Κύναιθα, Καλοβράτ, Καλάβρυτα,… ταξίδι στο χρόνο!

Οι μαθητές της Ε1 τάξης , με αφορμή το πρόγραμμα με το οποίο θα ασχοληθούν φέτος και έχει τον τίτλο «Κύναιθα, Καλοβράτ, Καλάβρυτα… ταξίδι στο χρόνο»  διερεύνησαν και κατέγραψαν το τοπικό λεξιλόγιο. Ειδικότερα οι μαθητές και ο δάσκαλος τους μπήκαν στην διαδικασία να συλλέξουν και να καταγράψουν λέξεις που ίσως να μην χρησιμοποιούνται πια ή να χρησιμοποιούνται μόνο στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων.

Η έρευνα των μαθητών βασίστηκε κυρίως στην παρατήρηση και σε ερωτήσεις μεγαλύτερων ηλικιακά ανθρώπων (παππούδες γιαγιάδες) και έτσι κατέληξαν στη συλλογή 80 λέξεων.  Μερικές απ αυτές παραθέτονται παρακάτω:

αβέρτα: πάρα πολύ, αρκετό

αγκιά: σκεύη μαγειρικά

απάγκιο: απόμερο μέρος προστατευμένο από τον άνεμο

απιδιά- απίδι: αγριαχλαδιά , αχλάδι

αποσταίνω: κουράζομαι

 αρμούτσος: η άρμη από το τυρί

αρούκατος : άτσαλος

 αυτούνος: αυτός

αχουγιάζω :προγκάω, διώχνω μακριά

βαγένι: βαρέλι

βαλμάς: εργάτης που χτυπάει τα άλογα

βάλτος: έλος

Βελέσια: ρούχα εσώρουχα

Βετούλι: κατσίκι ενός χρόνου

βουτσί: βαρέλι

βυζανιάρικο: μικρό ζώο που βυζαίνει ακόμα

γατσούλι: γατάκι

γιούκος : υφαντά στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο

γκάβαλο: περιττώματα από άλογο ή γαϊδούρι

γκεσέμι: το μεγαλύτερο αρσενικό που οδηγεί το κοπάδι

γκλαφουνάω: χαμηλού τόνου γαύγισμα σκύλου

γλάρα: έχει νοτιά, έχει μαλακό καιρό

γλαρώνω: χαλαρώνω και είμαι έτοιμος για ύπνο

γυροβολιάζω: (τα πρόβατα) μαζεύω τα πρόβατα.

Δεν έχει στασιό: δεν μπορέί να σταθεί σε μια μεριά

ερμαδιακό: ρημαδιακό

εφτού- εφτούνο; εκεί, εκείνο

ζαμπλαρίκος: τραχανάς

ζάφτω : προχωράω χαζεύοντας

ζέχνω; βρομάω

ζουγρίμι: αγρίμι

 ζουλάπι: κουτό άγρίμι, ( μετφ, πονηρός)

ζουπακιάζω: ζουλάω

Ιγέ!!!: επιφώνημα θαυμασμού ή εντύπωσης

καγιανάς: στραπατσάδα

κακαρέντζα; περιττώματα από κατσίκα ή πρόβατο

κάμα: ζέστη

κονάκι: σπίτι

κάργα: φουλ, γεμάτο, πολύ

καρκάσι: γυμνός

καρτερώ: περιμένω

κασκαρίκα: φάρσα

κατρούτσο: κανάτα μικρό

κατσομαλλιάζω: ανατριχιάζω

κατσούλα: κουκούλα

κόριζα: αρρώστια πουλερικών (μετφ βύχας)

Κοτάω:  τολμώ

κότσαλο: κοτσάνι από το καλαμπόκι

κουμάσι: σπιτάκι ζώου

Κουμούτσα:  χοντρό κομμάτι ψωμί

κούρβουλο: κορμός κλήματος

κουρέλες: έκφραση για το χοντρό και παχύ χιόνι

κουρεμπάτσα: όταν κουρεύεται κάποιος γουλί

Κουρκουσάλι: ψιλό χαλάζι

κουτρουβαλιάζω ; κατρακυλάω

κουρμέντελος: παλαβός

κόφα: κοφίνι

κρένω: μιλάω

 κριτσανάω: ροκανίζω

Λακάω: φεύγω γρήγορα

λατανάω; βυζαίνω

λεβέτι: καζάνι

 λούμπα: γούβα με νερό

μαβλάω: φωνάζω προς το μέρος μου τα ζώα

μαγάρα: ακαθαρσία, μίασμα

μάμα: στομάχι κότας

μαμαλίγκα: μάκα, βρομιά

Μανέστρα: χιλοπίτες

μαντανία: κουβέρτα από μαλλί γίδας

 Μαρτινάκι: λίγα οικήσιμα ζώα κυρίως κατσίκες που τα περιποιούνται περισσότερο από τα άλλα

