Η λεσβιακή φύση όμορφη όσο ποτέ, τώρα το φθινόπωρο, έφερε κάποια από τα χρώματά της μέσα στην τάξη μας. Φύλλα, κυκλάμινα, κλαδιά ελιάς, χρυσάνθεμα, έγιναν για εμάς πηγή έμπνευσης.
Γνωρίσαμε το κυκλάμινο, που είναι ένα από τα λουλούδια του Φθινοπώρου.
Διαβάσαμε το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, ” Κυκλάμινο, κυκλάμινο”
― Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σκισμάδα,
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσκο και σαλεύεις;
― Μέσα στο βράχο σύναζα το γαίμα στάλα-στάλα,
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα.
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας πολύ γενναίος και καλόκαρδος άνθρωπος, που πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν με ελευθερία, με δικαιοσύνη, με ισότητα και με αγάπη και να μην χωρίζονται σε πλούσιους που καλοπερνάνε και σε φτωχούς που υποφέρουν. Όταν ήταν νέος, την Ελλάδα κυβερνούσαν κάποιοι άνθρωποι που δεν συμφωνούσαν με τις ιδέες του. Τους έλεγαν δικτάτορες και δεν τους άρεσε καθόλου η δημοκρατία. Ήθελαν να γίνεται μόνο το δικό τους και τους ένοιαζε μονάχα το συμφέρον τους! Τον έπιασαν, λοιπόν, και τον έβαλαν φυλακή. Εκείνος, όμως, ήταν ποιητής. Και ένας ποιητής δεν μπορεί ποτέ να σταματήσει να εμπνέεται και να γράφει. Ούτε μέσα στη φυλακή! Ακόμη κι όταν δεν τον αφήνουν! Έτσι και ο Γιάννης Ρίτσος. Όπου έβρισκε μικρά κομματάκια χαρτί, τα μάζευε και τα φύλαγε κάτω από το μαξιλάρι του. Εκεί έκρυβε και το μολυβάκι του, που από τα πολλά ποιήματα που έγραφε το έξυνε συνέχεια και είχε γίνει πολύ μικράκι, σαν σπιρτάκι. Τόσο δα που δεν το έπιανε κανένα μάτι. Τη νύχτα, όταν όλοι κοιμούνταν, στεκόταν πλάι στο μικρό καγκελόφρακτο παραθυράκι της φυλακής του και έγραφε ποιήματα με το φως του φεγγαριού. Έτσι έγραψε τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας».
Πως όμως θα τα έστελνε σε ένα συνθέτη για να τους βάλει μουσική, αφού δεν τον άφηναν να βγει από τη φυλακή του; Η λύση βρέθηκε με έναν τρόπο που δεν περίμενε κανείς…Ο ποιητής, που ήταν πολύ ευαίσθητος, αρρώστησε μέσα στη φυλακή. Τον μετέφεραν σε ένα νοσοκομείο και εκεί πήγε να τον δει η κορούλα του και η γυναίκα του. «Τι είναι όλα αυτά τα χαρτάκια, μπαμπά;» τον ρώτησε η μικρή Έρη. Εκείνος της χαμογέλασε, την πήρε αγκαλιά και της αποκάλυψε στ’ αυτί το μυστικό του. Η Έρη, που ήταν κι αυτή γενναία και καλόκαρδη σαν τον μπαμπά της, πήρε τα χαρτάκια με τα ποιήματα και τα έχωσε κρυφά στην τσέπη της. Αφού επέστρεψαν με τη μαμά της στο σπίτι τους, της τα εμπιστεύτηκε και εκείνη τα έβαλε σε ένα φάκελο και τα έστειλε στο συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, που ζούσε σε μια άλλη χώρα, τη Γαλλία, για να μην τον συλλάβουν οι δικτάτορες και εκείνον. Ο κύριος Μίκης, μόλις τα διάβασε, είπε με βροντερή φωνή: «Είναι έξοχα! Θα τα κάνω τραγούδια!». Έκατσε στο πιάνο του και έγραψε 18 τραγούδια, ένα για κάθε ποίημα. Όταν ο τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας που ήταν φίλος του, πήγε στο Παρίσι για να τον επισκεφθεί, του τα έπαιξε στο πιάνο. «Μα είναι υπέροχα, Μίκη μου! Δεν μπορώ να κρατηθώ, θέλω να τα τραγουδήσω τώρα αμέσως!», είπε κατενθουσιασμένος. Και έτσι φτιάχτηκε αυτός ο μουσικός δίσκος, που αργότερα, όταν η ελευθερία και η δημοκρατία ξαναγύρισαν στη χώρα μας – γιατί οι καλοί πάντα νικάνε, να μην έχετε καμία αμφιβολία για αυτό – τον αγάπησε και τον τραγούδησε ολόκληρη η Ελλάδα (και όχι μόνο). Ακόμη τα τραγουδάμε αυτά τα υπέροχα ποιήματα-τραγούδια.(από Evi Tsitiridou blog).
από Δήμου Μαρία