“Μωρομάνα”__Διήγημα [ελληνική & γερμανική εκδοχή]

Δημιουργία εικόνας

Ελληνική εκδοχή

«Πού είναι ο μπαμπάς μου; Δεν έχω μπαμπά;», ρώτησα τη μαμά. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε μια αντρική φιγούρα. «Μπαμπά!», φώναξα, μα ο άντρας δεν αντέδρασε. Παρέμεινε σιωπηλός. Πλησίασε, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε. Προσπάθησα να ανοίξω. Ήταν μάταιο. «Γιατί δεν ανοίγει η πόρτα, μαμά;». «Θα κοιμηθούμε τώρα. Ο καθένας στη φωλίτσα του», εξήγησε. Θυμάμαι που έτρεξα και χώθηκα κάτω από τις κουβέρτες. Η μαμά με σκέπασε, αλλά εγώ δεν ήθελα να κοιμηθώ. Ήθελα να κλάψω και αυτό έκανα. Μουγγά, χωρίς λυγμούς και αναφιλητά, για να μην ξυπνήσω την κυρία Καίτη και την κόρη της, Αλίκη, που ήδη είχαν πέσει σε ύπνο βαθύ. Κάποια στιγμή απόκανα και αφέθηκα σε δύο στιβαρά χέρια, που με κράτησαν στις αγκάλες του λήθαργου ολόκληρη νύχτα, στις αγκάλες του Μορφέα.

Θυμάμαι πως την επόμενη η διάθεσή μου άλλαξε μεμιάς, όταν μου έφεραν εκείνο το παιχνίδι. Γούρλωσα τα μάτια, άνοιξα το στόμα και έβγαλα μια τσιρίδα, που ακούστηκε σε όλο το ντουνιά. Τόσο μεγάλο αυτοκίνητο δεν είχα ξαναδεί. «Πιο μεγάλο απ’ το μπόι σου είναι!», έκανε η κυρία Καίτη και η μαμά χαμογέλασε με μάτια που έλαμπαν από χαρά, την οποία απομυζούσε από τη δική μου ανείπωτη ευτυχία. Έπλεα σε πελάγη ουράνιας αγαλλίασης, τόσης που δεν άντεχα να συγκρατηθώ. Ήθελα να ξεχυθώ, αλλά ο χώρος ήταν μικρός και στενός. Δεν είχε άπλα. Αν δεν κοπανιόμουν στο κρεβάτι, σίγουρα θα τράκαρα πάνω στην κυρία Καίτη, θα τσούγκριζα με την Αλίκη ή θα έριχνα τη μαμά. Έτσι παραιτήθηκα από την ιδέα να ξαμοληθώ και να ξεδώσω τη συσσωρευμένη ενέργεια. Αρκέστηκα να χοροπηδήσω. Τί το ήθελα κι αυτό; Προσγειώθηκα ανώμαλα, γκρεμοτσακίστηκα φαρδύς-πλατύς στο τσιμεντένιο δάπεδο και έγδαρα τα γόνατα. Το αίμα άρχισε να τρέχει ποτάμι. Έτσι τουλάχιστον φάνηκε στη μαμά, που πρέπει να υπέστη σοκ. Δεν κουνήθηκε από την αγαλματένια θέση της. Έμεινε να κοιτάζει με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά. Οι φωνές μου ξεσήκωσαν τους πάντες και τα πάντα και σύντομα η δράση έφερε την αντίδραση. Η Αλίκη ξέσπασε σε σπαρακτικά κλάματα. Πρέπει να είχε τρομάξει τόσο από τη θέα της κόκκινης ροής από τις πληγές, όσο από τα ουρλιαχτά μου. Ένα τρέμουλο συντάραξε τη μαμά, σα ρίγος ανεξέλεγκτο, ενώ η κυρία Καίτη έτρεξε, με άρπαξε και με τσουβάλιασε στο κρεβάτι. Ήταν η μόνη που είχε διατηρήσει την ψυχραιμία της μέσα στο σαματά και που στάθηκε στο ύψος της περίστασης. «Μπαμπά μου!», κλαψούρισα σαν είδαν τα πλημμυρισμένα ματάκια μου την αντρική φιγούρα. Οι κραυγές μου τον είχαν ξεσηκώσει στο πόδι. «Φώναξε τη νοσοκόμα! Το παιδί χτύπησε, δε βλέπεις;», του αγρίεψε η κυρία Καίτη. «Είναι απασχολημένη», την αποστόμωσε. Τα χείλη της ανοιγόκλεισαν, κάτι ψιθύρισαν. Πρέπει να ήταν βρισιές. Σιγομουρμουρίζοντας ακατάληπτα, σήκωσε τα μανίκια της και ανέλαβε τα καθήκοντα της φροντίδας μου. Καθάρισε τα τραύματα, τα έδεσε, με φίλησε στο μέτωπο και εγώ έπαψα το κλάμα αυτοστιγμεί. Τότε μόνο συνήλθε η μαμά. Μου όρμησε, με άδραξε και με έσφιξε τόσο, που μου έκοψε την ανάσα. «Θα το πνίξεις το μωρό», προειδοποίησε η κυρία Καίτη, αλλά εκείνη τίποτα. Άρχισα να χτυπιέμαι για να ελευθερωθώ, καθώς η προσοχή μου είχε στραφεί πάλι στο δώρο, που δεν είχα προκάνει να χαρώ.

