Ο Ρόλος του Σχολείου στην Πρόληψη των Διαταραχών στη Λήψη Τροφής

Οι διαταραχές στη λήψη τροφής αποτελούν κυρίως πρόβλημα της εφηβείας, και ειδικότερα των κοριτσιών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η διαταραγμένη στάση απέναντι στο βάρος και το φαγητό, η οποία γεννά ένα εύρος συμπεριφορών που οδηγούν σε περισσότερα ή λιγότερα παθολογικά συμπτώματα. Ο όρος «διαταραχές στη λήψη τροφής» αναφέρεται σε ένα συνεχές διαταραχών της διαιτητικής συμπεριφοράς, στο ένα άκρο του οποίου τοποθετούνται η ψυχογενής ανορεξία και η ψυχογενής βουλιμία. Δηλαδή, υπάρχει ένα εύρος στη διαταραγμένη διαιτητική συμπεριφορά, με καταστάσεις ηπιότερης ή εντονότερης συμπτωματολογίας, χωρίς να έχουν όλες την ίδια βαρύτητα. Για παράδειγμα, η «διαιτομανία» ή περιοριστικές συμπεριφορές θεωρούνται και αυτές διαταραχές της διαιτητικής συμπεριφοράς. Βέβαια, σε ένα βαθμό είναι φυσιολογικό οι έφηβοι να ασχολούνται με την εικόνα του σώματός τους, ενώ η συνεχής ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος δεν οδηγεί απαραίτητα σε διαταραχές πρόσληψης τροφής. Όμως, το κατά πόσο τέτοιες συμπεριφορές θα εξελιχθούν σε σοβαρότερες παθολογικές καταστάσεις μπορεί να προληφθεί και το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί μπορούν να παίξουν ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Ο τρόπος είναι με το να ενισχύουν στους μαθητές την όσο το δυνατόν πιο υγιή στάση απέναντι στο φαγητό και το σωματικό βάρος, ενισχύοντας γενικότερα την αυτοπεποίθηση των παιδιών και παρέχοντας κατάλληλη διατροφική εκπαίδευση και διατροφική αγωγή.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, το σχολείο μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη και την προάσπιση της υγείας, καθώς παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών και στην υιοθέτηση αξιών, στάσεων και συμπεριφορών. Καθώς η ψυχολογία του παιδιού και του εφήβου θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που σχετίζεται με την εμφάνιση διαταραγμένων διατροφικών συμπεριφορών (χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη, απομόνωση), το σχολικό περιβάλλον θα πρέπει να καλλιεργεί στους μαθητές το αίσθημα της συνεργασίας, της επικοινωνίας, της αυτοπεποίθησης και της αυτοεκτίμησης, καθώς και να ενισχύει την ικανότητα του μαθητή για την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής.

Καθώς πρωταρχικός ρόλος του σχολείου είναι η διδασκαλία, όσον αφiStock_000023020317XXLarge.jpgορά την κατάλληλη διατροφική εκπαίδευση αυτή θα πρέπει να στοχεύει στην προβολή της ισορροπίας στη διατροφή. Ως βασική αρχή θα πρέπει να τονίζεται ότι όλα τα τρόφιμα έχουν θέση σε ένα διαιτολόγιο, αλλά με διαφορετική συχνότητα, ώστε να δίνεται έμφαση στην κατανάλωση μιας ποικιλίας τροφίμων, από όλες τις ομάδες, τηρουμένων κάποιων αναλογιών. Αναλόγως με την ηλικία των μαθητών, διαφορετικοί είναι οι μαθησιακοί στόχοι και τα εργαλεία που θα χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτικός προκειμένου να καταστήσει ευχάριστη και ενδιαφέρουσα την ενασχόληση με τα θέματα διατροφής. Ένα σημείο άξιο αναφοράς σχετικά με τη διδασκαλία και το ρόλο της στην πρόληψη των διατροφικών διαταραχών αφορά τη διδασκαλία για τις διατροφικές διαταραχές αυτές καθεαυτές. Είναι αναμενόμενο οι μεγαλύτερης ηλικίας μαθητές, ενισχυόμενοι και από τη σχετική προβολή στα μέσα ενημέρωσης, να ζητάνε να μάθουν για τις διαταραχές λήψης τροφής. Ο χειρισμός από τον εκπαιδευτικό θα πρέπει να είναι αρκετά επιδέξιος, ώστε να δώσει μεν κάποιες αδρές αξιόπιστες πληροφορίες χωρίς δε να επεκταθεί σε λεπτομέρειες. Θα πρέπει δηλαδή η στάση να είναι αντίστοιχη με αυτή που εφαρμόζεται στο πλαίσιο της αγωγής για την αποφυγή βλαπτικών συνηθειών, π.χ. κατάχρησης ουσιών: μια αναλυτική παρουσίαση θα επιδρούσε μάλλον ως «διαφήμιση» παρά ως αποτροπή. Για αυτό και πάλι η έννοια της ισορροπίας, η προαγωγή ενός υγιεινού τρόπου ζωής και η ενίσχυση μιας υγιούς στάσης απέναντι στην τροφή είναι οι βασικοί άξονες της διατροφικής αγωγής.

