παπούτσια δύο νούμερα μικρότερα (ιστορίες για μεγάλους)

Προσωπικές Εργασίες

Η ιστορία χρησιμοποιήθηκε από τον Κωνσταντίνο Κιουρτσή στη διάρκεια μιας διήμερου εκπαιδευτικού σεμιναρίου με τίτλο: «Η Αγωγή Υγείας για την προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη του Εκπαιδευτικού», για εκπαιδευτικούς Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, που πραγματοποιήθηκε στην Έδεσσα, στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου, στις 13 και 16 Δεκεμβρίου 2010.

Η ιστορία είναι δημοσιευμένη στο: Bucay Jorge (2006). «Να σου πω μια ιστορία». Αθήνα: Opera, 36-38.

δύο νούμερα μικρότερα

Ένας άντρας μπαίνει σε ένα κατάστημα υποδημάτων, κι ένας ευγενικός υπάλληλος τον πλησιάζει:
«Τι θα θέλατε, παρακαλώ;»
«Θα ήθελα ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια, σαν εκείνα που έχετε στη βιτρίνα.»
«Βεβαίως. Τι νούμερο φοράτε; Για να δω  . . .   Σαράντα ένα.»
«Όχι, τριάντα εννέα, παρακαλώ»
«Συγνώμη, κύριε. Πάνε είκοσι χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά. Το νούμερό σας
μάλλον είναι σαράντα ένα ή σαράντα. Αποκλείεται να είναι τριάντα εννέα.»
«Το τριάντα εννέα, παρακαλώ!»
«Συγνώμη και πάλι, αλλά επιτρέψτε μου να σας μετρήσω το πόδι.»
«Μετρήστε όσο θέλετε. Όμως εγώ θέλω ένα ζευγάρι νούμερο τριάντα εννέα.»
Ο πωλητής βγάζει ένα περίεργο εργαλείο, μετράει το πόδι του ποδιού και με ικανοποίηση δηλώνει:
«Βλέπετε; Όπως σας το έλεγα. Σαράντα ένα!»
«Δε μου λέτε, εσείς θα πληρώσετε τα παπούτσια, ή εγώ;»
«Εσείς, φυσικά!»
«Ε, τότε λοιπόν, φέρτε μου ένα ζευγάρι νούμερο τριάντα εννέα, να τελειώνουμε!»
Ο πωλητής έκπληκτος αλλά συμβιβασμένος, πάει να φέρει το νούμερο τριάντα εννέα. Στο δρόμο καταλαβαίνει τι είχε συμβεί. Τα παπούτσια μάλλον δεν είναι για τον ίδιον, θα θέλει να τα κάνει δώρο.
«Ορίστε, κύριε, μαύρο χρώμα και νούμερο τριάντα εννέα»
«Ευχαριστώ, μου δίνετε το κόκαλο;»
«Μα, θα τα φορέσετε;»
«Φυσικά»
«Είναι για εσάς;»
«Ναι, για εμένα είναι. Μου δίνετε το κόκαλο;»
Το κόκαλο είναι απαραίτητο για να καταφέρει να χώσει το πόδι του στο παπούτσι.
Ύστερα από πολλή προσπάθεια και γελοίες κινήσεις, ο πελάτης καταφέρνει να χώσει τα πόδια του στα παπούτσια. Με μορφασμούς πόνου κάνει μερικά βήματα μέσα στο μαγαζί με αυξανόμενη δυσκολία.
«Ωραία, θα τα πάρω.»
Ο πωλητής, και μόνο που σκέφτεται τα δάχτυλα του πελάτη στριμωγμένα μέσα στο νούμερο τριάντα εννέα, νιώθει να πονάνε τα δικά του δάχτυλα.
«Να σας τα τυλίξω;»
«Όχι, ευχαριστώ, θα τα φορέσω! Πόσο κάνουν;»
Ο πελάτης πληρώνει, βγαίνει από το κατάστημα και περπατάει όπως-όπως τρία τετράγωνα παρακάτω, ως τη δουλειά του. Είναι ταμίας σε μια τράπεζα.
Στις τρεις το απόγευμα, ύστερα από έξι και βάλε ώρες  μέσα στα καινούρια του παπούτσια, το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο από τον πόνο, τα μάτια του κατακόκκινα και τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του.
Ο συνάδελφός του, τον παρακολουθεί από το διπλανό ταμείο όλο το απόγευμα, κι ανησυχεί.
«Μα τι έχεις; Δεν αισθάνεσαι καλά;»
«Μην ανησυχείς. Είναι τα παπούτσια.»
«Τι συμβαίνει με τα παπούτσια;»
«Με σφίγγουν»
«Γιατί; Βράχηκαν και μάζεψαν;»
«Όχι, είναι δύο νούμερα μικρότερα»
«Ποιανού είναι;»
«Δικά μου»
«Δεν σε καταλαβαίνω. Δεν σε πονάνε;»
«Μ΄ έχουν πεθάνει στον πόνο»
«Τότε;»
«Θα σου εξηγήσω», λέει ξεροκαταπίνοντας. «Εγώ στην ζωή μου δεν έχω πλέον απολαύσεις. Στην πραγματικότητα, τον τελευταίο καιρό οι ευχάριστες στιγμές μου είναι ελάχιστες»
«Και λοιπόν;»
«Με αυτά τα παπούτσια υποφέρω. Πονάω φριχτά, είναι αλήθεια  . . . Όμως, σε  λίγες ώρες, όταν θα φτάσω σπίτι μου και θα τα βγάλω . . . Φαντάζεσαι τι ηδονή θα νιώσω; Απόλαυση, αδελφέ μου, αληθινή απόλαυση!»