Ο βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας, γυρνώντας κάποτε από το µαντείο των ∆ελφών, πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά Πιτθέα. Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόµη έγκυος, ο Αιγέας χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα. Πριν φύγει, έκρυψε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια του κάτω από ένα βράχο, δίπλα στο ναό του Δία και της είπε: «Αν το παιδί που θα γεννήσεις είναι αγόρι, όταν θα µεγαλώσει και θα µπορέσει να σηκώσει το βράχο, να πάρει το σπαθί και τα σανδάλια µου και να έρθει στην Αθήνα».
Όταν ο Θησέας µεγάλωσε, η Αίθρα τού έδειξε το βράχο, εκείνος τον σήκωσε, πήρε τα δώρα του πατέρα του κι έφυγε για την Αθήνα. Δεν θέλησε να πάει µε καράβι. Προτίµησε το δρόµο της στεριάς που ήταν γεµάτος κινδύνους.
Ξεπέρασε όλους τους κινδύνους που συνάντησε, νίκησε πολλούς κακοποιούς, ληστές και άγρια ζώα που τροµοκρατούσαν και σκότωναν ανθρώπους. Οι άνθρωποι µπορούσαν να ταξιδεύουν πια ελεύθερα.
Έφτασε τέλος στην Αθήνα όπου ο Αιγέας, βλέποντας το σπαθί και τα σανδάλια του, τον γνώρισε αµέσως και τον υποδέχτηκε µε χαρά και ανακούφιση.
Κοντά στην Επίδαυρο, νίκησε το ληστή Περιφήτη, που σκότωνε τους περαστικούς µε ένα σιδερένιο ρόπαλο.
Στον Ισθµό της Κορίνθου σκότωσε τον Σίνη, που λύγιζε τις κορυφές δυο πεύκων, έδενε πάνω τους διαβάτες, άφηνε µετά τα πεύκα ελεύθερα κι οι άνθρωποι γίνονταν δυο κοµµάτια.
Προχωρώντας έφτασε στις Σκιρωνίδες πέτρες. Εκεί ο Σκίρωνας, αφού λήστευε τους περαστικούς, τους ανάγκαζε να του πλένουν τα πόδια. Μόλις όµως εκείνοι έσκυβαν µπροστά του, µε µια δυνατή κλωτσιά τους γκρέµιζε απ’ τα βράχια κι έπεφταν στη θάλασσα. Εκεί τους έτρωγε µια τεράστια χελώνα. Ο Θησέας τον νίκησε και τον έριξε στη θάλασσα. Το µέρος αυτό σήµερα λέγεται Κακιά Σκάλα.
Μετά σκότωσε τον Προκρούστη. Αυτός ξάπλωνε τους περαστικούς πάνω σ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο. Αν κάποιος ήταν πιο µακρύς, του έκοβε τα πόδια. Αν ήταν πιο κοντός, του τραβούσε τα πόδια ώσπου ξεκολλούσαν. Ο Θησέας τον ξάπλωσε στο σιδερένιο κρεβάτι κι επειδή ήταν πιο µακρύς του έκοψε το κεφάλι.