ΑΝ ΕΦΤΑΣΕΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ…
Πάρε με όταν, ή καλύτερα, Αν φτάσεις. Δυστυχώς, δεν σταμάτησες στις ράγες… Η καρδιά μου ράγισε στα δυο… Αν έφτασες Παράδεισο…πες μου πώς περνάς…
(Γιώργος Βάρδας, Α’ Λυκείου Αστυπάλαιας)
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ
Περίμενα να αγκαλιαστούμε όταν θα έφτανες … ‘’Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Θα μου λείψεις… Καλό Παράδεισο.’’
(Γιώργος Ρωσσιάδης, Α’ Λυκείου Αστυπάλαιας)
ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΑΠΟ ΤΑ 58 ΘΥΜΑΤΑ
Εκεί που είσαι, πιθανώς περνάς καλύτερα από εδώ πέρα. Έτσι όπως έχει καταντήσει η κοινωνία μας, που έχουν ομαλοποιηθεί η κακία, ο εγωισμός και η αδιαφορία. Έχουμε αχρηστέψει τόσο πολύ, που δεν μπορούμε να κάνουμε ένα μικρό ταξιδάκι χωρίς να φοβόμαστε. Πολλοί κατηγορούν έναν συγκεκριμένα, στην πραγματικότητα όλοι μας φταίμε, που από ανθρώπινες ψυχές οι οποίες νοιαζόντουσαν για το καλό του κόσμου, μετατραπήκαμε σε ρομπότ που μόνο κοιτάνε το συμφέρον τους. Αντί να αγνοούμε και να αντιμετωπίζουμε αδιάφορα τις κακίες που σαν καρκίνοι ξεχωρίζουν στην κοινωνία , τώρα πλέον φαντάζει το φυσιολογικό σαν σπάνιο και παράξενο. Τουλάχιστον, είναι πιο εύκολο να δούμε την Αλήθεια τώρα. Εσείς εκεί πάνω Την ξεχωρίζετε πιο καθαρά από όλους μας. Φροντίστε να το χρησιμοποιήσετε αυτό για το Καλύτερο…
( Γιώργος Σταύρου, Α’ Λυκείου Αστυπάλαιας )
ΤΑ ΤΕΜΠΗ
Δεν ήταν ατύχημα
ήταν έγκλημα
60 ζωές χάθηκαν
και γονείς πικράθηκαν
Σταμάτησε το μέλλον
ξαφνικά χωρίς ελπίδα
και βγήκαν από το τρένο…
Βγήκαν από το τρένο
πολλά παιδιά χτυπημένα
κάποια ζωντανά,
κάποια πεθαμένα
Έφευγαν απ’ τους γονείς τους
χαρούμενα και υγιή
και κατέληξαν σε μιαν ώρα
χτυπημένα και δίχως αναπνοή
‘’Δεν έχω οξυγόνο’’…
‘’Πάρε με όταν φτάσεις’’
ήταν οι φράσεις με την τελευταία τους πνοή.
(Άννα- Πορτα’ί’τισσα Δημητράντζου, Α’ Λυκείου Αστυπάλαιας)
ΤΕΜΠΗ
Στη γυμνή πατούσα
μετρώ
στα μαυρισμένα πόδια μου.
Τα σημάδια
Εδώ βλέμματα
μάτια ανθρώπων
στο τρένο.
Επιμονή μου.
Ένα θέλω: να ζήσω.
Και να νιώθω αληθινά
Ναι
Να ζω.
( Χρήστος Μάμμος, Α’ Λυκείου Αστυπάλαιας)
ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ ΝΑ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΕΚΕΙ ΜΑΚΡΙΑ
Τον βλέπω να στέκεται εκεί μακριά…
Έναν άνθρωπο ψηλό και υπερήφανο,
ένα παιδί γεμάτο ζωντάνια και ελπίδα,
με υπομονή να περιμένει…
Άραγε, να έχει προλάβει να ζήσει;
Να νιώσει, να ταξιδέψει και να ονειρευτεί;
Να δει και να αντιληφθεί πραγματικά τον κόσμο;
Να μιλήσει για τελευταία φορά στους γονείς του;
Το τελευταίο ακούγεται ξαφνικό και απρόσμενο,
μας δημιουργεί απορία και άγχος,
αλλά είναι το σημαντικότερο.
Γιατί θα αποτελέσει την Στερνή του σκέψη.
Θα είναι η τελευταία του αυθόρμητη πράξη,
να πιάσει το τηλέφωνο και να καλέσει στο σπίτι.
Θα περιμένει, όπως περίμενε σ’ εκείνον τον σταθμό
και όταν οι γονείς του απαντήσουν, θα φωνάξει.
Θα κλάψει και θα παρακαλέσει,
θα προσπαθήσει να αναπνεύσει,
να αισθανθεί και να ακούσει για τελευταία φορά.
Αλλά, θα προλάβει;
Φαίνεται πως πολλά παιδιά σαν αυτόν, δεν πρόλαβαν.
Έμειναν με την Απορία και την Αδικία στα χείλη
να τους τρώει και να τους πονάει,
έτσι όπως πονάει τους γονείς τους , η Απώλειά τους…
(Ιάκωβος Λαπατάς, Α’ Λυκείου Αστυπάλαιας)