναμε για το καλό της μέρας!» είπε κάποιος. Όλοι κοίταξαν με νόημα τον Μανόλη. Εκείνος, ελαφρόμυαλος όπως ήταν, πήγε κι έφερε καμιά δεκαριά χειροβομβίδες. «Καλή Ανάσταση» ευχήθηκαν. Έβγαζαν την περόνη και πέταγαν τις χειροβομβίδες στον δρόμο. Το έφερε ο σατανάς να περνά εκείνη τη στιγμή το κουμάντο των Γερμανών. Έσκασε δίπλα τους μια χειροβομβίδα, πήραν τα θραύσματα τον επικεφαλής και τον τραυμάτισαν στο μπράτσο. Οι στρατιώτες συνέλαβαν τους διασκεδαστές και τους έσυραν στη φυλακή. «Μανόλη, αφού ήταν δικές σου οι χειροβομβίδες, πες πως μόνος εσύ τις έριχνες, μην μπλέξουμε όλοι» είπαν οι άλλοι. Αγαθιάρης και πονόψυχος εκείνος, πήρε πάνω του την ευθύνη. Μετά από μια δυο μέρες άφησαν τους άλλους, κράτησαν τον αδερφό μου. Όσο κι αν παρακάλεσε ο πατέρας κι αν έκλαψε η μάνα, οι Γερμανοί δεν τον αμολούσαν.

Δέκα μέρες μετά, αχάραγα, τον σήκωσαν απ’ το κρεβάτι, του έδωσαν ένα κασμά κι ένα φτυάρι, τον έβαλαν μπροστά και κίνησαν. Ρωτούσε, μα δεν του έλεγαν πού πήγαιναν. Άφησαν πίσω τους το χωριό και βγήκαν στα χωράφια. Τότε η πομπή συνάντησε μια άλλη ομάδα Γερμανών στρατιωτών που έρχονταν απ’ την πρωτεύουσα. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν ένας αξιωματικός με τον οποίο ο Μανόλης είχε κάνει εμπόριο παλιότερα. Ο αξιωματικός ρώτησε τον αδερφό μου. «Ξέρεις πού σε πάνε, Μανόλη;». «Ιδέα δεν έχω!» είπε. «Κακόμοιρε, για εκτέλεση σε πάνε. Με τον κασμά και το φτυάρι θα σκάψεις τον λάκκο σου, θα σε πυροβολήσουν και θα σε σκεπάσουν». Πάγωσε ο αδερφός μου, κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Τελικά γύρισαν πίσω. Η εκτέλεση ακυρώθηκε. Το εμπόριο και η φιλία του αδερφού μου με τον Γερμανό αξιωματικό τού έσωσε τη ζωή. Τον κράτησαν στη φυλακή ένα μήνα ακόμα και μια μέρα τον άφησαν.

Αυτά έφερνα στον νου μου όσο τον περίμενα. Πόσα χτυποκάρδια περάσαμε εξαιτίας του εκείνα τα χρόνια. Σκέφτηκα όμως πως τώρα μαζί με τα νιάτα θα έχει υποχωρήσει και η ορμή και η τρέλα του.

«Αδερφή!» γνώρισα τη φωνή του, που δεν είχε αλλάξει, μόνο ήταν πιο μπάσα, με μια δόση αμερικάνικου αλατοπίπερου στην προφορά της. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και μπήκε στην αυλής μου.

Άνοιξα την αγκαλιά μου και τον υποδέχτηκα. Μετά φίλησα τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, τ’ ανίψια μου. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου για τα χρόνια που έζησε μακριά μας. Μπήκε στο σπίτι. Το κοιτούσε και δε χόρταινε να το βλέπει. Πόσες αναμνήσεις έκρυβε εδώ! Μετά βγήκε στον κήπο. «Πού πήγε η καρυδιά;» ρώτησε. «Την κόψαμε πριν από τριάντα χρόνια. Έκρυβε τον ήλιο και δεν άφηνε τα δέντρα που ήταν στα πόδια της να προοδεύσουν!». «Κακώς!» είπε κοφτά.

Σε λίγο καθίσαμε στο τραπέζι. Το φαγητό ήταν έτοιμο, λαχταριστό και μυρωδάτο. Ο αδερφός μου έφαγε με μεγάλη όρεξη. Είπαμε, το βυζάντι ήταν το αγαπημένο του. Αφού χόρτασε, σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο. Σκέφτηκα πως θα ήθελε να περπατήσει μόνος, να ξαναδεί τα μέρη που έπαιζε παιδί, να φρεσκάρει τη μνήμη μου. Δεν τον ακολούθησα. Εμείς μείναμε στο τραπέζι, πίναμε κρασί και κουβεντιάζαμε.

Ξαφνικά άκουσα πέτρες να κυλούν, σαν να έπεφτε ένας τοίχος. Βγήκα ανήσυχη να δω τι συμβαίνει. Είδα τον Μανόλη να γκρεμίζει με τα χέρια του τον ψηλό τοίχο, τρία μέτρα μπόι, που στήριζε την αυλή μου. «Τι κάνεις, αδερφέ; Τρελάθηκες; Γιατί γκρεμίζεις τον τοίχο μου;». «Ποιος τον έχτισε; Εδώ υπήρχε άλλος τοίχος, παλιός!» φώναξε. «Ήταν ετοιμόρροπος και πριν από χρόνια έβαλα μάστορα κι έχτισε δεύτερο τοίχο απέξω να στηρίζει και τον μέσα» του είπα. «Δηλαδή ο παλιός τοίχος υπάρχει πίσω απ’ τον καινούριο;» ρώτησε. «Υπάρχει!» είπα. «Τότε θα γκρεμίσω τον νέο, να φτάσω στον παλιό!» φώναξε με παράφορο ενθουσιασμό. «Τι λες, ρε παλαβέ; Θα μου γκρεμίσεις την αυλή;». «Πριν πενήντα χρόνια είχα κρύψει όπλα μέσα στον παλιό τοίχο. Τα θέλω!». Είδα κι έπαθα να τον απομακρύνω απ’ τον τοίχο μου.

Θυμήθηκα τη γιαγιά μου –σοφή γυναίκα– που έλεγε πως «πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου και μετά το χούι του».

Ένα μήνα έμεινε ο Μανόλης στο νησί. Μέχρι να επιστρέψει στην Αμερική φύλαγα σκοπιά, μέρα και νύχτα, μην έρθει και γκρεμίσει τον τοίχο μου να γυρεύει τα πιστόλια του. Όταν έφυγε, ησύχασα.

[1]

Κατηγορία ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

Απόκριες, μια συνόψιση του Βασίλης Γεργατσούλη

1 Μαρτίου 2024 από και με ετικέτα , ,

 

a

Μια συνόψιση που έκανα για τις Απόκριες δημοσιεύτηκε στο “Εκπαιδευτικό Βήμα”. Ευχαριστώ πολύ! Διαβάστε στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

https://ekpaideutikovima.blogspot.com/…/blog-post.html…

Απόκριες (μια συνόψιση του Βασίλη Γεργατσούλη)

Η αποκριά διαρκεί τρεις βδομάδες. Ονομάζεται Τριώδιο, από τις «τρεις ωδές», τρεις ύμνους που λέμε στην εκκλησία. Ανάλογη σημασία με την ελληνική λέξη αποκριά έχει και η λατινική λέξη καρναβάλι (Carne=κρέας και Vale=περνάει, δηλ. αποχή από το κρέας).

Η πρώτη εβδομάδα της αποκριάς τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου και λέγεται Προφωνή, γιατί παλιά προφωνούσαν, διαλαλούσαν ότι άρχιζαν οι Απόκριες. Λέγεται και «Απολυτή», επειδή πιστεύουν ότι οι ψυχές των πεθαμένων ελευθερώνονται και κυκλοφορούν στο πάνω κόσμο. Η δεύτερη λέγεται Κρεατινή, επειδή έτρωγαν κρέας και δε νήστευαν ούτε την Τετάρτη και Παρασκευή. Τη βδομάδα αυτή έτρωγαν και γλεντούσαν χωρίς θρησκευτικούς περιορισμούς. Η Πέμπτη της ονομάζεται Τσικνοπέμπτη («τσίκνα», μυρωδιά καμένου κρέατος). Η Κυριακή της Αποκριάς (απέχω από κρέας) ονόμασε όλη την περίοδο. Η τρίτη εβδομάδα λέγεται «Τυρινή» ή «Μακαρονού» ή «Τρανή Αποκριά», γιατί έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα ή χειροποίητα μακαρόνια, σαν ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας, για να προετοιμαστούν σταδιακά για τη νηστεία της Σαρακοστής. Τότε έπαιζαν το «χάσκα»: η μητέρα έπαιρνε ένα σφιχτοβρασμένο αβγό, το καθάριζε και το έδενε με νήμα και το στερέωνε στην άκρη ενός ξύλου. Μόλις τελείωνε το τραπέζι της Τυρινής, έπαιρνε το ξύλο με το αιωρούμενο αβγό και το περιέφερε ως εκκρεμές μπροστά στο στόμα όλων. Όποιος το έπιανε νικούσε. Εύχονταν, «με αβγό το κλείνω, με αβγό να το ανοίξω», ενν. το Πάσχα με τα κόκκινα αβγά. Την τυρινή εβδομάδα οι άνθρωποι δεν έπλεναν το κεφάλι τους για να μη γίνουν τα μαλλιά τους άσπρα σαν τυρί.

Καθαρά Δευτέρα:
Με την Καθαρά Δευτέρα αρχίζει η Σαρακοστή (λέγεται έτσι γιατί έχουμε 40 μέρες νηστείας). Τη μέρα αυτή πετάμε χαρταετούς. Η Καθαρά Δευτέρα σε πολλές περιοχές αποτελεί συνέχεια στο πνεύμα της Αποκριάς με έθιμα που αποσκοπούν στη γονιμότητα και στην ευετηρία (ευ+έτος= καλή χρονιά. Παλιά πρωτοχρονιά ήταν η 1 Μαρτίου). Σε πολλούς τόπους πραγματοποιούνται διάφορα δρώμενα. Στο δρώμενο του «Καλόγερου» στη Θράκη έχουμε συμβολικές αναπαραστάσεις θανάτου και ανάστασης (θάνατος της φύσης τον χειμώνα και ανάστασή της την άνοιξη) και τελετουργική άροση-όργωμα μπροστά στην εκκλησία με αλέτρι και σπορά, που μας μεταφέρει σε προδιονυσιακές τελετές (υνί, σύμβολο γονιμότητας της γης).

Νηστεία της Σαρακοστής
Η νηστεία της Σαρακοστής είναι αυστηρότατη. Γι’ αυτό έλεγαν και το δίστιχο: «Πέρασαν οι αποκριές με λύρες, με παιχνίδια, / και ήρθε η σαρακοστή μ’ ελιές και με κρομμύδια». Υπάρχει αποχή από ορισμένα είδη τροφών και ποτών, τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών, όχι πλήρη ασιτία. Παλιά νήστευαν και οι έγκυες, οι άρρωστοι και τα παιδιά. Μόνο σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας διέκοπταν τη νηστεία. Η νηστεία προετοιμάζει τους πιστούς για τη μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση. Η Σαρακοστή παριστάνεται ως γυναίκα ξερακιανή, αυστηρή, χωρίς στόμα, γιατί δεν πρέπει να τρώει, με επτά πόδια, όσες και οι εβδομάδες μέχρι το Πάσχα. Την έφτιαχναν από ζυμάρι ή πανί παραγεμισμένο με πούπουλα και την κρεμούσαν από το ταβάνι. Κάθε βδομάδα έκοβαν από ένα πόδι κι έτσι προχωρούσε ο χρόνος ως το Πάσχα.

Ψυχοσάββατα (λατρεία των νεκρών).
Είναι τα δύο Σάββατα πριν την Κυριακή της Απόκρεω και την Κυριακή της Τυρινής και το πρώτο Σάββατο μετά την Καθαρά Δευτέρα (των Αγ. Θεοδώρων). Συνηθιζόταν η μετάβαση στα νεκροταφεία. Τα ψυχοσάββατα μας πάνε πίσω στους αρχαίους Έλληνες, στους οποίους αυτή ήταν εποχή γιορτής για την αναμονή της άνοιξης. Η γιορτή περιελάμβανε τελετουργικά αφιερωμένα στην «νέα ζωή» (μπουμπούκιασµα δέντρων, λουλουδιών…) και στις ψυχές των νεκρών που πίστευαν ότι ανέβαιναν στον «πάνω κόσμο» την 1η Μαρτίου. Η χριστιανική εκκλησία προσπάθησε να υποβιβάσει τις παγανιστικές τελετές και να τις αντικαταστήσει µε χριστιανικές πρακτικές.

Γαϊτανάκι
Έθιμο που γινόταν σε πλατείες πόλεων και χωριών. Είναι ένας χορός. Οι χορευτές ντυμένοι µε παραδοσιακές στολές χορεύουν σε κύκλο κρατώντας πολύχρωμες κορδέλες που στερεώνονται στην κορυφή ενός μακριού κονταριού το οποίο βρίσκεται στην μέση του κύκλου. Καθώς χορεύουν οι κορδέλες τυλίγονται γύρω από το κοντάρι.

Μεταμφιέσεις, Καρναβάλι
Τις μέρες αυτές οι άνθρωποι γλεντούν και μασκαρεύονται. Το μασκάρεμα έχει τις ρίζες του στις «Διονυσιακές γιορτές» των αρχαίων Ελλήνων, όπου οι άνθρωποι τιμούσαν τον θεό του κρασιού με μεταμφιέσεις, χορούς και τραγούδια. Η Κυριακή της Τυρινής είναι η μέρα της Παρέλασης των Καρνάβαλων από μεταμφιεσμένους χορευτές και άρματα. Κάθε άρμα της παρέλασης είναι διαφορετικό και διακωμωδούν καταστάσεις και γεγονότα. Υπάρχει κατά τόπους ποικιλία μεταμφιέσεων (Κουδουνάτοι, Κουκούγεροι, Μπούλες, Γενίτσαροι, Γέροι), με αναπαραστάσεις γάμων, θανάτου και ανάστασης, παρωδίες δικαστηρίων, τιμωρίες και δίκες.

Άσεμνα και βωμολοχικά στοιχεία
Το καρναβάλι, οι ομάδες των μεταμφιεσμένων και οι διασκεδάσεις των ημερών της αποκριάς χαρακτηρίζονται από την έντονη χρήση άσεμνων τραγουδιών, αφηγήσεων και μιμικών πράξεων (βλ. έθιμο «πιπέρι», εικονική άροση…). Αυτά δεν σχετίζονται με τη σύγχρονη πορνολογία, αλλά τα χαρακτήριζε μια γονιμική διάσταση. Οι απόκριες, που γιορτάζονται τον τελευταίο μήνα του χειμώνα, αποτελούσαν για τους αρχαίους μια γιορτή για την αναγέννηση της φύσης και της ζωής, η οποία κατά τον χειμώνα λογίζεται νεκρή. Οι άνθρωποι, με άλλα λόγια, χαίρονται που τελειώνει ο χειμώνας και αναγεννιέται η φύση και προσπαθούν με μαγικές πράξεις να εκβιάσουν και να επιταχύνουν τον ερχομό της άνοιξης. Σύμβολα της αναγέννησης της φύσης είναι το υνί και ο σπόρος (γι’ αυτό σε πολλά δρώμενα εμφανίζεται η εικονική άροση και σπορά), τα θαλερά κλαδιά (κλαδιά με πράσινα φύλλα) και το ανδρικό γεννητικό όργανο (γι’ αυτό πραγματοποιούνταν πομπές φαλλοφόρων). Επομένως το άσεμνο στοιχείο της αποκριάς (ανέκδοτα, αφηγήσεις, τραγούδια, δρώμενα) είχε από παλιά (και διατηρεί σε μικρότερο βαθμό ως σήμερα) γονιμικό, αναγεννητικό συμβολισμό.

Κατηγορία ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ | 19 Σχόλια »

ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΓΕΡΓΑΤΣΟΥΛΗ

10 Μαρτίου 2023 από και με ετικέτα , , , , , , , , , ,

Νέο βιβλίο από τον Βασίλη Γεργατσούλη

Κατηγορία ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ | 19 Σχόλια »

ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: 2 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ.

22 Απριλίου 2022 από και με ετικέτα , , , , ,

1150  basil 2
Δυο αιτιολογικές παραδόσεις, για τον μεταξοσκώληκα και τον βασιλικό, που σχετίζονται με τα θεία πάθη. Διαβάστε στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

Κατηγορία ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ | 19 Σχόλια »

Απόκριες (μια συνόψιση του Βασίλη Γεργατσούλη)

22 Φεβρουαρίου 2022 από και με ετικέτα , , , ,

290216

Απόκριες (μια συνόψιση του Βασίλη Γεργατσούλη)

Η αποκριά διαρκεί τρεις βδομάδες. Ονομάζεται Τριώδιο, από τις «τρεις ωδές», τρεις ύμνους που λέμε στην εκκλησία. Ανάλογη σημασία με την ελληνική λέξη αποκριά έχει και η λατινική λέξη καρναβάλι (Carne=κρέας και Vale=περνάει, δηλ. αποχή από το κρέας).

Η πρώτη εβδομάδα της αποκριάς τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου και λέγεται Προφωνή, γιατί παλιά προφωνούσαν, διαλαλούσαν ότι άρχιζαν οι Απόκριες. Λέγεται και «Απολυτή», επειδή πιστεύουν ότι οι ψυχές των πεθαμένων ελευθερώνονται και κυκλοφορούν στο πάνω κόσμο. Η δεύτερη λέγεται Κρεατινή, επειδή έτρωγαν κρέας και δε νήστευαν ούτε την Τετάρτη και Παρασκευή. Τη βδομάδα αυτή έτρωγαν και γλεντούσαν χωρίς θρησκευτικούς περιορισμούς. Η Πέμπτη της ονομάζεται Τσικνοπέμπτη («τσίκνα», μυρωδιά καμένου κρέατος). Η Κυριακή της Αποκριάς (απέχω από κρέας) ονόμασε όλη την περίοδο. Η τρίτη εβδομάδα λέγεται «Τυρινή» ή «Μακαρονού» ή «Τρανή Αποκριά», γιατί έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα ή χειροποίητα μακαρόνια, σαν ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας, για να προετοιμαστούν σταδιακά για τη νηστεία της Σαρακοστής. Τότε έπαιζαν το «χάσκα»: η μητέρα έπαιρνε ένα σφιχτοβρασμένο αβγό, το καθάριζε και το έδενε με νήμα και το στερέωνε στην άκρη ενός ξύλου. Μόλις τελείωνε το τραπέζι της Τυρινής, έπαιρνε το ξύλο με το αιωρούμενο αβγό και το περιέφερε ως εκκρεμές μπροστά στο στόμα όλων. Όποιος το έπιανε νικούσε. Εύχονταν, «με αβγό το κλείνω, με αβγό να το ανοίξω», ενν. το Πάσχα με τα κόκκινα αβγά. Την τυρινή εβδομάδα οι άνθρωποι δεν έπλεναν το κεφάλι τους για να μη γίνουν τα μαλλιά τους άσπρα σαν τυρί.

Καθαρά Δευτέρα:
Με την Καθαρά Δευτέρα αρχίζει η Σαρακοστή (λέγεται έτσι γιατί έχουμε 40 μέρες νηστείας). Τη μέρα αυτή πετάμε χαρταετούς. Η Καθαρά Δευτέρα σε πολλές περιοχές αποτελεί συνέχεια στο πνεύμα της Αποκριάς με έθιμα που αποσκοπούν στη γονιμότητα και στην ευετηρία (ευ+έτος= καλή χρονιά. Παλιά πρωτοχρονιά ήταν η 1 Μαρτίου). Σε πολλούς τόπους πραγματοποιούνται διάφορα δρώμενα. Στο δρώμενο του «Καλόγερου» στη Θράκη έχουμε συμβολικές αναπαραστάσεις θανάτου και ανάστασης (θάνατος της φύσης τον χειμώνα και ανάστασή της την άνοιξη) και τελετουργική άροση-όργωμα μπροστά στην εκκλησία με αλέτρι και σπορά, που μας μεταφέρει σε προδιονυσιακές τελετές (υνί, σύμβολο γονιμότητας της γης).

Νηστεία της Σαρακοστής
Η νηστεία της Σαρακοστής είναι αυστηρότατη. Γι’ αυτό έλεγαν και το δίστιχο: «Πέρασαν οι αποκριές με λύρες, με παιχνίδια, / και ήρθε η σαρακοστή μ’ ελιές και με κρομμύδια». Υπάρχει αποχή από ορισμένα είδη τροφών και ποτών, τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών, όχι πλήρη ασιτία. Παλιά νήστευαν και οι έγκυες, οι άρρωστοι και τα παιδιά. Μόνο σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας διέκοπταν τη νηστεία. Η νηστεία προετοιμάζει τους πιστούς για τη μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση. Η Σαρακοστή παριστάνεται ως γυναίκα ξερακιανή, αυστηρή, χωρίς στόμα, γιατί δεν πρέπει να τρώει, με επτά πόδια, όσες και οι εβδομάδες μέχρι το Πάσχα. Την έφτιαχναν από ζυμάρι ή πανί παραγεμισμένο με πούπουλα και την κρεμούσαν από το ταβάνι. Κάθε βδομάδα έκοβαν από ένα πόδι κι έτσι προχωρούσε ο χρόνος ως το Πάσχα.

Ψυχοσάββατα (λατρεία των νεκρών).
Είναι τα δύο Σάββατα πριν την Κυριακή της Απόκρεω και την Κυριακή της Τυρινής και το πρώτο Σάββατο μετά την Καθαρά Δευτέρα (των Αγ. Θεοδώρων). Συνηθιζόταν η μετάβαση στα νεκροταφεία. Τα ψυχοσάββατα μας πάνε πίσω στους αρχαίους Έλληνες, στους οποίους αυτή ήταν εποχή γιορτής για την αναμονή της άνοιξης. Η γιορτή περιελάμβανε τελετουργικά αφιερωμένα στην «νέα ζωή» (μπουμπούκιασµα δέντρων, λουλουδιών…) και στις ψυχές των νεκρών που πίστευαν ότι ανέβαιναν στον «πάνω κόσμο» την 1η Μαρτίου. Η χριστιανική εκκλησία προσπάθησε να υποβιβάσει τις παγανιστικές τελετές και να τις αντικαταστήσει µε χριστιανικές πρακτικές.

Γαϊτανάκι
Έθιμο που γινόταν σε πλατείες πόλεων και χωριών. Είναι ένας χορός. Οι χορευτές ντυμένοι µε παραδοσιακές στολές χορεύουν σε κύκλο κρατώντας πολύχρωμες κορδέλες που στερεώνονται στην κορυφή ενός μακριού κονταριού το οποίο βρίσκεται στην μέση του κύκλου. Καθώς χορεύουν οι κορδέλες τυλίγονται γύρω από το κοντάρι.

Μεταμφιέσεις, Καρναβάλι
Τις μέρες αυτές οι άνθρωποι γλεντούν και μασκαρεύονται. Το μασκάρεμα έχει τις ρίζες του στις «Διονυσιακές γιορτές» των αρχαίων Ελλήνων, όπου οι άνθρωποι τιμούσαν τον θεό του κρασιού με μεταμφιέσεις, χορούς και τραγούδια. Η Κυριακή της Τυρινής είναι η μέρα της Παρέλασης των Καρνάβαλων από μεταμφιεσμένους χορευτές και άρματα. Κάθε άρμα της παρέλασης είναι διαφορετικό και διακωμωδούν καταστάσεις και γεγονότα. Υπάρχει κατά τόπους ποικιλία μεταμφιέσεων (Κουδουνάτοι, Κουκούγεροι, Μπούλες, Γενίτσαροι, Γέροι), με αναπαραστάσεις γάμων, θανάτου και ανάστασης, παρωδίες δικαστηρίων, τιμωρίες και δίκες.

Άσεμνα και βωμολοχικά στοιχεία
Το καρναβάλι, οι ομάδες των μεταμφιεσμένων και οι διασκεδάσεις των ημερών της αποκριάς χαρακτηρίζονται από την έντονη χρήση άσεμνων τραγουδιών, αφηγήσεων και μιμικών πράξεων (βλ. έθιμο «πιπέρι», εικονική άροση…). Αυτά δεν σχετίζονται με τη σύγχρονη πορνολογία, αλλά τα χαρακτήριζε μια γονιμική διάσταση. Οι απόκριες, που γιορτάζονται τον τελευταίο μήνα του χειμώνα, αποτελούσαν για τους αρχαίους μια γιορτή για την αναγέννηση της φύσης και της ζωής, η οποία κατά τον χειμώνα λογίζεται νεκρή. Οι άνθρωποι, με άλλα λόγια, χαίρονται που τελειώνει ο χειμώνας και αναγεννιέται η φύση και προσπαθούν με μαγικές πράξεις να εκβιάσουν και να επιταχύνουν τον ερχομό της άνοιξης. Σύμβολα της αναγέννησης της φύσης είναι το υνί και ο σπόρος (γι’ αυτό σε πολλά δρώμενα εμφανίζεται η εικονική άροση και σπορά), τα θαλερά κλαδιά (κλαδιά με πράσινα φύλλα) και το ανδρικό γεννητικό όργανο (γι’ αυτό πραγματοποιούνταν πομπές φαλλοφόρων). Επομένως το άσεμνο στοιχείο της αποκριάς (ανέκδοτα, αφηγήσεις, τραγούδια, δρώμενα) είχε από παλιά (και διατηρεί σε μικρότερο βαθμό ως σήμερα) γονιμικό, αναγεννητικό συμβολισμό.

ΑΠΟΚΡΙΕΣ. ΜΙΑ ΣΥΝΟΨΙΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΓΕΡΓΑΤΣΟΥΛΗ

 

Κατηγορία ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ | 19 Σχόλια »

ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΟΥ

31 Μαΐου 2021 από και με ετικέτα , , , , , ,

Βασίλης Γεργατσούλης, «Μακαρόνια με… μακαρόνια» (μυθιστόρημα), εκδόσεις 24 Γράμματα.
Σε όλα τα βιβλιοπωλεία
Μπορείτε, ακόμα, να τα παραγγείλετε και τηλεφωνικά 210 612 70 74,
αντικαταβολή, κούριερ, παράδοση την επόμενη εργάσιμη
ΔΩΡΕΑΝ ΕΞΟΔΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ
του ιδίου από τις εκδ. 24γράμματα «Πέντε κραυγές» https://24grammata.com/product/00573/
Είναι όμορφο να βλέπεις τι εντύπωση κάνει το λογοτεχνικό σου έργο σε αναγνώστες. Παραθέτω μερικές απόψεις-κρίσεις:
Το σχόλιο της Ντόρας Παπαγεωργίου:
Λίγο τα σχόλια στο οπισθόφυλλο (….τι σόι παραμύθια γράφετε στα βιβλία σας οι λαογράφοι; Τα βιβλία είναι νεκρά πράγματα. Η αφήγηση θέλει τζάκι και παρέα. Θέλει ζωντανούς ανθρώπους να καβγαδίζουν και να φιλιώνουν….), λίγο η περιέργεια από τον τόσο ιδιαίτερο τίτλο, καθώς και το εξαιρετικό σχόλια της Μαίρης Βαβουράκη, με οδήγησαν να πάρω στα χέρια μου το βιβλίο του εκλεκτού δάσκαλου, συγγραφέα και φίλου Βασίλη Γεργατσούλη. Και από την πρώτη ήδη σελίδα ήρθε η έκπληξη. Το διάβασα απνευστί. Ολοζώντανο κείμενο (βοηθά και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση), πλουσιότατο λεξιλόγιο, πρωτότυπο περιεχόμενο, εξαιρετική ηθογράφηση των χαρακτήρων, θεατρικότητα. Διδάκτωρ λαογραφίας εξάλλου και ο ίδιος ο συγγραφέας, εύστοχα κινείται σε γνώριμα εδάφη από τη δική του προσωπική έρευνα και ενασχόληση και μας μυεί στα άδυτα της επιστήμης του και στους προβληματισμούς που ενίοτε αυτή γεννά.
Ένας ολόκληρος κόσμος, μακριά από το δικό μας αφιλόξενο αστικό περιβάλλον ξεδιπλώνεται στις σελίδες του βιβλίου. Η ηρωίδα, η Μελπομένη ( …γλυκό όνομα, έχει και μέλι στην αρχή του…. ) είναι μια χαρακτηριστική αγράμματη μεν, -αλλά όχι αμόρφωτη όπως χαρακτηριστικά η ίδια δηλώνει,- γυναίκα ενός χωριού που η φήμη της ως πολυλογού, πιο γρήγορα ταξιδεύει από την γλώσσα της. Αυτή, της κουβαλά στο σπίτι, δύο λαογράφους που αναζητούν παλιές ιστορίες και παραμύθια για να τα καταγράψουν.
– Θα μου πείτε ένα παραμύθι, κυρία Μελπομένη;
– Όταν υπάρχει η ζωή, τι τα θες τα παραμύθια γιε μου;
Κάπως έτσι αρχίζουν να ξεδιπλώνονται ιστορίες. Παραμύθια και πραγματικότητα, φαντασία και λογική, αλήθειες και ψέματα, μισές κι ολόκληρες ιστορίες, όλα μπλέκονται σε ένα κουβάρι δυσεπίλυτων προβληματισμών. Επιστρατεύεται αυτό το αστείρευτο και πηγαίο χιούμορ της Μελπομένης, προκειμένου να αναδειχθεί η σημασία του παραμυθιού για τα ανθρώπινα, η δύναμή του στον αντίποδα της ανθρώπινης αδυναμίας. Γιατί μπορείς να καταγράψεις μια συνομιλία στο μαγνητόφωνο. Όμως αυτή την άμορφη και διάχυτη αίσθηση της ατμόσφαιρας, την γκριμάτσα, το τρεμούλιασμα της φωνής, τον ψυχισμό του συνομιλητή, πώς να τα χωρέσεις σε σελίδες; Κι αν τα χωρέσεις, τότε τα έχεις σκοτώσει. Γιατί παύουν να είναι ζωντανά. Να ζυμώνονται, να αλλάζουν, να ταξιδεύουν.
– Παραμύθια δεν θέλατε; Παραμύθια θα σας πω. Αλλά με τους δικούς μου όρους, δηλώνει η Μελπομένη.
Αν και η ίδια ζει μια συμβατική ζωή στο χωριό, η φαντασία της και τα ερεθίσματα του χώρου, την οδηγούν σε μια άφοβη σύνδεση με το εξωλογικό και εντέλει επιλέγει να κινείται απελευθερωτικά και έξω από παραδεδομένες αντιλήψεις.
Και το τέλος; Ανατρεπτικό, λυτρωτικό, σοφό και ταυτόχρονα …τόσο γευστικό όσο ένα τραπέζι με μακαρόνια, με μακαρόνια, με… μακαρόνια.
ΥΓ.: Κάποιοι λέτε πως είστε μεγάλοι για παραμύθια, μα…. παραδεχτείτε το. Όλοι ψάχνετε το παραμύθι σας.
Βασίλη συγχαρητήρια! Ευχαριστώ για την απόλαυση που μου έδωσαν τα μακαρόνια με μακαρόνια σου.
Το σχόλιο της Μαίρης Βαβουράκη:
Ο μονόλογος της τρισχαριτωμένης κυρίας Μελπομένης διαβάζεται μονορούφι. Αν και είναι ανάλαφρος και διασκεδαστικός, έχει , ωστόσο, πολλά ενδιαφέροντα σημεία για να σταθείς, να προβληματιστείς να επανεκτιμήσεις καταστάσεις, να δεις τα πράγματα κι από μια άλλη σκοπιά ή και να συνειδητοποιήσεις κάποια πράγματα που γνώριζες , μα είχες προσπεράσει χωρίς να τα σκεφτείς.
Η κυρία Μελπομένη εκπροσωπεί τις παλιές γυναίκες που ήξεραν να λένε παραμύθια, που αν και αγράμματες γνώριζαν απ έξω κι ανακατωτά τα άγραφα τις παράδοσης, που χωρίς να έχουν ίσα δικαιώματα με τους άντρες μελετούσαν από το σπίτι τους, τους χαρακτήρες των ανθρώπων και τις εκφάνσεις της ζωή κι είχαν πάντα κάτι σοφό να πουν γι αυτά ,που έπλεκαν δαντέλες καθισμένες στα πεζούλια της γειτονιάς παρέα με τις γειτόνισσες…
Παρ όλο , όμως που εκπροσωπεί την παραδοσιακή γυναίκα η πολυλογού και καθ’ όλα συμπαθέστατη ηρωίδα παρουσιάζει και μια βασική διαφορά απ αυτήν. Απεχθάνεται το τετριμμένο παραδοσιακό στοιχείο, Θεωρεί βαρετη την ακριβή επανάληψη ενώ αγαπά το εύπλαστο, το εξελίξιμο, το διαφορετικό. Σέβεται και αγαπά την παράδοση χωρίς να προσκολλάται σ αυτή. Τολμά με τα παραμύθια της να την πάρει από το χέρι και να την περπατήσει σε δρόμους περισσότερο μοντέρνους προσαρμόζοντας την στη σύγχρονη εποχή και κάνοντας το παραμύθι πιο προσιτό στους σημερινούς νέους. Όλα αυτά τα καταφέρνει χωρίς να προκαλέσει σε κανέναν δυσφορία εκτός ίσως από τον κύριο Τρύφωνα Ψαχνογυρευόπουλο, αλλά και σ αυτόν μόνο για λίγο.????
Αν λοιπόν δεν ήταν αγράμματη – διότι μορφωμένη είναι όπως δηλώνει η ίδια κι εμείς συμφωνούμε μαζί της- θα μπορούσε με τα γραπτά της ίσως, όπως ” δίνει κλώτσο στην ανέμη να γυρίσει , παραμύθι ν αρχινήσει” , να δώσει κλωτσιά και σ αυτόν τον κόσμο να κάνει ένα βήμα παρακάτω…
(Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας συμφωνεί μαζί μου , μα εγώ έτσι τη σχεδίασα στο νου μου την αξιαγάπητη κυρία Μέλπω)
Αγαπώ την κυρία Μελπομένη, γιατί μ έκανε να διαβάζω 141 σελίδες μ ενα μόνιμο χαμόγελο, γιατί θυμήθηκα τη γιαγιά μου κ την κυρία Ευσεβία με τις δαντέλες τους και τ αστεία τους κι εμένα να τους κρατάω τις κλωστές να τυλίγουν τα κουβάρια και γιατί σε κάποιο σημείο τα λόγια της μου έφεραν στο νου τα λόγια μιας πολύ αγαπημένης μου καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο, της Λίτσας Χατζοπούλου που μας έλεγε: ” Διαβάστε Ό, τι σοβαρό θέλετε μέχρι τα 30. Από τα 30 και μετά μόνο Μίκυ Μάους και Ποπάυ”
Πολύ αγαπάμε κυρία Μελπομένη!????❤
Το σχόλιο της Άννας Καραγιάννη:
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για τη λαϊκή λογοτεχνία με κωμικό χαρακτήρα που κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή. Ο τρόπος γραφής και αφήγησης, τα κωμικά στοιχεία που περιέχει και το ύφος του, κατορθώνουν να ευθυμήσουν τον αναγνώστη, να τον κάνουν να γελάσει, αλλά παράλληλα να τον ενημερώσουν για τη λαϊκή παράδοση και να τον προβληματίσουν.
Το προτείνω ανεπιφύλακτα!!!
Παραθέτω το κείμενο της Νίκης Σκουτέρη για το μυθιστόρημα “Μακαρόνια με… μακαρόνια” του Βασίλη Γεργατσούλη, εκδόσεις 24 Γράμματα:
Ως λαογραφία ορίζεται εκείνη η επιστήμη που ασχολείται με όλες τις εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού. Εξετάζει, καταγράφει και ταξινομεί όλα όσα ένας λαός κατά παράδοση λέγει, ενεργεί και πράττει σε συλλογικό επίπεδο ψυχικής και κοινωνικής ζωής του λαού σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο και συνεπώς ποικίλει. Κατηγορίες, τις οποίες θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ως αντικείμενο έρευνας της λαογραφικής επιστήμης στον πνευματικό βίο αποτελούν και τα παραμύθια. (Πληροφορίες από Bικιπαίδεια)
Για να τα μελετήσει όμως ως μέθοδο χρησιμοποιεί μικρές ομάδες ανθρώπων, τις εξετάζει στο φυσικό τους περιβάλλον. Οι λαογραφικές αφηγήσεις είναι λεπτομερειακές διότι από εκεί αντιλαμβανόμαστε την τοπική ιστορία αλλά κι ερμηνευτικές διότι έτσι κατανοούμε την συμπεριφορά μιας κοινωνίας κυρίως σε τοπικό επίπεδο.
Για να καταγραφεί στην περίπτωσή μας ένα παραμύθι ο λαογράφος οφείλει να αναζητήσει ένα τοπικό ή και ξεχασμένο παραμύθι, να το καταγράψει με οπτικοακουστικό υλικό και με ημερολογιακές καταχωρήσεις. Φυσικά πρέπει να αναζητηθούν οι πηγές και οι παλαιότερες αναφορές σε ένα συγκεκριμένο παραμύθι που αναζητά ο λαογράφος με ευρήματα από το παρελθόν ώστε να ταξινομηθούν σε συλλογές και οπτικοακουστικού υλικού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία.
Η αναφορά αυτή στην λαογραφική επιστήμη, στην τεχνική της και στη μεθοδολογία της κρίνω ότι είναι απαραίτητη διότι μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις εξελίξεις και τα γεγονότα που σηματοδοτούν το μυθιστόρημα «Μακαρόνια με … μακαρόνια» του λαογράφου, εκπαιδευτικού και συγγραφέα Βασίλη Γεργατσούλη των εκδόσεων 24 γράμματα. Στο μυθιστόρημα κυριαρχεί έντονα το χιούμορ και η ανάγνωση κυλά φυσικά και αβίαστα με έντονη την περιέργεια για την εξέλιξη της υπόθεσης.
Η ιστορία ξεκινά με έναν λαογράφο που πηγαίνει σε ένα χωριό για να καταγράψει παραμύθια από μια αγράμματη ηλικιωμένη αφηγήτρια που η ίδια όμως θεωρεί τον εαυτό της πιο έξυπνη από τον επιστήμονα. Άθελά της και λόγω της απλότητάς της θα σύρει τον λαογράφο σε κωμικοτραγικές περιπέτειες προσπαθώντας να υπερασπιστεί όρκους προς τον σύζυγό της και τα παραμύθια που η γιαγιά της την μύησε σε αυτά. Ο κ. Γεργατσούλης μας προβληματίζει ευχάριστα και μας κάνει να γελάσουμε στο βιβλίο του, περνώντας ευχάριστα τον χρόνο ανάγνωσής μας. Η ηρωίδα , η κ. Μελπομένη είναι μια χωριάτισσα πολυλογού, όπως την αποκαλούν οι συντοπίτες της. Πεισματάρα, ισχυρογνώμων, απρόβλεπτη, εύστροφη, σταράτη στο λόγο της, ευτυχισμένη από τη ζωή της, περήφανη και αγράμματη κατορθώνει να διδάξει τους δύο λαογράφους ότι ένα λαϊκό παραμύθι αποτελείται από «μακαρόνια με …μακαρόνια». Ο κ. Γεργατσούλης μας εισάγει στον τόπο και τον χρόνο αλλά και στον χαρακτήρα των ανθρώπων. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό ενώ έντονη είναι και η ηθικότητα των ηρώων του. Ο συγγραφέας χειρίζεται την εξέλιξη της ιστορίας με δεξιοτεχνία λόγω και των γνώσεών του. Παραστατικές εικόνες , εκφραστικά μέσα , αποφθεγματικό ύφος, λαογραφικά στοιχεία , κωμικές καταστάσεις ολοκληρώνουν το εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα.
Ένα βιβλίο που αξίζει να βρίσκεται σε κάθε σπίτι και μόνο ευχάριστες εντυπώσεις και χαμόγελα θα προσφέρει. Σημαντικό είναι να αναφέρω ότι το μυθιστόρημα βραβεύτηκε στον 34ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Π.Ε.Λ.
Εύχομαι να αγαπηθεί και να ταξιδέψει παντού!
©Νίκη Σκουτέρη, 19/08/2021