Ήταν πράγματι τεράστιο. Δεν κατάφερα να το πιάσω. Το παίδεψα πολύ. Δεν εγκατέλειψα την προσπάθεια αμέσως. Στο τέλος, όμως, και αφού είδα και απόειδα, αγανάκτησα και το τίναξα πάνω στον τοίχο, όπου συνθλίφτηκε, έγινε κομμάτια, που σκόρπισαν παντού. Η έκρηξη του σπασίματος, τα θρύψαλα, τα έκπληκτα βλέμματα, όλα με ξάφνιασαν. Ήμουν έτοιμος να ξεσπάσω σε ακόμα πιο εκκωφαντικούς αλαλαγμούς, αλλά η μαμά με πρόφτασε. «Πού θα πάμε τώρα, ξέρεις;», μου απέσπασε την προσοχή γλυκά. Κι αν δεν ήξερα!

Πόσο μου άρεζε να τρέχω! Στο μικρό μου μυαλουδάκι σάρωνα το διάβα μου σα τον άνεμο έξω στην αυλή, ένιωθα λες και έσκιζα τον αέρα σα σαΐτα, αν και στην πραγματικότητα σκουντουφλούσα, τρέκλιζα και παρέπαια με βήμα ασταθές. Τί να περιμένει κανείς από έναν μπόμπιρα τριών ετών! Ξετρελαινόμουν, όταν η μαμά με κυνηγούσε επιχειρώντας τάχα να με πιάσει. Εκείνη, βέβαια, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να με φτάσει, αλλά πάντα έκανε ότι δε με προλάβαινε. Ξεκαρδιζόμουν, μ’ έπιανε λόξυγκας απ’ τα γέλια, γαργαλιόμουν μοναχός. Μάλλον της μετέδιδα την παλαβομάρα μου, διότι ακόμη ηχούν στα αυτιά μου τα κύματα του κελαριστού της γέλιου. Εκείνη η συγκεκριμένη βόλτα, θυμάμαι, συνέπεσε με μια αλλοπρόσαλλη συνάντηση. Αναπάντεχα απαντήθηκα με ένα χνουδωτό παιχνίδι πρωτόγνωρο, αξιοπερίεργο. Είχε τέσσερα πόδια και μια ουρά. «Φύγε!», έκανε η μαμά και το έδιωξε. «Τί είναι αυτό;» ήθελα να μάθω. «Γατούλα», μου απάντησε η κυρία Καίτη. «Γατούλα», επανέλαβα και εγώ καμαρωτά που τώρα γνώριζα κάτι παραπάνω. Πρώτη φορά έβλεπα αίλουρο.

 Δεν ήξερα γιατί, αλλά την επόμενη μέρα ήρθαν απροσδόκητα, στα καλά καθούμενα και με πήραν. Τί είχε συμβεί; Τί είχα κάνει; Πού είχα φταίξει; Όσο κι αν  έκλαιγα, όσο κι αν φώναζα τη μαμά, κανείς δε με άκουγε. Με μάτια βουρκωμένα με  είχε κλείσει μια τελευταία φορά στην αγκαλιά της, με γέμισε φιλιά και ύστερα με άφησε. Ήταν αλλόκοτα τα στερνά λόγια, που μάλλον δεν απευθύνονταν σε μένα, αλλά σε εκείνους που με παρέλαβαν: «Θα το κακομεταχειρίζονται; Θα το δέρνουν;».

Όχι, δεν μπορώ να πω ότι με κακομεταχειρίστηκαν. Ούτε με έδειραν. Είμαι δεκαεπτά. Ακόμα ζω στο ίδρυμα στο οποίο με μετέφεραν, όταν ήμουν τριών. Έπρεπε να φύγω. Έτσι όριζε ο νόμος. Η κοινωνική λειτουργός φρόντισε να μην πάω στη δυσλειτουργική οικογένεια της μαμάς, που την κακοποίησε στην παιδική ηλικία.

Η διήγησή μου δεν είναι αποκλειστικά απομεινάρι της παιδικής μνήμης. Όταν το περιτύλιγμα της τρυφερής ηλικίας έπεσε και η καταχνιά ξεδιάλυνε, έθεσα πρόσωπα και γεγονότα στη σωστή τους βάση. Σ’ αυτό βοήθησε η μαμά με τις ατελείωτες κουβέντες της κατά τις επισκέψεις μου. Τα μάτια τα παιδικά αντικαταστάθηκαν από την όραση του εφήβου. Το σεντούκι των γρίφων ξεκλειδώθηκε και κατάλαβα πως η “φωλίτσα” ήταν ένα κελί 7 τ.μ., ο “μπαμπάς” ο δεσμοφύλακας και η μαμά:

Όνομα κρατούμενης: Μαργαρίτα

Ετών: 40

Υπηκοότητα: Ελληνική

Κατηγορία: Ανθρωποκτονία εκ προθέσεως

Ποινή: 15 χρόνια φυλάκιση

Τα πράγματά μου είναι πακεταρισμένα. Αύριο η μαμά απολύεται. Θα μείνω κοντά της. Μαζί θα δοκιμάσουμε να αντικρίσουμε ένα μέλλον, όπου “Κορυδαλλός” για εμάς θα σημαίνει πια μόνο …το χαριτωμένο ωδικό πουλί.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Γερμανική διασκευή

«Wo ist mein Papa? Habe ich keinen Papa?», fragte ich Mama. In dem Moment kam ein Mann. «Papa!» rief ich, aber der Mann hat nichts gesagt. Er steckte den Schlüssel ins Schlüsselloch. Und schloss zu. Ich wollte die Tür aufmachen, aber es ging nicht. “Warum geht sie nicht auf, Mama?” “Wir schlafen nun. Jeder in seinem Nest”, sagte sie. Ich weiß noch, wie ich unter die Decken kroch. Mama hat mich zugedeckt, aber ich wollte nicht schlafen. Weinen wollte ich und das habe ich auch getan. Leise. Denn ich wollte Frau Keti und ihre Tochter, Aliki, nicht wecken. Dann wurde ich endlich müde. Ich schlief ein.

Am nächsten Tag war alles besser. Denn ich bekam ein Geschenk. Und ich bekam große Augen. So ein tolles Spielauto hatte ich noch nie! Vor Freude habe ich laut geschrien. „Größer als du selbst!“ sagte Frau Keti. Meine Mama lachte. So glücklich war sie! Aber nicht glücklicher als ich. Ich wollte losrennen, aber der Raum war klein. Ich sprang hoch, aber fiel runter und bekam eine große Kniewunde. Ich blutete. Meine Mama war geschockt. Sie stand da und konnte nichts machen. Ich begann, laut zu schreien. Die kleine Aliki ebenfalls. Frau Keti setzte mich aufs Bett. “Papa!” rief ich, als der Mann kam. „Hol eine Krankenschwester! Sieh doch! Das Kind braucht Hilfe!” rief Frau Keti. “Es geht nicht. Sie hat Arbeit” war die Antwort.

Frau Keti machte meine Wunden sauber und gab mir einen Kuss. Dann kam meine Mutter. Sie umarmte mich fest, ich konnte kaum atmen. Da war noch das Geschenk. Nun wollte ich es mir richtig ansehen. Es war sehr gross. Ich konnte es kaum anpacken. Da wurde ich böse.  Ich warf es an die Wand. Das Auto ging kaputt. Der Krach, die kaputten Teile, die überraschten Blicke…  . Ich wurde nervös und wollte wieder weinen.  Aber Mama kam mir zuvor. „Wohin gehen wir nun?“, sagte sie süß. Ich wusste es.

Wie gern ich rannte! Natürlich konnte ich in Wirklichkeit gar nicht schnell rennen. Was sollte man von einem kleinen Kind, drei Jahre alt, erwarten! Dennoch rannte ich los. Raus, auf den Hof. Und meine Mama lachte. Wie immer! Und dann kam ein komisches Treffen. Ein lustiges Spielzeug. Es hatte vier Beine. Und einen Schwanz.  “Geh weg!” sagte meine Mama. “Was ist das? Wollte ich wissen. “Eine Katze” sagte Frau Keti. “Eine Katze!” sagte ich wie ein Echo.

Ich weiß nicht warum, aber am nächsten Tag kamen sie und holten mich. Was war los? Warum?

Ich habe geweint. Meine Mama auch. Sie hat mich umarmt. Und sie hat mich geküsst. Dann sagte sie etwas Komisches. Nicht zu mir. Sondern zu diesen Menschen. Werden sie ihn misshandeln? Werden sie ihn schlagen?

Nein, sie haben mich nicht misshandelt. Und sie haben mich nicht geschlagen. Nun bin ich zwölf. Und lebe immer noch im Heim. Seit neun Jahren. Seit ich drei Jahre alt war. Ich musste weg. So wollte es das Gesetz. Die Sozialarbeiterin war eine grosse Hilfe. Und ich kam nicht zu der Familie meiner Mama. Ihre Familie hatte sie als Kind misshandelt.

Meine Erzählung kommt von meiner Erinnerung. Und sie kommt von den endlosen Diskussionen mit meiner Mama. Irgendwann habe ich alles verstanden: das „Nest“ war eine Zelle von 7 Quadratmetern. Der „Papa“ war ein Gefängniswärter. Und meine Mama:

Name der Gefangenen: Margarita

Alter: 40

Nationalität: Deutsch

Anklage: Totschlag

Strafe: 15 Jahre Gefängnis

Meine Sachen sind gepackt. Morgen wird meine Mama entlassen. Ich werde bei ihr wohnen. Gemeinsam blicken wir dann in die Zukunft.

 

ENDE