Αρχαϊσμοί στο ιδίωμα Αιανής Κοζάνης

ανακτένιση 9/8/2024

Ακουτώ
Ρήμα που συναντάται στο δεύτερο πρόσωπο του ενικού. ‘Ελα αν ακουτάς λέει ο ένας στον άλλον σε στιγμές διαμάχης. Δηλαδή έλα αν έχεις οργιστεί. Από το αρχαίο εγκοτώ που σημαίνει οργίζομαι, αγανακτώ.

Ανασκυρνώ
Σηκώνω πράγματα για να βρω κάτι που βρίσκεται από κάτω. Τι ανασκυρνάς ικεί πέρα (τι ψάχνεις εκεί πέρα); Από την πρόθεση ανά και το αρχαίο ρήμα σκυράω =χοροπηδώ.

Αξαμώνου
Ρήμα. Αξάμουσι κι συ λίγου να τιλειώσουμι, ήτοι “βάλε και συ λίγο το χέρι σου να τελειώσουμε”. Δεν αξαμών(ει) ντιπ,΄δηλαδή “δεν απλώνει καθόλου το χέρι του να πιάσει και να βοηθήσει”. Από την αρχαία λέξη έξαμμα, που σημαίνει την λαβή, ουσιαστικό του ρήματος εξάπτω = καταπιάνομαι, ασχολούμαι. Η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *méh₂-r̥ ~ *mh₂-én-. *(s)meh₂- σημαίνει γνέφω. Στην ποντιακή υπάρχει το ξαμώνω, ήτοι μετρώ (με το χέρι μου). Λατινικά το χέρι λέγεται manus, στα ισπανικά mano.

Γκανταλώ, γκανταλυέμι
Ρήμα που σημαίνει γαργαλώ, γαργαλιέμαι, από το αρχαίο καταλύω που σημαίνει καταβιβάζω κάτι που είναι ψηλά. Όταν γαργαλάς τον άλλον, μαζεύεται και το σώμα του χαμηλώνει. Τήρα πώς γκανταλιέτι του μκρο, ήγουν κοίτα πως γαργαλιέται ο μικρός.

Γκόλνα
Θηλυκό όνομα ασβεστολιθικού υψώματος 1290 μ. ( 40° 9’56.42″Β/ 21°44’5.64″Α) στο ανατολικό αντέρεισμα του όρους Μπούρινος. Δεσπόζει ιδιαίτερα στην ΝΔ Ελίμεια, περιοχή που οι Τούρκοι μετονόμασαν σε Τσιαρτσιαμπά κι αργότερα το αθηναϊκό κράτος σε επαρχία Κοζάνης. Το αυτό ορωνύμιο υπάρχει και στο Λιτόχωρο Πιερίας.

Το ύψωμα Γκόλνα με το γράμμα G στα αριστερά της εικόνας. Πίσω απ΄ αυτήν κρύβεται η κορυφή του Μπούρινου.

Απέχει 7 χμ από την Αιανή. Οι περίοικοι ανεβαίνουν στο ύψωμα μέσα Ιουνίου προς συλλογήν τσαγιού.

Παλαιός χάρτης το αναγράφει ως Φαρδυά Τρύπα, αλλά το όνομα είναι ανύπαρκτο στους Ελιμειώτες.

Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κολώνη, η οποία δηλώνει το βουνό, το ύψωμα, τον τύμβο. Στη σανσκριτική η κορυφή βουνού είναι kUTa -कूट.

Η Γκόλνα στη μέση της εικόνας. Φωτογράφιση από Άνω Κώμη 21/5/2020

Η εικασία ότι το έτυμό του είναι σλαβικό από το βουλγαρικό гол (γκολ) που σημαίνει γυμνός κρίνεται επισφαλής για δύο λόγους, έναν ιστορικό κι έτερο εδαφολογικό:

α) κατοίκηση εξ αρχαιοτάτων χρόνων έχει διαπιστωθεί ανασκαφικά στην περιοχή της ΝΔ Ελίμειας με προεξάρχον οικισμό την αρχαία Αιανή. Αυτοί ονόμασαν το ύψωμα Κολώνη, στη δωρική Κολώνα, στη χωριατική συγκοπτόμενη δωρική προφανώς Κόλνα, αργότερα δε Γκόλνα

β) γυμνά ήταν όλα τα υψώματα τριγύρω του χωριού μας, αν όχι όλα τα βουνά της χώρας, εκτός από ελάχιστες απόμακρες δασωμένες περιοχές πριν από μερικές δεκαετίες. Γυμνά από την βόσκηση και την καθημερινή χρήση ξύλων για θέρμανση, κατασκευές και μαγείρεμα. Οπότε δεν διέφεραν τα υψώματα μεταξύ τους ως προς τη δασοκάλυψη, ώστε να ονομαστεί γυμνό μόνον το ένα.

Γκουτσιούν(ι)
Ουσιαστικό ουδετέρου γένους. Στο χωριό το λέμε του γκουτσιούν(ι). Στη νεοελληνική γουρούνι. Στην αρχαία μακεδονική διάλεκτο (Ησύχιος 1668:223) μαρτυρείται ως γοτάν. Όμως υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες ότι οι λεξικογράφοι, προφανώς αστικής προελεύσεως, δεν την κατέγραψαν σωστά, μάλλον επειδή δεν γνώριζαν την ακριβή προφορά ή διότι δεν μπορούσαν να την καταγράψουν.

Ο Δημητράκος (1949:1627) το αναγράφει “γκουτσούνι” και το μεταφράζει ως χοιρίδιον, δηλαδή γουρουνάκι. Όμως στη διάλεκτό μας το ηλικιακά μικρότερο ζώο το λέμε Γκουτσιουνούλ(ι). Στα λεξικά των Χριστοδούλου (2003:259) και Φίλου (2005:19) η λέξη γκουτσιούνι παραδίδεται ως ηχομιμητική. Στο αντίστοιχο του Ντίνα (2005:124) θεωρείται σλαβικού ετύμου με την παραβολή της λέξη cutšina κι ερμηνεύεται ως “ξύλινο σπίτι γουρουνιού” -όμως στις μηχανές αναζήτησης η cutšina είναι ανύπαρκτη.

Σε κανένα από τα ειρημένα πονήματα δεν συσχετίζεται το γκουτσιούν(ι) με το γοτάν. Οι Σλάβοι (Βούλγαροι, Παίονες, Σέρβοι κλπ) λεν το γουρούνι свиња (svinja), οι Γερμανοί Schwein, οι αρχαίοι Αθηναίοι συς και στα παντζάμπι της Ινδίας γράφεται ως σούρα. Όλοι κρατούν έναν κοινό ινδοευρωπαϊκό τύπο.

Συνάγεται, λοιπόν, πως το γοτάν είναι αποκλειστικά μακεδονική λέξη, η οποία επέζησε μέχρι σήμερα ως γκουτσιούνι. Και σημαίνει το γουρούνι.

Το γουρούνι έμενε στο γουρνουκόμασου. Το θηλυκό το έλεγαν σκρόφα, πιθανότατα από το σανσκριτική λέξη sukara που δηλώνει το γουρούνι. Το αρσενικό γουρούνι ονομαζόταν μπίτζιους, λέξη προφανώς ινδοευρωπαϊκή, στα σανσκριτικά είναι paGkakrIDa (पङ्कक्रीड), στην αγγλική pig.

Φράση: Στου γουρνουκόμασου έχου δυο γκουτσιούνια, μια σκρόφα κι ένα μπίτζιου, ήτοι στο κτίσμα (ή καλύβα) των γουρουνιών έχω δύο γουρούνια, ένα θηλυκό κι ένα αρσενικό.

Φύλλωμα ήμερης βελανιδιάς στην Ελίμεια Δυτικής Μακεδονίας. Οι ντόπιοι την αποκαλούν γκριουσιάδ(ι).

Γκριουσιάδι
Ουδέτερο. Το τελευταίο ιώτα είναι άηχο. Δηλώνει την ήμερη βελανιδιά. Στην Καλλιπεύκη Ολύμπου από το ξύλο της έφτιαχναν κουτάλια (Καλούσης).

Σε στρατιωτικό χάρτη του 1927 αναγράφεται ο οικισμός Γκρέος (ΓΥΣ, Καλαμπάκα), εξευγενισμένη μορφή του Γκρέους, της πρώτης ονομασίας του χωριού (Καλιακάτσου, 19.03.2013) όπως την ονομάζουν οι ίδιοι οι κάτοικοι, τους οποίους και θεωρούμε αληθέστερους.

Επιστημονικώς γράφεται Quercus ithaburensis subsp. macrolepis. Η λατινική ονομασία Quercus ετυμολογείται από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό kwerkwu. Παραλλαγή του τελευταίου είναι το γκριουσιάδι.

Φράση: Αυτό μη του σπιράηζ, είναι γκριουσιάδ(ι), όχ(ι) πουρνάρ(ι), δηλαδή αυτό το φυτό μην το πειράζεις, είναι ήμερη βελανιδιά, όχι πουρνάρι.

Το ειρημένο γουμαρουσάκκουλου. Το είχε υφάνει η μάνα μου.

Γουμαρουσάκκουλου
Ο παππούς μου είχε ένα γουμάρι (ελληνιστί όνος, η λέξη γάιδαρος είναι αραβική), που για να μην το τσιμπούν τα νταβάνια (tabanus, θηλυκές μεγάλες μύγες) στη στοματική και ρινική περιοχές, ζήτημα υγιεινής, τις κάλυπτε με γίδινο σάκκο αραιής υφάνσεως που αναρτούσε πίσω από τα αυτιά του -τον βλέπετε στην εικόνα.

Η λέξη είναι αρχαία ελληνική από το ουσιαστικό γόμος (φορτίο, βλ. γεμίζω) + σάκκος. Σε μερικά νησιά το γομαροσάκκουλο το λεν στομόχι.

Ζγκρούντα
Ουσιαστικό θηλυκού γένους-μερικοί το προφέρουν σγκρούντα. Δηλώνει την ακατέργαστη σπιτική κομμάτα τυριού μέσα στην κάδη (μικρό ξύλινο βαρέλι). Από την αρχαία ελληνική λέξη “κροτώνη”, που δηλώνει τον όζο, τον όγκο δηλαδή που αναπτύσσεται στους κορμούς των δέντρων ή στα σώματα των ανθρώπων και των ζώων.

Ενδιαφέρουσα η έκφραση “στσζγκρούντα ουπάν΄” στη χωριατική του οροπεδίου της Ελίμειας (Δυτική Μακεδονία), με 7 σύμφωνα στη σειρά, που θα πει”στη ζγκρούντα επάνω”, δηλαδή πάνω στην κομμάτα του τυριού.

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων (1780-1857) την βρίσκει όμοια με την ρωσική ΥΓΡb, που σημαίνει το ίδιο.

Η λέξη είναι πρωτοϊνδοευρωπαϊκή: kreuə- σημαίνει ακατέργαστο κρέας. Crude είναι στα αγγλικά ο ακατέργαστος. Crude oil το αργό πετρέλαιο που βγαίνει από την πηγή.

Φράσεις: “Τσάκου μνια ζγκρούντα”, δηλαδή “πιάσε ένα κομμάτι ακατέργαστο τυρί”. Πέρυσι είχα πάει να αγοράσω τυρί, όταν η σχετική πωλήτρια υπερπαντοπωλείου μονολόγησε “πού άφησα το μαχαίρι”; Απάντησα αυθόρμητα φωναχτά “στσζγκρούντα απάν΄ είντου”, δεν κατάλαβε, οπότε την μίλησα αθηναϊστί “στην κομμάτα του τυριού επάνω είναι”. Η απάντησή μου είχε εφτά σύμφωνα στη σειρά, στσζγκρ.

Αποφλοιώνοντας κλάδο καρυδιάς για κατασκευή θρουμπιού.

Θρουμπί
ουσιαστικό ουδετέρου γένους. Σημαίνει το απλό κυλινδρικό κάθισμα που γίνεται από κορμό ή χοντρό κλαδί δέντρου, αφού πρώτα αποφλοιωθούν. Στην αρχαία ελληνική θρόμβος είναι ο όγκος, το τεμάχιο.

Ανάγεται στο ινδοευρωπαϊκό dhrombhos. Στα ισλανδικά drambr είναι οι κλάδοι μέσα στο δάσος και στα σκανδιναβικά trē-drumbr ονομάζεται το απομεινάρι των κομμένων δέντρων.

Φράση: Κάτσι στου θρουμπί σημαίνει κάθισε στο ξύλινο αυτό κομμένο κορμό.

Καράπα
Ουσιαστικό θηλυκού γένους. Σημαίνει το κρανίο, το κεφάλι. Στα σανσκριτικά λέγεται karpara कर्पर.

Φράση: Θα σι ρίξου μια ζγκαράπα, ήτοι θα σε χτυπήσω (μια φορά) στο κεφάλι.

