Δημοσιεύθηκε στην 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ, ΓΛΩΣΣΑ

To σχολείο γιορτάζει την ελευθερία και τη δημοκρατία

28 Οκτωβρίου 1940

Χρόνος: Οκτώβρης 1940

Ξημερώματα  της 28ης Οκτωβρίου.

Τόπος: η Αθήνα.

Ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι, αποδίδει στον Έλληνα πρωθυπουργό Ι. Μεταξά ένα αλαζονικό τηλεγράφημα που μιλούσε για «άνευ όρων» υποταγή της  χώρας μας στους Ιταλούς, ενώ οι ιταλικές μεραρχίες αφού προηγουμένως είχαν καταλάβει το αλβανικό έδαφος, ήταν ήδη παραταγμένες  κατά μήκος των ελληνικών συνόρων και περίμεναν ετοιμοπόλεμες το σύνθημα. Ο ελληνικός λαός όμως απάντησε λιτά κι αγέρωχα με μια μονάχα λέξη: «ΟΧΙ»

ΟΧΙ, όπως «Μολών Λαβέ».

ΟΧΙ, όπως «Ελευθερία ή Θάνατος»

ΟΧΙ, όπως προστάζει η περηφάνια, η λεβεντιά, η ιστορία μας.

ΟΧΙ

Ημερολόγιον από τον πόλεμον του 1940

Η πορεία προς το μέτωπο

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου φορές, εκατοβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως τόχει συνήθειό του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως. Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους -ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση.

(Οδυσσέας Ελύτης, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 168)

“Το κρύο ήταν φοβερό, αφάνταστο”

Καθόμασταν εκεί, δίπλα στ’ απομεινάρια της παγωμένης χτεσινής φωτιάς και περιμέναμε ν’ ακούσουμε το σάλπισμα. […] Το κρύο ήταν φοβερό, αφάνταστο. Από το κρύο αυτές τις ώρες σού πονούσε κυριολεκτικά η ψυχή και σου ‘ρχόταν, σα μωρό, να μπήξεις τα κλάματα, έτσι χωρίς να ξέρεις κι εσύ τι ζητάς και τι θα βγάλεις μ’ αυτό. Απ’ το περιορισμένο του χώρου δεν μπορούσες να κάνεις δυο βήματα και καθόσουν εκεί ακίνητος, ξυλιασμένος, έτσι σα να ‘χει παγώσει κι αυτό το ίδιο το μυαλό σου, χτυπώντας μόνο από καιρό σε καιρό το ‘να σου χέρι με τ’ άλλο, έτσι σαν στο στίχο της απελπισίας του Σολωμού. Αν πεις πια για τα πόδια σου εκείνα δεν ήξερες αν τά ‘χεις πια.

(Γ. Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, Αθήνα, Ερμής, 1992, σ. 145)

Δείτε ένα βίντεο με το χρονικό του Ελληνοιταλικού πολέμου και τα χρόνια της γερμανικής κατοχής .