Κατηγορία ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | 19 Σχόλια »

ΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΣΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ

25 Μαΐου 2021 από και με ετικέτα , , ,

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΩΝ ΝΕΩΝ
ΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΣΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ
Μπορείτε να ακούσετε την εισήγησή μου, για αφηγήσεις που σχετίζονται με την επανάσταση του 1821 στα Δωδεκάνησα, στον παρακάτω σύνδεσμο (από το 52:05 έως 1:32:00 λεπτό): https://www.youtube.com/watch?v=tnm4LBoDQZ4

Κατηγορία ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ | 19 Σχόλια »

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Β. ΓΕΡΓΑΤΣΟΥΛΗ ΣΤΗ ΒΑΣΩ ΚΑΝΙΩΤΗ

12 Μαρτίου 2021 από και με ετικέτα , , ,

Ευχαριστώ πολύ τη Βάσω Κανιώτη για τη συνέντευξη που μου πήρε με αφορμή την έκδοση του νέου μυθιστορήματός μου “Μακαρόνια με… μακαρόνια” (εκδόσεις 24 Γράμματα).

Ο Βασίλης Γεργατσούλης έρχεται μέσα από το καινούριο του μυθιστόρημα να μας κάνει να γελάσουμε αλλά και να προβληματιστούμε. Το μυθιστόρημά του, λοιπόν, που φέρει τον τίτλο «Μακαρόνια με… μακαρόνια» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24 γράμματα, βραβεύτηκε στον 34ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Π.Ε.Λ. Σήμερα έχουμε την χαρά να τον φιλοξενούμε στον χώρο μας και να συνομιλούμε μαζί του για τη μεγάλη του αγάπη, τη συγγραφή.

Ας τον αφήσουμε να μας ξεναγήσει στον συγγραφικό του κόσμο.

1) Ξετυλίγοντας το νήμα της συγγραφικής σου πορείας, θα ήθελα να το πάρουμε απ’ την αρχή και να μας πεις πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τη συγγραφή, καθώς και τους λόγους που αποφάσισες να αγγίξεις αυτή την τέχνη.

Β.Γ. : Κυρία Κανιώτη, ευχαριστώ για την πρόσκληση. Προφανώς δε σκέφτηκα μια μέρα «ας γίνω συγγραφέας» κι έγινα. Αυτό ήρθε ως κατάληξη μιας μακράς πορείας. Ξεκίνησα να γράφω τη δεκαετία του 1990. Οι πρώτες απόπειρες έγιναν στην έμμετρη ποίηση. Εκείνη την εποχή έπαιζα μπουζούκι κι έγραφα στίχους για να επενδύω τις μουσικές συνθέσεις μου. Το έτος 2000 ξεκίνησα το πρώτο μυθιστόρημά μου «Η Αναρά», που τυπώθηκε το 2005. Με την ιδιότητα του λαογράφου μελέτησα τη λαϊκή αφήγηση και το παραμύθι. Η σχέση μου με τα παιδιά (ως δάσκαλος) με έκανε να στραφώ στο παιδικό βιβλίο. Πειραματίζομαι σε νέα είδη ποιητικού και πεζού λόγου (χαϊκού, διήγημα, μικροδιήγημα…). Ο λογοτέχνης πρέπει να είναι ανήσυχο πνεύμα, να αφουγκράζεται τον κόσμο, να έχει ευαισθησίες, να πειραματίζεται σε νέα είδη και τρόπους γραφής.

2) Πόσο εύκολο θεωρείς ότι είναι για έναν συγγραφέα να αποτυπώσει στο χαρτί τα όσα γυροφέρνουν στο μυαλό του; Είναι κάτι που σε δυσκολεύει ή οι σκέψεις σου βγαίνουν αβίαστα και ακουμπάνε στις σελίδες σαν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό;

Β.Γ. : Ο αναγνώστης βλέπει ένα τυπωμένο βιβλίο. Δε γνωρίζει στο παρασκήνιο πόσες ώρες, μέρες, μήνες αγωνίστηκε ο συγγραφέας για να αποτυπώσει σκέψεις και συναισθήματα και να ολοκληρώσει το κείμενό του. Τα μυθιστορήματά μου τα γράφω, τα σβήνω, τα ξαναγράφω, τα διαβάζω δεκάδες φορές. Σε κάθε ξαναδιάβασμα αλλάζω λέξεις, φράσεις, γκρεμίζω και ξαναχτίζω τη δομή, διορθώνω λάθη. Ίσως είμαι τελειομανής. Υπάρχουν στιγμές που η έμπνευση είναι μεγάλη και οι λέξεις κυλούν αβίαστα, υπάρχουν στιγμές που κάθε λέξη κερδίζεται μετά από επίπονη μάχη. Μόνο έτσι όμως ο συγγραφέας βελτιώνει τη γραφή του.

3) Έχεις κάποιες “δικές” σου ώρες, που θεωρείς περισσότερο γόνιμες από τις άλλες; Κάποιες που αφιερώνεις όλο σου το είναι στην πένα σου;

Β.Γ. : Δε γράφω συγκεκριμένες ώρες. Όποτε όμως γράφω, αφοσιώνομαι στη γραφή, ξεφορτώνω τα άγχη της καθημερινότητας απ’ την ψυχή μου. Γίνομαι αντικοινωνικός, μα έτσι πρέπει. Για να εισχωρήσω στον κόσμο των ηρώων της μυθοπλασίας, βγαίνω απ’ τον δικό μου κόσμο, φορώ τα δικά τους παπούτσια, τα δικά τους ρούχα, βλέπω τον κόσμο με τα δικά τους μάτια, βιώνω τα συναισθήματά τους. Μόνο έτσι η γραφή γίνεται αληθινή και πειστική.

4) Τι αποτελεί για σένα πηγή έμπνευσης, από πού αντλείς συνήθως ερεθίσματα; Ποιο είναι το έναυσμα που θα σε κάνει, ενδεχομένως, να τρέξεις στο χαρτί;

Β.Γ. : Μεγαλύτερη δεξαμενή θεμάτων μου είναι ο λαϊκός πολιτισμός, η παράδοσή μας, η λαϊκή λογοτεχνία. Κάποιοι διακρίνουν στο λογοτεχνικό μου έργο τον λαογράφο Γεργατσούλη. Όλα αυτά όμως πρέπει να έχουν και λογοτεχνική αξία.

5) Ερχόμαστε στην πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου σου «Μακαρόνια με.. μακαρόνια» από τις εκδόσεις 24 Γράμματα. Θα ήθελα να μας πεις τι πραγματεύεται η ιστορία που αφηγείσαι, τι θα διαβάσουμε αν πάρουμε το βιβλίο στα χέρια μας;

Β.Γ. : Το μυθιστόρημα «Μακαρόνια με.. μακαρόνια» είναι χιουμοριστικό. Είναι ο μονόλογος μιας λαϊκής αφηγήτριας που διαθέτει ανεπτυγμένη αίσθηση χιούμορ. Με πειρακτική διάθεση κρίνει τα πάντα : Τη μέθοδο που οι επιστήμονες συλλέγουν το υλικό τους, τα συνέδρια που οργανώνουν, τα βιβλία που τυπώνουν. Τους πολιτικούς και τις ψηφοθηρικές συμπεριφορές τους. Την κοινωνία που λοξοδρομεί στη νεοτερικότητα και στην ευκολία, αρνούμενη παραδοσιακές αξίες, το καταστάλαγμα πείρας γενεών και γενεών. Εκεί που γελάς, αρχίζεις να υποπτεύεσαι πως πίσω από τη χιουμοριστική φλυαρία της κυρίας Μελπομένης υπάρχει ουσία. Πως η αγράμματη αφηγήτρια μας διδάσκει τελικά. Τι; Η συνέχεια στο βιβλίο.

6) Θα ήθελα να μου μιλήσεις για τον ψυχισμό σου καθώς έγραφες το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και πόσο μεγάλη ήταν η έρευνα που έκανες ώστε να φτάσεις στην ολοκλήρωσή του. Σε δυσκόλεψε, ενδεχομένως, κάτι;

Β.Γ. : Η έρευνα για τη λαϊκή αφήγηση και το παραμύθι προηγήθηκε του βιβλίου και σχετίζεται με τις λαογραφικές σπουδές μου και τις επιτόπιες έρευνες καταγραφής πρωτογενούς υλικού στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, Κάρπαθο και σε άλλους τόπους (Πελοπόννησο, Θεσσαλία, Κρήτη, Νάξο…). Οι γνώσεις και η αγάπη μου για τη λαϊκή αφήγηση και το παραμύθι με έκαναν να γράψω το βιβλίο. Σε αυτό μιλώ με χιούμορ για θέματα επιστημολογικά, που θα τα καταλάβει και θα τα χαρεί και ένας αμύητος. Έγραφα και γελούσα ο ίδιος με τα καμώματα της κυρίας Μελπομένης. Αν δε γελάσει πρώτα ο συγγραφέας, δε θα γελάσει και ο αναγνώστης.

7) Υπήρξαν παράγοντες, πρόσωπα ή συγκυρίες, που σε ενέπνευσαν ώστε να γραφτεί το συγκεκριμένο έργο;

Β.Γ. : Για περισσότερα από δέκα χρόνια έκανα εκτεταμένη λαογραφική έρευνα. Γνώρισα λαϊκούς ανθρώπους και συνομίλησα μαζί τους. Οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι. Αγράμματοι, μα σοφοί. Φορείς της παραδοσιακής ηθικής, μεταλαμπαδευτές της παραδοσιακής γνώσης και πείρας. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο με ήρωα έναν τέτοιο άνθρωπο. Αυτή είναι η κυρία Μελπομένη του μυθιστορήματός μου.

8) Ήταν σκοπός σου να περάσεις κάποια, ενδεχομένως, μηνύματα μέσα από αυτό το βιβλίο; Κάτι που θα ήθελες να κρατήσουν οι αναγνώστες σου από αυτό το αναγνωστικό ταξίδι;

Β.Γ. : Όπως είπα, εκεί που ξεκαρδίζεται ο αναγνώστης στα γέλια, ανακαλύπτει έκπληκτος πως πίσω απ’ την κουρτίνα του αστείου κρύβεται κάτι σημαντικό και ουσιαστικό. Τι μας διδάσκει η κυρία Μελπομένη, θα το ανακαλύψει ο αναγνώστης στο βιβλίο. Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένας μεγάλος μονόλογος. Ο διάλογος εμφανίζεται έμμεσα. Μεγάλος δάσκαλός μου ο Παύλος Μάτεσις. Οι θεατρικοί του μονόλογοι είναι τόσο δυνατοί, που ούτε στιγμή δε βαριέσαι να τους διαβάζεις. Είναι ένα στοίχημα αν θα βαρεθεί και ο δικός μου αναγνώστης να διαβάζει σε 144 σελίδες τον μονόλογο μιας ηλικιωμένης αγράμματης αφηγήτριας.

9) Ποιος είναι ο απώτερος σκοπός σου όταν γράφεις ένα βιβλίο; Η διαπαιδαγώγηση, η ψυχαγωγία ή απλά ένα μοίρασμα με τους αναγνώστες των όσων μπορεί να συμβαίνουν ενδόμυχά σου;

Β.Γ. : Ανάλογα με το θέμα, έχω διαφορετικές στοχεύσεις. Άλλοτε να προβληματίσω, άλλοτε να συγκινήσω, άλλοτε να μοιραστώ σκέψεις και συναισθήματα. Πάντα όμως χρησιμοποιώ τη μυθοπλασία ως δίαυλο επικοινωνίας, ως κουβέντα με τον αναγνώστη.

10) Πώς θα ήθελες να σε βρει το μέλλον; Σου αρκούν όσα έχεις ή πασχίζεις για κάτι παραπάνω;

Β.Γ. : Ως τώρα έχουν τυπωθεί 14 βιβλία μου. Αλίμονο αν πατούσα φρένο κι έλεγα πως αρκούν όσα πέτυχα. Αυτό θα ήταν εγκατάλειψη και παροπλισμός. Δε μου ταιριάζει κάτι τέτοιο. Θα απαντήσω με ένα αγαπημένο παραμύθι: Κάποτε ένας βασιλιάς έταξε σε έναν άτυχο ψαρά να του δώσει σε χρυσάφι το βάρος των ψαριών που θα έπιανε ψαρεύοντας απ’ το χάραμα ως το σούρουπο. Ο καημένος έπιασε μόνο το μάτι ενός ψαριού (το ψάρι ξαγκιστρώθηκε κι έμεινε στο αγκίστρι μόνο το μάτι του). Ο βασιλιάς έβαλε το μάτι στον δίσκο μιας ζυγαριάς κι έριξε ένα χρυσό κέρμα στον άλλο δίσκο, σίγουρος πως το κέρμα είναι βαρύτερο. Μα το μάτι ήταν πιο βαρύ. Μετά έριξε στη ζυγαριά ένα ολόκληρο πουγκί, μετά ένα σακί χρυσάφι… Πάντα το μάτι αποδεικνυόταν βαρύτερο. Μαζεύτηκαν οι σοφοί του βασιλείου να λύσουν το μυστήριο, γιατί ο βασιλιάς κινδύνευε να χάσει όλα τα πλούτη του. Ένας σοφός γέρος πήρε λίγο χώμα και πασπάλισε το μάτι. Αμέσως η ζυγαριά γύρισε. Ο βασιλιάς έσωσε το βιός του. Ο γέρος εξήγησε στον βασιλιά (και σε εμάς) ότι το μάτι του ψαριού συμβολίζει το μάτι του ανθρώπου, που είναι αχόρταγο κι όλο ζητάει περισσότερα. Μόνο όταν κλείσει για πάντα ο άνθρωπος τα μάτια σταματά να επιθυμεί. Αυτό δείχνει η «συμβολική ταφή» του ματιού με το χώμα που έριξε ο γέρος. Το παραμύθι μιλάει για την απληστία μας για υλικά αγαθά. Εγώ θα το χρησιμοποιήσω για το ανικανοποίητο του λογοτέχνη.

11) Τι να περιμένουμε να δούμε από σένα στο προσεχές διάστημα; Σταματάς ποτέ να δημιουργείς;

Β.Γ. : Το ίδιο με ρωτούν συχνά φίλοι και γνωστοί. Άλλοτε ασχολούμαι με μουσική, άλλοτε με ζωγραφική, με αγγειοπλαστική… Και πάντα με τη λογοτεχνία. Η απάντηση είναι «όχι, δε σταματώ ποτέ». Η δημιουργικότητα είναι ευλογία και ταυτόχρονα κατάρα να μη σταματάς ποτέ να σκέφτεσαι, να πειραματίζεσαι, να δοκιμάζεις… Θα αποκαλύψω λοιπόν ότι έχω γραμμένα, αδημοσίευτα, δυο νέα μυθιστορήματα, δυο βιβλία με μικροδιηγήματα, αρκετά ποιητικά παιδικά και λαογραφικά. Θα με ξαναβλέπετε λοιπόν συχνά. Δε θα γλιτώσετε εύκολα από εμένα.

Σε ευχαριστούμε θερμά γι’ αυτή μας τη συζήτηση και σου ευχόμαστε ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σου τα βήματα!

Σύντομο βιογραφικό

Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, φιλόλογος και Διδάκτορας Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών με υποτροφία του ΙΚΥ.

Βιβλία του: 

«Η Αναρά» (μυθιστόρημα) – Σύγχρονη εποχή

«Η υστερότοκη» (μυθιστόρημα) – Εντύποις

«Το φάντασμα του Αγησίλαου» (μυθιστόρημα) – Εντύποις

«Πέντε κραυγές» (μυθιστόρημα) – 24 Γράμματα

«Μακαρόνια με… μακαρόνια» – 24 Γράμματα

«Εσύ, αγόρι μου, δε θα μάθεις ποτέ να γράφεις… όμορφες περιλήψεις: 77 μικροδιηγήματα – flash fiction» – Αροθυμία

«Το φάντασμα του Αγησίλαου» (θεατρικό) [μαζί με την Κάτια Κοντεκάκη] – Εντύποις

«Γυμνός και Ελεύθερος» (ποίηση) – Εντύποις

«Καιροί σκεφτικοί. 84 ποιήματα χαϊκού» – 24 Γράμματα

«Ο Μισοκοκοράκος» (λαϊκό παραμύθι) – Ταξιδευτής

«Οι Τραγουδιστάδες» (λαϊκό παραμύθι) – Ταξιδευτής

«Η πρώτη ιπτάμενη γάτα» (παιδικό) – Εντύποις

«Το Τσουκαλάκι, ένα λαϊκό παραμύθι της Καρπάθου» (λαογραφικό) – Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου

«Η λειτουργικότητα του ανεκδοτολογικού λόγου στην κοινωνία της Καρπάθου: λαογραφικές προεκτάσεις» (λαογραφικό) – Εντύποις

Έχει επιμεληθεί και προλογίσει πολλά βιβλία.

Έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε επιστημονικά συνέδρια. Μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά.

Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και παραμύθια του βραβεύτηκαν σε δεκάδες πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

Εργάζεται ως διευθυντής στο 23ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας.

Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

https://authoring-melodies.blogspot.com/2021/03/blog-post_11.html?spref=fb&fbclid=IwAR1eUCTcFOaEJm3lFTHNJ8qRDNE3fH10fmzWEFiGjkF7NjyD7idzQ59TROc

Κατηγορία ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΑΡΑΜΥΘΙ - ΑΦΗΓΗΣΗ | 19 Σχόλια »

ΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΓΕΡΓΑΤΣΟΥΛΗ

6 Μαρτίου 2021 από και με ετικέτα ,

Με την ευκαιρία της κυκλοφόρησης του τελευταίου μυθιστορήματός μου “Μακαρόνια με… μακαρόνια”, εκδόσεις 24 Γράμματα, παρουσιάζω τα 5 μυθιστορήματά μου (με σειρά έκδοσης). Συνολικά έχουν τυπωθεί 14 βιβλία μου, μυθιστορήματα, μικροδιηγήματα, θεατρικά, ποίηση, παιδικά και λαογραφικά.
Βιβλία του:
«Η Αναρά» (μυθιστόρημα) – Σύγχρονη εποχή
«Η υστερότοκη» (μυθιστόρημα) – Εντύποις
«Το φάντασμα του Αγησίλαου» (μυθιστόρημα) – Εντύποις
«Πέντε κραυγές» (μυθιστόρημα) – 24 Γράμματα
«Μακαρόνια με… μακαρόνια» – 24 Γράμματα
«Εσύ, αγόρι μου, δε θα μάθεις ποτέ να γράφεις… όμορφες περιλήψεις: 77 μικροδιηγήματα – flash fiction» – Αροθυμία
«Το φάντασμα του Αγησίλαου» (θεατρικό) [μαζί με την Κάτια Κοντεκάκη] – Εντύποις
«Γυμνός και Ελεύθερος» (ποίηση) – Εντύποις
«Καιροί σκεφτικοί. 84 ποιήματα χαϊκού» – 24 Γράμματα
«Ο Μισοκοκοράκος» (λαϊκό παραμύθι) – Ταξιδευτής
«Οι Τραγουδιστάδες» (λαϊκό παραμύθι) – Ταξιδευτής
«Η πρώτη ιπτάμενη γάτα» (παιδικό) – Εντύποις
«Το Τσουκαλάκι, ένα λαϊκό παραμύθι της Καρπάθου» (λαογραφικό) – Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου
«Η λειτουργικότητα του ανεκδοτολογικού λόγου στην κοινωνία της Καρπάθου: λαογραφικές προεκτάσεις» (λαογραφικό) – Εντύποις.

Κατηγορία ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΑΡΑΜΥΘΙ - ΑΦΗΓΗΣΗ | 19 Σχόλια »

ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

2 Αυγούστου 2020 από και με ετικέτα , , , , , , ,

Παραθέτω τη δημοσίευση της εφημερίδας “Ροδιακή” για την εκτύπωση του βιβλίου μου: «Η λειτουργικότητα του ανεκδοτολογικού λόγου στην κοινωνία της Καρπάθου: Λαογραφικές προεκτάσεις», εκδόσεις Εντύποις, Αθήνα 2019, σελ. 774.

Επιλέξτε τον σύνδεσμο που ακολουθεί για να διαβάσετε τη δημοσίευση:

https://www.rodiaki.gr/article/441491/neo-biblio-gia-thn-karpatho?fbclid=IwAR2MdNW8XvmbgAvgxoWdBQssrC5pa5iOdfG7l1mPVZVw_1zMM2O-7soOa0w

Κατηγορία ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ | 19 Σχόλια »

« Παλιότερα άρθρα