• φωτόδεντρο
  • Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων

    Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων
  • Aγ. Γραφή

    Aγ. Γραφή
  • kutsal kitap

    startmenu
  • τυπικόν

    content
  • γραφείο νεότητας Αρχιεπισκοπής

    γραφείο νεότητας Αρχιεπισκοπής
  • Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών

    Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών
  • Ι. Μ. Ν. Σμύρνης

    Ι. Μ. Ν. Σμύρνης
  • Συναξαριστής

    Συναξαριστής
  • EDUCATION AND religion

    religion
  • εθελουσία λήθη 2

    biz029
  • εθελουσία λήθη 3

    12 - 1.jpgPadraic MoodCollector
  • Π.Θ.Σ. ΚΑΙΡΟΣ

    foto kairos
  • ΠΑΝΣΜΕΚΑΔΕ

    logo
  • Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ

    mesopelaga
  • religionslehrer.gr/

    religionslehrer.gr/
  • thriskeutikametaxi

    thriskeutikametaxi
  • θρησκευτικά αλλιώς

    θρησκευτικά αλλιώς
  • e- Θρησκευτικά.

    e- Θρησκευτικά.
  • Virtual School

    Virtual School
  • stavrodromi

    stavrodromi
  • δός μοι τοῦτον τὸν ξένον

    δός μοι τοῦτον τὸν ξένον
  • προφίλ

    SL384668

Ὀρθόδοξος Λατρεία

jog33
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Φλωρόφσκυ
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας»,ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα.

O Χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία λειτουργική. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα λατρεύουσα κοινότη τα. Ἡ λατρεία ἔρχεται πρώτη, ἀκολουθεῖ ἡ διδασκαλία καὶ ἡ πειθαρ χία. […] Ὑπάρχουν στὸ Εὐαγγέλιο δύο χωρία σχετικὰ μὲ τὴν προσευχή, ποὺ μὲ μία πρώτη ματιὰ φαίνεται νὰ μᾶς ὁδηγοῦν σὲ ἀντίθετη τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο κατεύθυνσι: ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία, βλέπουμε τὸν Κύριο νὰ διδάσκῃ τὰ πλή- θη νὰ προσεύχω νται «ἐν κρυπτῷ». Ἡ προσευχή τους πρέπει νὰ εἶναι κατ’ ἰδίαν προσευ χή, —«καὶ κλείσας τὴν θύραν σου» — μονάχος ὁ ἄνθρω πος μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα του (Ματθ. 6, 5 ἑξ.). Ἀπ’ τ’ ἄλλο ὅμως μέρος, σὲ μία ἄλλη περί- στασι, ὁ Κύριος τονίζει τὴ δύναμι τῆς προσευχῆς ποὺ γίνεται ἀπὸ κοινοῦ: «… ἐὰν δύο ἐξ ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτή­ σωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 18, 19-20). Συγκρούονται τάχα οἱ δύο αὐτὲς διαφορετικὲς στάσεις τοῦ Κυρίου ἀπέναντι στὴν προσευχή, καὶ ἀντιτί- θενται μεταξύ τους; Ἢ μήπως συνά- πτονται καὶ εἶναι δυνατὲς μόνο στὴν περίπτωσι ποὺ συνυπάρχουν; Παρα- δόξως, ἡ μία προϋποθέτει τὴν ἄλλη. Πρέπει κανεὶς νὰ μάθῃ νὰ προσεύχe ται μονάχος, ἀποθέτοντας στὰ πόδια τοῦ Πατέρα ὅλες τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἀδυναμίες του, σὲ στενή, προσωπικὴ ἐπικοινωνία. Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀσκηθῆ ἔτσι νὰ προσεύχωνται, μοναχικά, μποροῦν ἀληθινὰ νὰ συναντηθοῦν μεταξύ τους πνευμα- τικὰ σ’ ὅ,τι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο ζη- τάει ἀπὸ τὸν κοινὸ οὐράνιο Πατέρα. Ἔτσι, φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ κοινὴ προσευχὴ προϋποθέτει προσωπικὴ ἄσκησι. Προσωπικὴ προσευχὴ εἶναι δυνατὴ μόνο μέσα στὸ χῶρο τῆς κοι- νότητος. Ὅ,τι εἶναι ὁ χριστιανὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι σὰν μέλος τοῦ σώ- ματος τοῦ Χριστοῦ, κι ὄχι καθεαυ- τόν. Ἀκόμη καὶ στὴ μοναξιὰ καὶ στὸ «ταμεῖον» μέσα ὁ χριστιανὸς προ- σεύχεται σὰν μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ χῶρο της μαθαίνει τοὺς κανόνες καὶ τὴν εὐσέβεια. Καὶ οἱ δύο τύποι προσευχῆς εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ συμπληρωματικοί⋅ εἶναι ὀργανικὰ δεμένοι μεταξύ τους σὰν δύο ἀχώ- ριστες ὄψεις τῆς ἴδιας πράξεως εὐσε- βείας. Καθένας μόνος του, χωριστὰ ἀπ’ τοὺς ἄλλους, μπορεῖ νὰ χαράξῃ ἐσφαλμένους δρόμους, νὰ γίνῃ ἐπικίνδυνος⋅ ἡ κατ’ ἰδίαν προσευχὴ μπορεῖ νὰ ἐκφυλισθῆ στὸν εὐσεβισμό, σὲ μία πράξη συγκινησιακὴ καὶ ἐκστασιακή, μία πράξι διασπαστική. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πάλι, ὅταν, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν καθόλου προηγουμένως ἀσκηθῆ, προσπα- θήσουν νὰ «ἑνωθοῦν» μὲ τοὺς ἄλλους, τὸ ἀποτέλεσμα δὲν θὰ εἶναι προσευχὴ κοινότητος, ἀλλὰ μᾶλλον μαζικὴ προσευχή. Δὲν θἄναι ἡ προσευχὴ μιᾶς κοι νότητος προσώπων, ἀλλὰ ἐκείνη τῆς ἀπρόσωπης μάζης – ἁπλὴ τυπικότη τα καὶ ὑποκρισία μ’ ἄλλα λόγια. Ἀποτελεῖ, λοι πόν, ἀναγκαιότητα μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ προπαρασκευὴ τῶν πιστῶν γιὰ τὴν κοινὴ προσευχή, μέσῳ τῆς προσωπικῆς εὐσεβείας, στὸ ἰδιαίτερό τους «τα μεῖο». Ἀρχίζει κανεὶς νὰ προσεύχεται στὸ σπίτι του, κι ὕστερα πάει στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ οἱ προσευχόμενοι συναντῶνται, ἀνακαλύπτει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ μποροῦν αὐθόρ- μητα νὰ ἑνωθοῦν στὸ χῶρο τοῦ κοι- νοῦ αἰτήματος, τῆς κοινῆς λατρείας. Ἂν θέλουμε ν’ ἀκριβολογήσουμε, ἡ φράσις «προσωπικὴ εὐσέβεια» εἶναι ὅρος ἀτυχὴς καὶ ἐσφαλμένος⋅ μπορεῖ νὰ δώσῃ τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι, ὅπως καὶ ὑπῆρξε ἄλλωστε, μία ὑπόθεσις ἰδιωτική, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπ’ τὴ συνείδησι τοῦ καθενός, ἐνῷ ἀντίθετα εἶναι μία ὑποχρεωτικὴ προπαρασκευή, ἐπιβεβλημένη στὰ ἄτομα ἀπὸ τὸν αὐστηρὸ νόμο τῆς ἐκκλησιαστικῆς πειθαρχίας. Ὑπάρ χουν καθωρισμένοι κανόνες γιὰ τὴν ἐνάσκησι τῆς «προσωπικῆς εὐσεβεί ας», καὶ πολὺ λίγος εἶναι ὁ χῶρος  ποὺ ἀφήνεται γι’ αὐτοσχεδιασμό. Καὶ πάλι, εἶναι φανερὸ ὅτι πρόκειται γιὰ κάτι περισσότερο ἀπὸ ἁπλὴ προ- παρασκευή. Ἀκόμη καὶ στὸ «ταμεῖο» κλεισμένος ἕνας χριστιανὸς δὲν θὰ προσευχηθῆ γιὰ τὸν ἑαυτό του μόνο. Πεσμένος στὰ γόνατα μπρὸς στὸν Πατέρα δὲν εἶναι ποτὲ μονάχος του⋅ ὁ οὐράνιος Πατέρας δὲν εἶναι μόνο δικός του, ἀλλὰ ὅλων μας Πατέρας. Ὁ χριστιανὸς πρέπει νἄχῃ κατὰ νοῦ ὅτι κι ἄλλοι πολλοὶ τὴν ἴδια ὥρα εἶναι γονατισμένοι ὅπως κι αὐτὸς ἐνώπιον Ἐκείνου καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσκομίσῃ μόνο τὶς ἰδιωτικὲς προσωπικές του ἀνάγκες, τὴ δική του θλίψι, τὰ δικά του μόνο αἰτήματα. Ἡ προ- σωπικὴ προσευχὴ πρέπει νὰ εἶναι «καθολική», δη- λαδὴ περιεκτικὴ τῶν πά- ντων, οἰκουμενική. Ἔτσι, ἡ καρδιὰ τοῦ πιστοῦ θὰ πλατύνῃ, γιὰ ν’ ἀγκαλιάσῃ ὅλες τὶς ἀνάγκες καὶ τὸν πόνο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ πάσχει. Μόνο μὲ τὸ πνεῦμα αὐτὸ μποροῦν τὰ ἄτομα νὰ συναντηθοῦν πραγματικὰ «σὰν ἀδέλ φια», σὰν ζῶντα δηλαδὴ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ συμπέσουν ἀληθινὰ στὰ αἰτήματα, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ κάνουν στὸν Κύριό μας. Ἀπὸ τ’ ἄλλο μέρος, ἡ κοινὴ προσευχὴ μπορεῖ νὰ χαρα- κτηρισθῆ σὰν προσωπικὴ ὑποχρέωσις καὶ προσω- πικὴ εὐθύνη γιὰ τὸν καθέ να, ποὺ μοιράζεται μαζὶ μ’ ὅλους τὸν κοινὸ θησαυρὸ τῆς ἀπολυτρώσεως. Μπορεῖ κανεὶς νὰ δια- λέξῃ μία προσευχὴ ποὺ θὰ ταιριάζῃ στὴν προσωπική, ἰδιαίτερή του κατάστασι, ἀκόμη καὶ μία πολὺ μικρή. Πρέπει ὅμως αὐτὴ ἡ συνήθεια νὰ διατηρηθῆ σταθερά, δίχως ποτὲ νὰ καταργηθῆ ἀπὸ ἐλαφρότητα ἢ ὀκνη- ρία. Ἡ ἄσκησις αὐτή, σημεῖο ὑπα- κοῆς καὶ αὐτοπειθαρχίας, προστα τεύει ἀπὸ τὸν ὑποκειμενισμό, ποὺ μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ στὴν ἐνάσκησι τῆς εὐσεβείας. Ἡ προσευχὴ ποὺ ξε- πηδᾶ αὐθόρμητα ἔρχεται μετὰ ἀπὸ τὴν ἄσκησι αὐτή. Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ἀπαγγελία θεσπισμένων τύπων, ἀλλὰ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα συνομιλία μὲ τὸ ζῶντα Θεὸ καὶ γιὰ τοῦτο, μπορεῖ νὰ γίνεται καὶ σιωπηρά. Νά μερικὲς συμβουλὲς σχετικὲς μὲ τὴν προσευχή, δοσμένες ἀπὸ ἕναν ἅγιο Ρῶσο ἐπίσκοπο, τὸ Θεο- φάνη (1815-1894), ποὺ θεωρεῖται ἱκανὸς καὶ ἔμπειρος στοχαστὴς πάνω στὰ προβλήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς τῆς εὐσεβείας. Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἀκόμη, λέει, γιὰ νὰ προ- σευχηθῆ κανεὶς στὸ Θεὸ ἀληθινὰ καὶ σωστά, πρέπει νὰ προετοιμασθῆ μελετώντας καί, εἰ δυνατόν, ἀποστη- θίζοντας τὶς προσευχές. Μελετώντας κανείς, πρέπει νὰ βεβαιωθῆ ὅτι «κα- ταλαβαίνει» καὶ «αἰσθάνεται» κάθε λέξι καὶ κάθε στίχο τῆς φράσεως, ὥστε μὲ τὸ λογισμὸ νὰ ὑψωθῆ πάνω ἀπὸ τὶς λέξεις καὶ νὰ συλλάβῃ ἔτσι τὸ πλῆρες τους νόημα, καὶ μόνο τότε πρέπει ν’ ἀρχίσῃ νὰ προσεύχεται. Τὸ πρόβλημα τοῦ προσευχομένου εἶναι πῶς νὰ διατηρήσῃ τὴν προσοχή του, καὶ νὰ μὴ διασπασθῆ, πῶς δηλαδὴ νὰ ἔχῃ συνεχῶς κατὰ νοῦ τὴν αἴσθη- σι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ποὺ νὰ μὴ προσελκύεται ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἐντυπώσεις καὶ κοσμικὲς φροντίδες. Γιατὶ ἡ πράξις τῆς προσευχῆς εἶναι οὐσιαστικὰ περισυλλογή. Οἱ λέξεις τῆς προσευχῆς πρέπει ν’ ἀπαγγέλλωνται κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μιλᾶνε στὴν ψυχή. Μπορεῖ μία λέξι νὰ προσελκύσῃ ἰδιαίτερα τὴν προ- σοχή μας. Ὁ προσευχόμενος τότε πρέπει νὰ σταματήσῃ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τὴν ἀνάγνωσι τοῦ κειμένου καὶ νὰ συλλογισθῆ πάνω στὸ νόημα τῆς λέξεως αὐτῆς. Ὅλα ὅμως αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα πρῶτο βῆμα. Τὰ βιβλία μὲ τὶς προσευχὲς δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρὰ τὰ ἀλφαβητάρια τῆς εὐσεβείας⋅ ἀπαραίτητα γιὰ τὸν πρῶτο καιρό, ἀπευθύνονται πρὸς τὶς ἀνάγκες αὐτῶν ποὺ τώρα μόλις κά νουν τὴν ἀρχή. Καὶ τὸ πρῶτο βῆμα δὲν πρέπει νὰ γίνῃ πρὸς λανθασμέ- νη κατεύθυνσι, γιατὶ τότε δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε καμμία πρόοδο. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ, βέβαια, νὰ μείνῃ ἱκανο- ποιημένος μὲ τὸ πρῶτο βῆμα. Ἀρχίζουμε νὰ μαθαίνουμε μία γλώσ σα ἀπομνημονεύοντας φράσεις, ἐρωταποκρίσεις, ἔχοντας συχνὰ γιὰ ὁδηγό μας ἕνα βιβλίο⋅ ὅμως, ἀργὰ ἢ γρήγορα, ἀρχίζουμε, φυσικά, νὰ μιλᾶμε. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν προσευχή: μαθαίνουμε πρῶτα ὡρισμένες ὑπο- δειγματικὲς φόρμες, φράσεις, στίχους, ἀλλ’ ἀργὰ ἢ γρήγορα πάλι πρέπει ν’ ἀρχίσουμε αὐθόρμητα νὰ μιλᾶμε στὸ Θεό. Σκοπὸς τῆς ἀσκήσεως εἶναι νὰ ἱκα- νώσῃ ἕνα πρόσωπο ν’ ἀρχίσῃ τὴ συνομιλία αὐτὴ μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ ἡ προσευχὴ δὲν πρέπει νὰ περιορισθῆ σ’ ὡρι- σμένες ὧρες ἢ σ’ ὡρι- σμένες εἰδικὲς περιπτώ- σεις. Πρέπει νὰ γίνῃ μία συνήθεια, μία γενικὴ το- ποθέτησις στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Μ’ ἄλλα λόγια, ὁ χριστιανὸς πρέπει συνεχῶς νὰ αἰσθάνεται τὴν παρου- σία τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ τὸ τέρμα τῆς ἀσκήσεως. Σκοπὸς τῆς προσευχῆς εἶναι ἀκριβῶς τὸ νὰ ὑπάρχῃ κανεὶς παντοτεινὰ «σὺν Θεῷ».

;


Αφήστε μια απάντηση

Copyright © …για το Μάθημα των Θρησκευτικών          Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση