Μετά την ταφή του Έκτορα, ξανάρχισε ο πόλεµος έξω από της Τροίας τα τείχη.
Ο Αχιλλέας σκότωνε τους Τρώες πολεµιστές τον ένα μετά τον άλλο. Μια µέρα όµως που βρισκόταν έξω από τις Σκαιές πύλες, τη μεγαλύτερη πύλη του κάστρου της Τροίας, τον είδε ο Απόλλωνας και συµβούλεψε τον Πάρη να τον χτυπήσει µε τα βέλη του στη δεξιά του φτέρνα.
Η µητέρα του, η Θέτιδα, όταν ήταν μικρός, τον είχε κάνει αθάνατο βουτώντας τον στα µαγεµένα νερά της λίµνης Στύγας.
Όµως η δεξιά του φτέρνα δεν είχε βραχεί, γιατί από εκεί τον εκρατούσε. Σημάδεψε λοιπόν ο Πάρης τον Αχιλλέα και κάρφωσε ένα φαρμακωμένο βέλος στη δεξιά του φτέρνα.
Βογκώντας ο ήρωας γονάτισε στη γη. Με πονεµένες κραυγές προσπαθούσε να τραβήξει το βέλος απ’ τη φτέρνα του. Μετά από λίγο σωριάστηκε νεκρός.
Γύρω από το νεκρό του σώµα έγινε άγρια µάχη. Αγωνίζονταν οι Τρώες να τον πάρουν. Όµως ο Οδυσσέας κι ο Αίαντας τον άρπαξαν και τον έφεραν στα πλοία.
Όλοι οι Αχαιοί θρηνούσαν για το χαµό του ήρωα. Ξαφνικά ακούστηκε µια τροµερή βουή απ’ τη θάλασσα και µέσα από τα κύµατα βγήκε η Θέτιδα και οι Νηρηίδες, οι αδερφές της.
Στάθηκαν όλες γύρω απ’ το νεκρό. Δέκα επτά µέρες έκλαιγαν και τον µοιρολογούσαν. Μετά έκαψαν το σώµα του, έβαλαν τα οστά του στο ίδιο δοχείο µε τα οστά του Πάτροκλου και, για να τον τιµήσουν, έκαναν αγώνες.
Μετά από λίγες μέρες σκοτώθηκε κι ο Πάρης. Τον σκότωσε ο Φιλοκτήτης με ένα από τα δηλητηριασµένα βέλη, που του είχε χαρίσει ο Ηρακλής.
ΔΕΙΤΕ ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