“Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου” της Άλκης Ζέη
Είναι ένα κλασικό, παιδικό και εφηβικό μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη.
Αποτυπώνει τη συγκλονιστική εμπειρία της Κατοχής μέσα από τα μάτια ενός εννιάχρονου παιδιού. Ο Πέτρος, από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου. Σε μια εποχή όπου οι σκληρές εικόνες πολέμου προβάλλονται συνεχώς στις οθόνες μας, ελλοχεύει ο κίνδυνος να συνηθίσουμε τη φρίκη και να χάσουμε την ευαισθησία μας. Η ιστορία αυτού του παιδιού μάς καλεί να παραμείνουμε αλληλέγγυοι, ανθρώπινοι και με πίστη στις αξίες της ελευθερίας και της αντίστασης.
Ακούστε :
Διαβάστε:
12 Οκτωβρίου 1944. Αν ήταν τώρα ο Θόδωρος, θα μπορούσε ο Πέτρος να γράψει στη ράχη του αυτή την ημερομηνία. Οι χελώνες ζούνε κι εκατό, κι έτσι για έναν αιώνα τουλάχιστο θα ‘ξερε όλος ο κόσμος, πως μια τέτοια ημέρα ελευθερώθηκε η Ελλάδα, απ’ άκρη σε άκρη…
Φύγανε οι Γερμανοί! Μάλλον τους διώξανε, πολεμώντας τους σκαλί το σκαλί, πόρτα την πόρτα. Οι καμπάνες χτυπούν! Από το ξημέρωμα άνοιξαν όλα τα παραθυρόφυλλα κι απλώθηκαν στα παράθυρα και τα μπαλκόνια σημαίες. Η μαμά κι ο Γκαριμπάλντι φτιάχνουν στα πρόχειρα μια σημαία από ένα σεντόνι και γαλάζια κουρέλια. Η Ρίτα βγήκε από τον κρυψώνα της κι ήρθε, μόλις έφεξε, στην Αντιγόνη. Τώρα πια δεν έχει κανέναν άλλον, έξω από τη φίλη της, ίσως και τον θείο Άγγελο… Όταν αποφασίσει να κάνει απόβαση, να «ελευθερώσει» την ελεύθερη πια Ελλάδα. «Εγγλέζο ντεν έρτει». Καλά το ‘λεγε ο Γκαριμπάλντι. Όπου να ‘ναι θα φανεί κι ο Γιάννης! Μια γυναίκα φώναζε στο δρόμο πως άνοιξαν οι φυλακές.
—Θα του το πεις του Γιάννη; πειράζει ο Πέτρος την αδελφή του.
—Τι να του πω; κάνει εκείνη πως δεν καταλαβαίνει.
—Πως τον ερωτεύτηκες.
—Μου πέρασε, λέει η Αντιγόνη. Τώρα δεν είμαι ερωτευμένη με κανέναν. Τώρα αρχίζει καινούρια ζωή.
Έχουν βγει οι τρεις τους με τη Ρίτα στο μπαλκόνι, κι η Αντιγόνη, έτσι όπως απλώνει τα δυο της χέρια, θαρρείς και θα πετάξει.
Πάντα μπροστά μας για μια καινούρια ζωή…
Κάτω από το μπαλκόνι περνάει κόσμος με σημαίες και τραγουδάει.
«Όταν θα τελειώσει ο πόλεμος, Τσουένι μου…».
—Τέλειωνε με τη σημαία, Γκαριμπάλντι, να βγούμε στον δρόμο, ακούγεται από μέσα η φωνή του παππού.
Θα βγούνε στους δρόμους! Δε θα φοβούνται μην τους σημαδέψει κανείς, ίσια στην καρδιά. Ποτέ πια. ποτέ πια.
Έχει ξημερώσει για καλά, ο φθινοπωρινός ουρανός έχει χρώμα μελί. «Το βαρέθηκα το μπλε παστέλ, Τσουένι μου». Αν ήτανε ο Πέτρος ένα μικρό αγόρι, θα μπορούσε να φανταστεί τον Αχιλλέα να μπαίνει μέσα στην Αθήνα καβάλα στο άλογο με το γυμνό σπαθί στο χέρι… Και να στήνει το άγαλμα της Δροσούλας στην πιο μεγάλη πλατεία. «Να πεις στο Τσουένι, την πρώτη ελεύθερη συνοικία, θα τη βγάλουμε Δροσούλα…». Ο Πέτρος, όμως, είναι μεγάλος πια. Το κάγκελο του μπαλκονιού τού φτάνει στη μέση. Κάποιοι του γνέφουν από κάτω. Είναι η «συμμορία» του Σωτήρη. Έχουν φτιάξει από χαρτόνι τον Χίτλερ και μια κρεμάλα. Τραβάνε ένα σπάγκο κι ο Χίτλερ κρεμιέται. Ξελαρυγγίζονται στο τραγούδι.
Ο Χίτλερ εμπατήρισε,
εμπατήρισε, εμπατήρισε.
Έφαγε κουκουτσάλευρο
μπομποτάλευρο
χαρουπάλευρο…
—Έρχομαι, τους φωνάζει ο Πέτρος και κουτρουβαλάει τις σκάλες να πάει μαζί τους κι ας είναι άντρας πια, δεκατριώ χρονώ!!