Ως προς την ενίσχυση μιας υγιούς στάσης και σχέσης με την τροφή, είναι σημαντικό να αποφεύγεται ο διχότομος διαχωρισμός των τροφίμων, δηλαδή ο διαχωρισμός των τροφίμων με βάση το σκεπτικό «άσπρο-μαύρο», το οποίο αποτυπώνεται σε χαρακτηρισμούς των τροφίμων ως «καλά-κακά» ή «απαγορευμένα-υγιεινά». Το σκεπτικό αυτό προκαλεί αναπόφευκτα και αντίστοιχα επικριτικά σχόλια όταν οι μαθητές καταναλώνουν τα θεωρούμενα «κακά» τρόφιμα. Τέτοιου είδους όμως διακρίσεις και σχολιασμοί όχι μόνο δεν προάγουν τις ισορροπημένες διαιτητικές συνήθειες αλλά δημιουργούν και ενοχές σε σχέση με την κατανάλωση κάποιων τροφίμων. Για να αποδυναμώσουν μια τέτοια στάση οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να εξασκηθούν στη χρήση της γλώσσας, ώστε να αποφεύγουν φράσεις που κατηγοριοποιούν τα τρόφιμα, και μαζί τα πιθανά επικριτικά σχόλια. Αντιθέτως, μπορούν να χρησιμοποιούν την προσέγγιση «περισσότερο-λιγότερο» (για το πόσο συχνά ενδείκνυται να καταναλώνονται τα τρόφιμα), να ενισχύουν με θετικά μηνύματα τις επιθυμητές συμπεριφορές και βεβαίως με το ίδιο τους το παράδειγμα.

Ειδικότερα τα επικριτικά σχόλια σε σχέση με το βάρος είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποφεύγονται, και ιδιαιτέρως η σύνδεσή τους με την ομορφιά. Είναι αποδεδειγμένο ότι σε πολλά περιστατικά σοβαρών διατροφικών διαταραχών έχει προηγηθεί κάποια αρνητική κρίση σε σχέση με το βάρος. Τα σχόλια, δηλαδή, αυτά μπορεί να αποτελέσουν το αίτιο που θα θέσει σε κίνηση το μηχανισμό που υποβόσκει για την εκδήλωση της διαταραχής. Και δεν αφορά απαραίτητα άτομα με υπερβάλλον βάρος. Ακόμα και σχόλια για την αύξηση μερικών κιλών (π.χ. «πήρες λίγο») ή για τη βελτίωση της εξωτερικής εμφάνισης λόγω κάποιας απώλειας (π.χ. «αδυνάτισες και ομόρφυνες»), αλλά και σχετικά βλέμματα ή μορφασμοί που σχετίζονται με την εικόνα σώματος, είναι αρκετά για να πυροδοτήσουν στο άτομο μη φυσιολογικές διαιτητικές συμπεριφορές. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στο πλαίσιο αυτό είναι πολύ σημαντικός: καταρχάς, θα πρέπει ο ίδιος να εξασκηθεί στο να μην σχολιάζει το βάρος των μαθητών, έπειτα να περάσει τη στάση αυτή σε όλους τους μαθητές, και γενικότερα θα πρέπει να ενισχύει τις ισορροπημένες συνήθειες διατροφής και άσκησης και να κάνει λόγο για ένα υγιές (όχι ιδανικό) βάρος.

Συνοψίζοντας, ο ρόλος του σχολείου και του εκπαιδευτικού στην πρόληψη των διατροφικών διαταραχών μπορεί να ξεκινά από την εκπαίδευση, αλλά επεκτείνεται πολύ περισσότερο εκτός μαθήματος, επενδύοντας στην έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ μαθητών-εκπαιδευτικών, ώστε η κατάλληλη στάση και συμπεριφορά των εκπαιδευτικών να συμβάλλει στην προάσπιση μιας υγιούς διαιτητικής συμπεριφοράς από τη μεριά των μαθητών.

ΕΥΖΗΝ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *