Για πολλές δεκαετίες το σχολείο παρείχε ολόκληρο το περιεχόμενο της γνώσης μιας επιστήμης, εναρμονισμένο με το ηλικιακό, νοητικό επίπεδο των μαθητών, το οποίο διεκπεραιωνόταν μέσα από διακριτά-αυτοτελή μαθήματα επιστήμες υπήρχε, δηλαδή, αντιστοιχία επιστήμης και μαθήματος. Το Πρόγραμμα Σπουδών του Λυκείου έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια στην κατεύθυνση της διαθεματικής προσέγγισης.
Η “παράµετρος της διαθεματικότητας” καταργεί σε μεγάλο βαθμό τη σχέση του μαθητή με τη μάθηση, το στοχασμό και τη γνώση, τη συνείδηση, την κατανόηση και τη συλλογικότητα και εξυπηρετεί στην πραγματικότητα την ιδεολογική χειραγώγηση του μαθητή. Με τη διαθεματικότητα καταργείται η καθολική σκέψη και επιστημονική μεθοδολογία, αφού τα προγράμματα σπουδών δομούνται στη βάση μιας επιλεκτικής, αυθαίρετης, αποσπασματικής θεματολογίας, η οποία παρουσιάζεται με τη μορφή θεματικών διδακτικών ενοτήτων.
Η εκκίνηση γίνεται με το project, το οποίο προωθεί την αποσπασματική γνώση, διότι αποκόπτεται από το εννοιολογικό και μεθοδολογικό πλαίσιο των επιστημών και συνδέεται αποκλειστικά με τις άμεσες εφαρμογές, τις μετρήσεις, τις στατιστικές, τις ταξινομήσεις, τις συγκρίσεις και τα αποτελέσματα. Δε συνιστά γνωστικό πεδίο ούτε μέθοδο, αλλά ένα σύστημα επεξεργασίας και αναπαραγωγής πληροφοριών, που συνδέεται με εφαρμογές, δεν είναι, δηλαδή, μέθοδος προσέγγισης γνωστικού ή επιστημονικού πεδίου ούτε αυτοδύναμη επιστημονική μέθοδος στο πλαίσιο της διδασκαλίας. Επιπλέον, με αυτό χάνονται οι συνδετικοί κρίκοι της γνώσης γιατί επιλεγμένα τμήματα της γνώσης μετατρέπονται σε λογικά αυτοτελή, αυτάρκη και κλειστά που οδηγούν το μαθητή στην αντίληψη ότι μπορεί με λογικά άλματα χωρίς μελέτη ή άσκηση διάρκειας στο αντικείμενο να κατανοήσει τις επιστήμες.
Το σύστημα project διολισθαίνει προς την ταύτιση του σκοπού και του μέσου, έτσι ώστε να κυριαρχήσει μια γλώσσα στο σχολικό πρόγραμμα, η οποία να καταργεί το αντικείμενο της γνώσης και να έχει τη δυνατότητα επιλογής πληροφοριακού υλικού που δε συνδέεται με τη μάθηση, τη γνώση και την κατανόηση. Με την έννοια διολίσθηση προς την ταύτιση του σκοπού με το μέσο, εννοούμε ότι επικεντρώνεται η μαθησιακή διαδικασία αποκλειστικά στην μέθοδο προσέγγισης οποιασδήποτε προσφερόμενης πληροφορίας χωρίς να γίνονται φανερά τα κριτήρια επιλογής, αξιολόγησης και εγκυρότητας του διδακτικού υλικού, το περιεχόμενο του οποίου κινείται στη σκέψη του μαθητή με την μορφή μηνυμάτων, εικόνων, εντολών και εφαρμογών. Η πληροφορία κινείται με τη μορφή μηνύματος, ενώ η γνώση ως μια συνολική αντίληψη, κατανόηση, μεθοδολογική και εννοιολογική επεξεργασία ακυρώνεται.
Στη συνέχεια πραγματοποιείται σταδιακά από το 2013 μια προτζεκτοποίηση των αναλυτικών προγραμμάτων αρκετών μαθημάτων του Λυκείου. Έτσι εντάσσεται στο ωρολόγιο πρόγραμμα του Λυκείου το μάθημα «Πολιτική Παιδεία» (Θεσμοί- Δίκαιο- Οικονομία). Είναι η πρώτη διαθεματική προσέγγιση προγράμματος σπουδών τριών διαφορετικών επιστημών με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η αντιστοιχία μαθήματος και επιστήμης και να ταυτίζονται τα αντικείμενα και οι μέθοδοι των επιστημονικών πεδίων.
Θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται είναι: οι περιοχές γνώσεων με τι αντικαθίστανται; Για παράδειγμα με το νέο πρόγραμμα σπουδών της Α΄ τάξης Λυκείου για τη Γλώσσα, η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής συρρικνώνεται ως προς το γνωστικό και μεθοδολογικό πεδίο. Αφαιρείται μαθησιακό υλικό ειδικά στο πεδίο μετάφρασης των αρχαίων κειμένων και της δομής της γλώσσας τα οποία αντικαθίστανται με μορφές συστημάτων project. Στη διδασκαλία της Λογοτεχνίας, η ιστορία των λογοτεχνικών Σχολών και ρευμάτων παραλείπεται και καταστρέφονται τα μεθοδολογικά και αισθητικά κριτήρια προσέγγισης του ποιητικού και πεζού λόγου. Η διδασκαλία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας μετατρέπεται σε μια σειρά φορμαλιστικών εντολών προς τους μαθητές, υποστηρίζοντας ότι μπορούν να κατασκευάσουν μόνοι τους το λόγο καταστρέφοντας την πραγματική αφήγηση (αποδόμηση του λόγου). Το ίδιο συμβαίνει και με το πρόγραμμα σπουδών της Ιστορίας που πρόσφατα ανακοινώθηκε, το οποίο χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα, υποκειμενικότητα και παροντισμό.
Ειδικότερα, ο όρος «Πολιτική Παιδεία» μέσω του οποίου συγκροτήθηκε το μάθημα αποτελεί επιστημονική διαστρέβλωση. Τέτοιο επιστημονικό αντικείμενο δεν υφίσταται. Το περιεχόμενο του μαθήματος ανάγεται τελικά στην πολιτική και την ιδεολογία και έχει με βάση το στόχο του την «διαμόρφωση υγιούς πολιτικής και κοινωνικής αντίληψης καθώς και την επισταμένη ενημέρωση επί πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών θεμάτων». Η αιτιολόγηση αυτή αποτελεί έναν πολιτικό ρητορισμό, που περιλαμβάνει ιδεολογήματα, τα οποία προσπαθούν να συνδεθούν με το φρονηματισμό του πολίτη.
Στην ουσία ο μαθητής θα είναι υποτακτικός, πειθήνιος, δεν θα διεκδικεί ένα πλαίσιο όρων μέσα στο οποίο μπορεί να αγωνίζεται για τα συμφέροντα του ατόμου και της πλειοψηφίας της κοινωνίας, τη γνώση και κατανόηση των ορίων εφαρμογής και εγκυρότητας των συνταγματικών ελευθεριών και των νόμων. Η ταύτιση των αντικειμένων (οικονομική επιστήμη, κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη) που γίνεται στο συγκεκριμένο μάθημα οδηγεί σε μια εμπλοκή της σκέψης, που προκύπτει από το ότι δεν δίνεται η δυνατότητα στο μαθητή να κατανοήσει τη διαφορετικότητα των επιστημών μέσα από τις αρχές, τους σκοπούς, το περιεχόμενο και τη μεθοδολογία τους. Η συνέπεια είναι να μην εξυπηρετείται ο σκοπός της μάθησης και της γνώσης των επιστημονικών αντικειμένων για τα οποία συζητάμε και αντί αυτού να οδηγούμαστε σε μια ιδεολογική χρήση του μαθήματος.
Μια άλλη επιστημονική διαστρέβλωση αποτελεί και το μάθημα «Σύγχρονος κόσμος: Πολίτης και Δημοκρατία». Σκοπός του μαθήματος είναι: «οι μαθητές να κατανοούν, να συζητούν και να κρίνουν το πολιτικό και κοινωνικό παρόν, να συνδέουν αυτό που συμβαίνει στον κόσμο της καθημερινής τους εμπειρίας με την ευρύτερη εικόνα του σημερινού κοινωνικού κόσμου, να εμπεδώσουν δημοκρατικές αρχές συμπεριφοράς, να υιοθετήσουν στάσεις και να αποκτήσουν νοοτροπίες συμβατές με την πολυπολιτισμική φυσιογνωμία της σημερινής κοινωνίας και να αναπτύξουν ικανότητες που σχετίζονται με την ιδιότητα του ενεργού πολίτη. Με άλλα λόγια επιδιώκεται οι μαθητές να κατακτήσουν ένα επαρκές επίπεδο κοινωνικού και πολιτικού εγγραμματισμού».
Το περιεχόμενο και αυτού του μαθήματος ανάγεται τελικά στην πολιτική και στην ιδεολογία με μια θεματοποίηση επιλεκτική, αποσπασματική, αυθαίρετη και α-ιστορική. Εξαντλείται στην επιβεβαίωση της «ορθότητας» των βασικών χαρακτηριστικών της τρέχουσας πολιτικής και ιδεολογικής πραγματικότητας, δεν λαμβάνει υπόψη την κοινωνική εξέλιξη και έτσι δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το σκοπό που έχει τεθεί. Επίσης, απουσιάζει η οικονομική διάσταση της πραγματικότητας. Ο βασικός σκοπός είναι μόνο η «ικανότητα των μαθητών να κατανοούν, να συζητούν και να κρίνουν το πολιτικό και κοινωνικού παρόν».
Η τριμελής συμβουλευτική επιστημονική ομάδα, η δεκαμελής ομάδα εκπόνησης εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, η οκταμελής ομάδα του ΙΕΠ εκπόνησης αναμόρφωσης και επιμέλειας του περιεχομένου, καθώς και ο συντονιστής έχουν δημιουργήσει έντεκα (11) θεματικές ενότητες-project που συμπληρώνεται με κείμενα και πολυτροπικό υλικό με στόχο «να εμπλακεί ο μαθητής ενεργά στην διαδικασία του μαθήματος».
Το περιεχόμενο του μαθήματος: δομείται στη βάση δημιουργίας ιδεοτύπων, περιλαμβάνει απόλυτες έννοιες, αναδεικνύει μια μανιχαϊστική λογική διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ καλού και κακού και μάλιστα με κριτήρια ασαφή, υποκειμενικά και κατευθυνόμενα, εμφορείται από έναν άκρατο δικαιωματισμό, διεκδίκηση, δηλαδή, δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται μόνο ατομικά και μόνο στη σύγχρονη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Τα πληροφοριακά κείμενα που εντάσσονται στο περιεχόμενό του οδηγούν το μαθητή σε μεγαλύτερη σύγχυση, αδυναμία κατανόησης και ανάπτυξης κριτικής ικανότητας και σε επιθυμητό εκ των προτέρων αποτέλεσμα. Είναι αντιφατικά, μονόπλευρα και ταυτίζουν την πολιτική επιστήμη, την κοινωνιολογία και την ψυχολογία.
Η μοντελοποίηση του υλικού, οδηγεί και στη βίαιη αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας των εκπαιδευτικών έξω και πέρα από τις ανάγκες του μαθητικού δυναμικού της τάξης, καθώς και στη χρήση διαφόρων τύπων αξιολόγησης που συνδυάζονται με τις μεθόδους και στρατηγικές διδασκαλίας. Αλλάζει, δηλαδή, ο ρόλος του καθηγητή στη διαδικασία της μάθησης, ο οποίος μετατρέπεται από δημιουργός αξιών, ιδεών και γνώσεων που ανταλλάσσει με τους μαθητές σε διεκπεραιωτή και αναπαραγωγό έτοιμων προγραμμάτων.
Το ΙΕΠ, ευελπιστώ ότι θα λάβει υπόψη του τα παραπάνω και θα αναθεωρήσει την άποψή του, που εκφράστηκε και στο περιεχόμενο του μαθήματος «Σύγχρονος Κόσμος: Πολίτης και Δημοκρατία», με κατεύθυνση τα αυτοτελή και διακριτά μαθήματα τα οποία αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες επιστήμες που εντάσσονται στο πρόγραμμα σπουδών του σχολείου. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει στη Β΄ τάξη του ΓΕΛ να αντικαταστήσει το ανωτέρω μάθημα με το μάθημα «Πολιτική Επιστήμη» και στην Α΄ του ΓΕΛ το μάθημα «Πολιτική Παιδεία» με το μάθημα «Αρχές Οικονομίας».
Άρθρο: Παντελής Τέντες, Πρόεδρος της Ένωσης Οικονομολόγων Εκπαιδευτικών Δ.Ε.
Πηγή: Ένωση Οικονομολόγων Εκπαιδευτικών Δ.Ε. Μακεδονίας – Θράκης