κατνάκια
όρα τα κατνάκια

Κουσέβου (κουσεύου)
Τρέχω.
Κόσια στ΄ αμπέλ΄ να φερς του τσαπί (τρέχα στο αμπέλι να φέρεις την τσάπα).
Κουσέβ(ει) όλ(η) ντιλ μέρα! (τρέχει όλη την ημέρα).

Σεύω στην αρχαία ελληνική σημαίνει τρέχω από ένα μέρος βιαστικά σε άλλο. Οπότε προς τα εκεί σεύω: κουσεύου.

Κρέχτου
Το κρύο νερό που όταν το πίνεις χτυπάς τα δόντια ή το καρπούζι που όταν κόβεται ακούγεται θόρυβος.
Φράση: Ω, ρα τι κρέχτου του καρπούζ(ι)! Από το επίθετο κρεκτός του ρήματος κρέκω=χτυπώ με θόρυβο τον χτένι στον αργαλειό.

Μουρτσιόκι στην ύπαιθρο της Αιανής. Εικονοληψία 11 Απρίλη 2020

Μουρτσιόκια
ουδέτερο πληθυντικού, στον ενικό μουρτσιόκ(ι). Είναι το μανιτάρι μορχέλα η εδώδιμη, επιστημονικώς morchella esculenta. Φαίνεται ως σλαβικό δάνειο λόγω των παλαιών εμπορίων της περιοχής Ελίμειας με τη Σερβία.

Сморчок στα ρώσικα σημαίνει το ίδιο μανιτάρι αλλά και μαραμένος ή τσαλακωμένος, όπως φαίνεται η βάλανος του μύκητα. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το ουδέτερο επίθετο μορτόν δηλώνει το μαραμένο, το θνητό. Στα σανσκριτικά ονομάζεται martya (मर्त्य). Πιθανώς όλα από τη ρίζα mrk.

Στην Κοζάνη τα λεν μουρτζιόκια, στο Βελβεντό μουρτσούκλια, στα Παλιάλωνα ή Νιζισκό (Φρούριο) μπουρτσιουμόκια.

Φράση: έμασις μουρτσιόκια; Μάζεψες μορχέλες;

Μπακαρέλια
Συναντάται πάντα ως τα μπακαρέλια. Λέγεται όταν το μωρό κινείται στηριζόμενο στα τέσσερα άκρα του. Από το αρχαίο ρήμα βακτηρεύω, ήτοι περπατώ με τη χρήση βακτηρίας, πατερίτσας. Το μωρό έχει τέσσερις πατερίτσες, χέρια και πόδια.

Φράση: Ακόμα πααίν(ει) τα μπακαρέλια του μκρο, δηλαδή ακόμα αρκουδίζει το μικρό.

Μπάλιου
Λέξη για τα ζώα που έχουν στίγματα στο πρόσωπο ή το σώμα τους. Από το αρχαίο επίθετο βαλιός= διάστικτος

Φράση: Είχι ένα μπάλιου άλουγου, δηλαδή άλογο με στίγματα στο πρόσωπο.

Μπίτζιους
Το αρσενικό γουρούνι. λέξη προφανώς ινδοευρωπαϊκή αφού στα σανσκριτικά ονομάζεται paGkakrIDa (पङ्कक्रीड). Στην αγγλική pig. Στα μανιάτικα μπουζία είναι τα γουρούνια.

Φράση: Πού ήσαν τόσην ώρα; Έπιζα μι του μπίτζιου. Αθηναϊστί: πού ήσουν τόση ώρα; Έπαιζα με το αρσενικό γουρούνι. Οράτε και τη λέξη γκουτσιούν(ι).

Υ.Γ. Πράγματι έτσι απαντούσα στη γιαγιά μου μικρός, είχαμε ένα αρσενικό γουρούνι στο γουρνουκόμασου, πήγαινα μέσα και το χάιδευα στο κεφάλι, αυτό απολάμβανε

Νε… νε
Αρνητικό μόριο που ερμηνεύεται ως δεν ή σαν ούτε. Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής λέξη. Στα σανσκριτικά είναι , προφέρεται να. Στα παντζιάμπι προφέρεται νέι και σημαίνει δεν. Στα παλαιότερα αγγλικά νέι (nay) που σημαίνει όχι.

Φράσεις: νε ντρουπή νε μπσο, δηλαδή δεν ντρέπεται ούτε στο μισό. ‘Η νε τ’  ανοίγ(ει) νε τα τζιβών(ει) τα μάτχια, δηλαδή δεν τα ανοίγει ούτε τα κλείνει τα μάτια.

Όκαχτους
Όκαχτους, όκαχτ(η), όκαχτου = αυτός,-ή,-ό που μοιάζει υπερβολικά με άλλον,-η,-ο. Από τη μετοχή “εοικώς” του αρχαίου ρήματος “έοικα”, η οποία σημαίνει απλώς το ίδιο.

Φράση: όκαχτου ντιπ του μκρο μι τον άντρα σ΄, ακριβώς ίδιο το μικρό με τον άντρα σου.

Ουντίζου
Ρήμα, από το αρχαίο οδίζω, ουδέτερο ουσιαστικό όδισμα. Πολύγομφον όδισμα =οδός συναρμοσμένη με πολλούς γόμφους (ξύλινα ή μεταλλικά καρφιά), δηλαδή κατασκευή που ταιριάζει σφιχτά μεταξύ της.

Πιθανόν ο παρατατικός να είναι “όντζα” κι ο αόριστος “όντσα”.

Φράση: τήρα πώς ουντίζν αυτά τα μκρα! Αθηναϊστί: κοίτα πως ταιριάζουν μεταξύ τους αυτά τα αγόρια-κορίτσια.

Παγάλια
Επίρρημα που σημαίνει ήσυχα, σιγά σιγά, προσεκτικά, γαλήνια. Από το αρχαίο ρήμα γαληνιάω =είμαι γαλήνιος.

Φράση: Παγάλια μη τσακτστείς, δηλαδή σιγά να μην πέσεις και χτυπήσεις.

Πρέκνα
Τα σκούρα στίγματα στο πρόσωπο. Από το αρχαίο περκνός=σκούρος, μαυριδερός.

Φράση: Έχ(ει) γιουμάτου πρέκνα στα μούτρα τς, δηλαδή το πρόσωπό της είναι γεμάτο στίγματα.

Ρουμπούρι
Δηλώνει τη βροχή που αρχίζει ή συνοδεύεται από υπόκωφους κεραυνούς. Ουδέτερο ουσιαστικό, το ι προφέρεται με στένωση. Οι Άγγλοι και οι Σουηδοί το λεν rumple, οι Γερμανοί Rumpel, οι Ιταλοί rompo. Πιθανότατα σχετίζεται με το ρόπτρον. Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής λέξη.

Φράση: Κίντσι μι σουλότα, τσάκουσι ρουμπούρι κ’ έγινάμι μπλιόντα, ήτοι άρχισε μια ψιλή βροχή, έπιασε βροχή με κεραυνούς και καταβραχήκαμε.

Συδρουμώ
Βοηθώ. Από το αρχαίο σύνδρομος, αυτός που τρέχει μαζί με άλλον.

Φράση: Συδρόμα, μη κάθισι, δηλαδή βοήθα με, μη κάθεσαι.

Τα κατνάκια
Έκφραση που σημαίνει “όπου να ΄ναι”. Τη λέγαμε μικροί παίζοντας σκλέντζα, δηλαδή παιχνίδι όπου με ένα ραβδί χτυπούσαμε μια λεπτή βέργα την οποία κρατούσαμε με το ένα χέρι ψηλά με σκοπό να φτάσει όσο πιο μακριά.

Αν κάποιος έριχνε τη βέργα σε άλλο σημείο εκτός παιχνιδιού, λέγαμε “ν΄ έρξις στα κατνάκια”, δηλαδή “την έριξες όπου να΄ ναι”.

Η κατωνάκη (κάτω και νάκη=δέρμα αιγοπροβάτων) ήταν ευτελές ένδυμα των δούλων στην αρχαία Ελλάδα.  Το οποίο μπορούσες προφανώς να αφήσεις σε όποιο μέρος επιθυμείς, δηλαδή όπου να ΄ναι.

Τα μπακαρέλια
όρα μπακαρέλια

Τζέρτζιλου -τζιρτζιλιά
Του τζέρτζιλου (το βερίκοκο)- η τζιρτζιλιά (η βερικοκιά). Στα περσικά  zard-alu, στα σανσκριτικά priyAlu. Φράσεις: Ανέφκα στ τζιρτζιλιά να μάσου τζέρτζιλα, αθηναϊστί ανέβηκα στη βερικοκιά να μαζέψω βερίκοκα.

Τρτς, τρτς
Τρ(ου)τς τρ(ου)τς, το ου προφέρεται ελαφρά με το λάρυγγα, έτσι λέγαμε μικροί κουνώντας τη γροθιά μας από το σώμα προς τα έξω με γωνία 160 μοιρών σε όποιον φοβούνταν να κάνει κάτι. Π.χ. Τρτς, τρτς σι πααίν΄ ν΄ αριχτείς του βιρό, δηλαδή Τρτς, τρτς σε πηγαίνει να ριχτείς [με βουτιά] μέσα στη φυσική υδατοδεξαμενή.

Φράση προφανώς από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό τρεσάς ή τρέστης, που ερμηνεύεται ως δειλός, κι από το ρήμα τρέω=τρέμω. Και πιο πίσω στο χρόνο, στα  σανσκριτκά το τρέμω  λέγεται त्रसति, trasati.

Φουκαλνώ, φουκάλι, φουκαλιά, φουκάλτζμα

φουκαλια για μπλογκ

φουκαλιά

Φουκαλνώ= σκουπίζω. Φουκάλ(ι), του= η σκούπα. Φουκαλιά =το φυτό Marrubium peregrinum. Φουκάλτζμα =σκούπισμα. Από το αρχαίο ρήμα φιλοκαλώ =αγαπώ το καλό, την τάξη.

Φουλάτσις τουν ουβρό ιψέ; =σκούπισες χτες αργά την αυλή;
Σώθκι του φουκάλ(ι) σ(ου)= φαγώθηκε η σκούπα σου.
Αυτός είνι σουμένου φουκάλ(ι)= αυτός ο άνθρωπος δεν έχει πολλές ικανότητες.
Τουν φουκάλτσι= τον σκότωσε.
Δε τ΄φουκάλτσις ακόμα;= δεν έκανες αγάπη μ΄ αυτήν ακόμα;

Ταινία μικρού μήκους του γράφοντος για το φυτό, την κατασκευή και χρήση του φουκαλιού υπάρχει εδώ.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. ΓΥΣ, Καλαμπάκα, Επιτελικός χάρτης της Ελλάδας, 1927
  2. ΓΥΣ, Κοζάνη, Επιτελικός χάρτης της Ελλάδας, Προσωρινή έκδοσις, 1927;
  3. Δημητράκος Π., Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης: δημοτική, καθαρεύουσα, μεσαιωνική, μεταγενεστέρα, αρχαία, τ. 4, Αθήνα 1949
  4. Καλιακάτσου Ζωή, Άνοιξη Γρεβενών, 19/03/2013
  5. Καλούσης Γιώργος, Το ταξίδι μου… 12/01/2016
  6. Λεξικό Liddell Scott Κωνσταντινίδου
  7. manus 5/1/2023
  8. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, Κέντρο Λεξικολογίας, β΄έκδοση, Αθήνα 2002
  9. Ντίνας Κώστας, Το γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 2005
  10. Ο Γιώργος Καλούσης θυμάται…, 12.01.2016
  11. Οικονόμου Κωνσταντίνος, Δοκίμιον περί της πλησιεστάτης συγγενείας της σλαβονο-ρωσσικής γλώσσης προς την ελληνικήν, τ. Γ΄, εν Πετρουπόλει 1828
  12. σκλέντζα 28.7.2019
  13. Φίλος Παναγιώτης, Αρχαίες μακεδονικές λέξεις, λήμματα, Θεσσαλονίκη 2005
  14. Χριστοδούλου Χριστόδουλος, Τα κουζιανιώτ΄κα (λεξικό του Κοζανίτικου Ιδιώματος), Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, Κοζάνη 2003
  15. Χωριάτικο σπιτίσιο πρόβειο τυρί
  16. Academic Dictionaries and Encyclopedias, https://enacademic.com/
  17. Hēsychiou Lexicon cum variis doctorum virorum notis vel editis antehac vel …
  18. https://lsj.gr/wiki/Main_Page
  19. Quercus (n.)
  20. spokensanskrit.org, Dictionary
  21. ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΑΝΑΦΑΙΩΝ
  22. Σαραντάκος Νίκος, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία.
  23. Comber Tomas, The etymology of plant names, 1876
Κατηγορίες: ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ. Ετικέτες: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση