Κάποιο δειλινό, καθώς ο Ήλιος έπεφτε νυσταγμένος πίσω από το βουνό, άκουσε να τον φωνάζουν:
-Ε, κυρ-Ήλιε! Περίμενε μια στιγμή. Θέλω κάτι να σου πω.
Ήταν το Φεγγάρι. Έτρεχε βιαστικό να προλάβει τον Ήλιο, πριν πέσει να κοιμηθεί. Μόλις πλησίασε, του είπε λαχανιασμένα:
-Ουφ! Ξέρεις; Καιρό τώρα σε κοιτάζω, καθώς κάνεις βόλτα στον ουρανό και ζηλεύω τις χρυσές σου αχτίδες. Σκέφτηκα, λοιπόν, να έρθω και σαν φίλος να σου ζητήσω να μου δώσεις μία. Εσύ έχεις τόσες πολλές, που δε θα σου λείψει η μία αχτίδα που θα μου δώσεις. Ενώ εγώ θα την έχω για στολίδι και συντροφιά στη νυχτερινή μου βόλτα.
Ο Ήλιος τον κοίταξε χαμογελώντας και είπε:
-Εγώ, φίλε μου κυρ-Φέγγαρε, να σου δώσω μία αχτίδα μου. Πρόσεξε όμως μήπως σου φέρει σκοτούρες. Γιατί ό,τι ταιριάζει στον ένα, δε σημαίνει πως ταιριάζει και στον άλλο.
Έβγαλε λοιπόν μια αχτίδα από πάνω του και την έδωσε στο φεγγάρι.
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ, φώναξε αυτό ευχαριστημένο.
Ο Ήλιος όμως δεν το άκουγε, γιατί βιαζόταν να πάει να κοιμηθεί. Με την κουβέντα είχε καθυστερήσει.
Το Φεγγάρι φόρεσε την ηλιαχτίδα και καμαρωτό καμαρωτό ξεκίνησε το βραδινό του περίπατο. Στην αρχή ήταν πολύ ωραία η συντροφιά της ηλιαχτίδας. Με το φωτάκι της έβλεπε πράγματα κάτω στη γη που πριν δεν τα ‘βλεπε, γιατί ήταν σκοτεινά. Έπειτα, πίστευε ότι η αχτίδα το ομόρφαινε. Καθώς όμως περνούσαν οι ώρες, νύσταξε. Έκλεισε τα μάτια να κοιμηθεί. Άρχισε τότε να το ενοχλεί λίγο το φως της ηλιαχτίδας. Φόρεσε το νυχτερινό του σκούφο βαθιά και σκέπασε τα μάτια του. Μα δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Άρχισε να στεναχωριέται. Γύρισε από δω, γύρισε από κει. Τίποτε. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Τ’ αστεράκια στον ουρανό άρχισαν να παραπονιούνται:
-Μα, κυρ-Φέγγαρε, αυτό το φως είναι δυνατότερο από το δικό μας, κι έτσι δε φαινόμαστε καθόλου εμείς απόψε.
Στο δάσος τα πουλάκια δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί εκείνη η νύχτα δεν ήταν σκοτεινή.
-Μ’ αυτό το περίεργο φως που έχει απόψε το Φεγγάρι, δεν μπορούμε να κλείσουμε μάτι, έλεγε ένας σπουργίτης.
-Και τα παιδάκια μου όλη την ώρα κλαίνε, είπε παραπονεμένα μία μπεκάτσα.
-Κι είμαστε τόσο κουρασμένα όλη τη μέρα. Πώς θα ξεκουραστούμε, για να δουλέψουμε αύριο; ρώτησε μία τσίχλα.
-Πρέπει να κάνουμε κάτι. Με το να γκρινιάζουμε δε γίνεται τίποτα, είπε ένας σπίνος.
Τότε πήρε το λόγο η σοφή κουκουβάγια και είπε αργά αργά:
-Εγώ πιστεύω πως πρέπει να στείλουμε τρία πουλιά στο Φεγγάρι, να του πούνε τι γίνεται. Και να το παρακαλέσουν να σβήσει αυτό το φως, για να κοιμηθούμε.
Αποφασίσανε λοιπόν να πάνε στο Φεγγάρι ο σπίνος, ο δρυοκολάπτης και η τσίχλα και να του μιλήσουν. Η αποστολή ξεκίνησε αμέσως.
Καθώς προχωρούσαν, άκουσαν μια φωνίτσα από την αυλή του μικρού σπιτιού, έξω από το δάσος:
-Πουλάκια, που πάτε;
Ήταν το νυχτολούλουδο.
Τα τρία πουλάκια πήγαν κοντά του.
-Πηγαίνουμε στο Φεγγάρι, να το παρακαλέσουμε να σβήσει αυτό το φως, που δε μας αφήνει να ησυχάσουμε απόψε.
-Σας παρακαλώ, είπε το νυχτολούλουδο, πέστε στο Φεγγάρι και για μένα. Απόψε, μ’ αυτό το φως, δεν μπορώ ν’ ανοίξω τα λουλούδια μου και να μοσχοβολήσουν.
-Εντάξει, θα του το πούμε, είπαν τα πουλάκια και πέταξαν βιαστικά για το Φεγγάρι.
Στο δρόμο συνάντησαν ένα διαστημόπλοιο. Ο αστροναύτης που το οδηγούσε, μόλις είδε τα τρία πουλάκια, τους φώναξε πίσω από το τζάμι ενός παραθύρου:
-Ε, πουλάκια! Πού πάτε;
-Πάμε στο Φεγγάρι, να το παρακαλέσουμε να σβήσει αυτό το φως, που δε μας αφήνει να ησυχάσουμε απόψε.
-Πέστε, τότε, και για μένα. Έτσι που φέγγει το Φεγγάρι μού τυφλώνει τα μάτια και δεν μπορώ να βλέπω, για να συνεχίσω το ταξίδι μου.
-Καλά, φίλε, θα του το πούμε, απάντησαν πρόθυμα τα πουλάκια.
Όταν επιτέλους έφτασαν στο Φεγγάρι, το βρήκαν κουρασμένο, με πρησμένα, κόκκινα μάτια.
-Γεια σας, φίλοι μου, τι θέλετε; ρώτησε νυσταγμένα τα τρία πουλάκια.
-Αχ, καλέ μας κυρ-Φέγγαρε, του είπε η τσίχλα, απόψε δεν άφησες τον ουρανό να σκοτεινιάσει. Και κανένα πουλάκι στο δάσος δεν μπορεί να κοιμηθεί.
-Το νυχτολούλουδο δεν μπορεί ν’ ανοίξει τα λουλούδια του και να μοσχοβολήσει, είπε ο σπίνος.
-Και ο αστροναύτης δεν μπορεί να συνεχίσει το ταξίδι, γιατί τον τυφλώνεις, είπε ο δρυοκολάπτης.
-Γι’ αυτό, σε παρακαλούμε, σβήσε αυτό το φως, είπαν και τα τρία μαζί.
-Καλοί μου φίλοι, είπε κουρασμένα τα Φεγγάρι, μην ανησυχείτε, θα το σβήσω. Άλλωστε κι εμένα με έχει αφήσει ξάγρυπνο.
Τα πουλάκια έφυγαν ευχαριστημένα. Το Φεγγάρι άρχισε να σκέφτεται: «Φαίνεται πως ο κυρ-Ήλιος είχε δίκιο. Ό,τι ταιριάζει στον ένα, δε σημαίνει πως ταιριάζει και στον άλλο. Η ηλιαχτίδα μπορεί να είναι όμορφη στον κυρ-Ήλιο, όμως σε μένα φέρνει σκοτούρες. Αύριο το πρωί θα του την επιστρέψω. Απόψε όμως κάπου πρέπει να την κρύψω. Υποσχέθηκα στους φίλους μου πως θα σκοτεινιάσω τον ουρανό. Άλλωστε κι εγώ νυστάζω τόσο πολύ», σκέφτηκε και χασμουρήθηκε. «Αααχ!». Δίπλωσε και ξαναδίπλωσε την ηλιαχτίδα και την έκρυψε κάτω από τη σκούφια του.
Αμέσως σκοτείνιασε όπως τις άλλες νύχτες. Τ’ αστεράκια φώτισαν με μικρά φωτάκια το σκοτεινό ουρανό.
Τα πουλάκι έπεσαν ήσυχα για ύπνο.
Το νυχτολούλουδο άνοιξε τα ανθάκια του και έχυσε το άρωμά του παντού γύρω.
Ο αστροναύτης συνέχισε το ταξίδι για το Φεγγάρι.
Μόνο το καημένο το Φεγγάρι δεν κοιμήθηκε καθόλου. Έμεινε ξάγρυπνο όλη τη νύχτα από το φόβο μην πέσει η σκούφια και ξεφύγει η ηλιαχτίδα και ανησυχήσει πάλι όλο τον κόσμο.
Το πρωί, μόλις ο Ήλιος έβγαινε πίσω από το βουνό, για να αρχίσει τον πρωινό του περίπατο, βλέπει το Φεγγάρι να έρχεται βιαστικά κοντά του. Ήταν πολύ κουρασμένο, με μισόκλειστα, κόκκινα μάτια και μιλούσε πολύ σιγανά.
-Κυρ-Ήλιε, σ’ ευχαριστώ για την αχτίδα που μου έδωσες, είπε στον Ήλιο. Όμως είχες δίκιο πως δεν πρέπει να ζηλεύουμε τα πράγματα του άλλου. Γιατί ό,τι ταιριάζει στον ένα, δε σημαίνει πως ταιριάζει και στον άλλο. Πάρε λοιπόν την αχτίδα σου και σ’ ευχαριστώ.
Και το Φεγγάρι έβγαλε από πάνω του την ηλιαχτίδα και την έδωσε πίσω στον Ήλιο. Μετά έτρεξε βιαστικά πίσω από το βουνό, για να κοιμηθεί λίγο. Πόσο νύσταζε!
ΦΡΟΣΩ ΧΑΤΟΓΛΟY