Μιλιόρα: πρωτόγεννη προβατίνα

μπάκα: στομάχι, κοιλιά

μπακανιάρης; αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά

Μπατίνι: ξύλο

μπομπότα : ψωμί από αλεύρι αραβοσίτου

μπίτι: καθόλου, τελείως

Μπλατσουνάω τσαλαβουτάω

μποτσόνι: παγούρι

μπούζι: κρύο

μπονόρα: νωρίς

μπρέκια: μεταλλικά μαγειρικά  σκεύη

 Μπρινάκι: μικρό αρνάκι

νίλα: καψόνι, συμφορά

νοματαίοι: άνθρωποι

νταμιτζάνα ; γυάλινο μπουκάλι

ντερλίκωσα: έφαγα γρήγορα και πολύ

ντουγρού: ευθεία μπροστά

ντώνω: χαλαρώνω

ξαμώνω: μαλώνω

ξεϊγκλωτος ασουλούπωτος, ξεζωσμένος

ολότελα: ολοκληρωτικά

ολούθε: παντού, ολόγυρα

Πάει καλιά του: πάει χαμένος

παπάρα: όταν βουτάω ψωμί στη σάλτσα

πασπάλα: όταν ρίχνει λίγο χιόνι

παστρεύομαι: σκουπίζομαι

πατίκι: πάρα πολύ

Πατατούκα: χοντρό παλτό

πιλάλα: τρεχάλα

πινίγω: πνίγω

πούντα:  κρυολόγημα

πουρνό: πρωί

πούσι : ομίχλη

πούσια: ξεφλουδισμένα φύλλα του καλαμποκιού

προσφαΪζω; συνοδεύω φαγητό με ψωμί

ρεντίκολο: ρεζίλι

ροβολάω: κατηφορίζω

ρουπώνω: φουσκώνω το ψωμί (μετφ χορταίνω)

ρουτσώνω: μουτρώνω

σα δω : προς τα δω

σα κάτω: προς τα κάτω

σα κει: προς τα κει

σα πάνω: προς τα πάνω

 σα πέρα; προς τα πέρα

σαλαγάω: οδηγώ τα ζώα

σαρίδι: μικρό σκουπίδι

σαρώνω: σκουπίζω

σάχνω: ταχτοποιώ,  σάξε: ταχτοποίησε

σάψαλο: διαλυμένο σαράβαλο

σβάρνα: μπροσταριά

σγαρλαύτης: αυτός που έχει πεταχτά αυτιά

σγούψε: σκύψε

Σείσου: κουνήσου, κάνε πιο κεί

σερνά: μεγάλο ραβδί

σερσέγκι: έντομο σαν μεγάλη σφήγκα

σκαπετάω: φεύγω μακριά, πετάω

σκαρίζω: προβαίνω από κάπου

σκερβεκές : αδύνατος, άγαρμπος

σκλήθρα : αγκαθιά

σκουντάω : σπρώχνω

σκούρκος; σερσέγκι

σκουτί: ρούχο

σουδιάζω  σούδα; στενό πέρασμα απ όπου περνά ο αέρας με μεγαλύτερη ταχύτητα

σοφιλιάζομαι: θυμώνω

σπερνά: κολυβα

Στάει: στάζει

Σταθημός: σταθμός

σταλίζω: ξεκουράζομαι

στασιό: δεν έχει στασιό, δεν στέκεται πουθενά

συνταβλάω (τη φωτιά): επανατοποθετώ τα ξύλα στο τζάκι

σώνει: φτάνει

τα ΄κανες ρόιδο: τα έκανες θάλασσα

τανιέναι:  ζορίζομαι

την μπέτσωσα: χόρτασα

τηράω: κοιτάω

τράβα: πήγαινε

τρούπα :τρύπα

τσάγαλο: άγουρο αμύγδαλο

τσάκώνω:αρπάζω

τσουμπλέκια: κατσαρολικά

τσουπί:  κορίτσι

τσουτσουρώνω: αγριεύω

φαγιά:  φαγητά

φασούλια: φασόλια

φλέσουρο: λεπτό ρούχο

φτιάνω: φτιάχνω

χαμοκέλα: χαμηλό πρόχειρο κτίσμα, αποθήκη

 χάμου: κάτω

χαρόνια; μαυρομάτικα

χάφτω: τρώω μεγάλες μπουκιές

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *