Σύμφωνα με τον ορισμό του Δ. Λουκάτου (Λουκάτος Δημήτρης, Νεοελληνικοί παροιμιόμυθοι, Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1998),παροιμία είναι ο μικρός έμμετρος ή πεζός λόγος, που διατυπώνει παραστατικά και συχνότατα αλληγορικά μια σοφή γνώμη, μια διαπίστωση ή μια συμβουλή και επαναλαμβάνεται στον καθημερινό λόγο σαν επιχείρημα ή παράδειγμα. Οι παροιμίες, πέρα από το γεγονός ότι αποτελούν οδηγούς ζωής, επειδή είναι πολύ αγαπητές στους μαθητές και τις μαθήτριες μπορούν να αξιοποιηθούν για την καλλιέργεια του προφορικού και του γραπτού τους λόγου αλλά και την ανάπτυξη της συμβολικής σκέψης. Τέλος, μέσα από την λιτή έκφραση της λαϊκής σοφίας συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη της πολιτιστικής συνείδησης των παιδιών.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας (9 Φεβρουαρίου), η οποία καθιερώθηκε εις μνήμην του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, τα παιδιά της Στ΄ τάξης μαζί με τον κύριό τους, κ. Αποστολίδη Δημήτριο, δούλεψαν πάνω στην παροιμία «Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει».
Μια φορά και έναν καιρό
σ’ έναν τόπο μακρινό
ήταν ένα μικρό παιδάκι
που καθόταν στο παγκάκι.
Και έκλαιγε το καημένο
στον κήπο τον ανθισμένο.
«Μα γιατί κλαις, παιδάκι;»,
τον ρώτησε ένα κοριτσάκι.
– Μ’ έβρισε εκείνο το αγόρι
με το μπλε το παντελόνι.
– Μη στενοχωριέσαι, καλό μου
έλα στο σπιτικό μου.
Πέρασαν πολύ ωραία μαζί
έπαιξαν, γέλασαν και χοροπήδησαν μαζί.
Έτσι έγιναν φίλοι κολλητοί
Και κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει τη φιλία αυτή.
Καστελιανού Μανωλία.
Αυτή η παροιμία έχει βγει για ένα και μόνο λόγο. Ποτέ μην κάνεις αυτό που δε θέλεις να σου κάνουν. Ποτέ μη λες λόγια που ξέρεις ότι τους άλλους θα τους πονέσουν παραπάνω από ένα χτύπημα ή οτιδήποτε άλλο. Η βία σε ανθρώπους, κυρίως παιδιά, είναι επικίνδυνη και μπορεί να οδηγήσει σε άσχημες καταστάσεις ακόμα και σε θάνατο.
Παναγηλίδου Κατερίνα.
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
και αυτούς τους καλούς φίλους κάποια στιγμή τους χωρίζει.
Λοιπόν όταν ήμουν μικρό παιδί ,είχα ένα φίλο
που εγώ του είχα σταθεί.
Τα παιδιά τον χτύπαγαν, τον κοροϊδεύαν
και οι γονείς του κι αυτός συνέχεια κλαίγαν.
Τον ρωτούσαν: «Τι έπαθες, γιε μου, τι έπαθες πάλι, τι έπαθες;»
Ο μικρός όμως μόνο έκλαιγε και δε μιλούσε και ήταν σε κακό χάλι.
Και τα παιδιά πήραν θάρρος από τη σιωπή του
και τον κορόιδεψαν και τον χτύπησαν πάλι.
Όμως δυο παιδιά,-ο ένας ήμουν εγώ-που είδαν επιτέλους τι γίνεται
πήγαν και στάθηκαν δίπλα του, του μίλησαν γλυκά
και έγιναν φίλοι του.
Η μητέρα είδε το γιο της
να γυρίζει για μια φορά χαρούμενος στο σπίτι
και έκλαψε από χαρά.
Κι ο μικρός της είπε:
«Μανούλα μου, μη στενοχωριέσαι άλλο
ηρέμησα και δεν πονάω πια
κι έχω φίλους καλούς για παιχνίδι και συντροφιά.»
Δημήτρης Οσμάνογλου.